17/2/21

"Ο πειρασμός του ερημίτη Χάρτμουτ Λιμπέργκερ" εκδ. Ιωλκός. Απόσπασμα.

 



Ο Πειρασμός επισκέπτεται για τρίτη και τελευταία φορά τον Χάρτμουτ και προσπαθεί να τον σαγηνέψει ανακινώντας  τις βίαιες δυνάμεις της ψυχής του.

 

Ο Χάρτμουτ ξανακάθισε στο σκαμνί του.

-Λέγαμε λοιπόν για τη Μαρία, είπε ο Κρον.


-Ναι, γι’ αυτήν λέγαμε, επανέλαβε ο Χάρτμουτ σκύβοντας το κεφάλι και κοιτάζοντας το πατημένο χώμα της καλύβας του. Όπως ξέρεις, Κρον, δεν είμαι πια δικός σου. Έχω ορκιστεί να μην ξαναπλησιάσω γυναίκα.


-Θυμήσου την απέραντη ηδονή, Χάρτμουτ, είπε ο Κρον και η φωνή του τώρα είχε γίνει γλυκιά και μαλακή σαν γυναικεία, θυμήσου την έκσταση και τη μέθη της. Θυμήσου τις ατέλειωτες ώρες πάνω από το σώμα της Ούλρικε. Κανείς ποτέ δεν πρόκειται να σε ενοχλήσει, γιατί θα σε προστατεύω εγώ. Η Μαρία θα τα υπομείνει όλα. Σ’ το υπόσχομαι.

 

Ο Χάρτμουτ έσκυψε ακόμα πιο πολύ στο σκαμνί του κι έσφιξε τα χέρια του γύρω από το σώμα του, σαν να ήθελε να τα δέσει με αόρατα δεσμά.

 

-Δεν θα ξαναχτυπήσω ποτέ γυναίκα, είπε. Δεν σου ανήκω πια. Άδικα με γυροφέρνεις.


-Ανείπωτη ηδονή, Χάρτμουτ. Η ανθρώπινη γλώσσα σας δεν έχει τις αντίστοιχες λέξεις για να την περιγράψει. «Μεναήμ όλοη σεφθεράν», κάποιοι θα έδιναν και τη ζωή τους ακόμα για να νιώσουν αυτό που έχεις νιώσει εσύ. Ατέλειωτες ώρες πάνω από το κορμί της Χέλγκας, της Χάνας, της Ίνγκε, της Έντελγκαρντ (…) Ατέλειωτες ώρες σε άγρια διέγερση, Χάρτμουτ, και μετά ο βιασμός, η άφατη ηδονή σου, η ολοκλήρωση μέσα στη δική σου πραγματικότητα. Όλα αυτά μπορεί τώρα να σ’ τα δώσει η Μαρία. Σου το εγγυώμαι εγώ. (…) Σήκω, Χάρτμουτ, πήγαινε στη Μαρία. Κανείς δεν πρόκειται να σε δει μέσα στη νύχτα και το χιόνι.

 

Ο Χάρτμουτ γλίστρησε από το σκαμνί κι έπεσε με τα γόνατα στο χώμα. Χωρίς να σηκώσει το κεφάλι, κοιτάζοντας τη φωτιά στο τζάκι είπε:


-Υπάρχει εκεί έξω κάποιος που ροκανίζει τη βασιλεία σου. Δεν είσαι χωρίς αντίπαλο, Κρον.

(…)

-Ο κόσμος τούτος είναι δικός μου, είπε ο Κρον εγκαταλείποντας τη γυναικεία φωνή του. (…) Δεν υπάρχει θεός εκεί έξω και το ξέρεις.


Και φούσκωσε ξαφνικά, μέχρι που τα βαρύτιμα φορέματά του συμπιέστηκαν πάνω στα τοιχώματα της καλύβας.


Ο Χάρτμουτ απάντησε ήσυχα:

-Υπάρχει όμως ο άνθρωπος. Οι μέρες της βασιλείας σου είναι μετρημένες.

(…)

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: