29/6/20

Απάντηση νεαρού συγγραφέα σε κυρία εκδοτικού οίκου








Σας συμπαθώ, κυρία, αλλά λιγάκι και σας περιφρονώ, μη με παρεξηγήσετε.
Επίσης σας μισώ λιγάκι κι ελπίζω να με συγχωρήσετε.

Είναι που εσείς, μικρή και τιποτένια, στέκεστε εμπόδιο στην εκτίναξή μου. Μου λέτε όχι και τώρα κάθομαι εγώ εδώ ζωσμένος με τα πυρομαχικά μου και αδρανώ. Καταλαβαίνετε πώς νιώθω. Ο κόσμος περιμένει  το νέο αστέρι να ανατείλει κι εσείς του το αρνείστε. Δεν θα εκτιναχθώ λοιπόν ακόμη. Θα περιμένω άλλους αρμοδίους να με κρίνουν, να οσφρανθούν το μεγαλείο μου και να με εγκρίνουν. Κάθομαι εδώ λοιπόν εγώ και οι βόμβες μου και περιμένουμε.

Στο μεταξύ εσείς εκδίδετε αστειότητες.



25/6/20

Πέρασε κι η γενιά μας ζόρια







Απόλεμη υπήρξε η γενιά μας κι αυτό είναι βέβαια καλό, όχι όμως ότι περάσαμε μια ζωή χωρίς σκιές, άλλες ελαφρές, άλλες βαριές κι άλλες πολύ απειλητικές.

Μεγάλωσα μέσα στον ψυχρό πόλεμο κι αν δεν καταλάβαινα τον κίνδυνο, όσο ήμουν μικρή, μεγαλώνοντας τον συνειδητοποίησα καλά. Ήμουν παιδί τότε με τα γεγονότα στην Κούβα, αλλά θυμάμαι την αγωνία των μεγάλων που τελικά πέρασε και σε μένα.

24/6/20

"Στον γιατρό"







Ο νεαρός καθόταν στη αίθουσα αναμονής και την έβλεπε θαμπά μέσα από το κρύσταλλο της συρόμενης πόρτας. Δεν άκουγε τι έλεγε στον γιατρό, έβλεπε όμως τις χειρονομίες της, τα χέρια της που ανέμιζαν νευρικά στον αέρα. Δεν έμεινε ακίνητη ούτε μια στιγμή, σημάδι πως αυτή μιλούσε ακατάπαυστα και ο γιατρός άκουγε.

Ένιωσε ηττημένος, εξουθενωμένος, γιατί ήξερε ότι αυτή εκεί μέσα οργίαζε, τον κατηγορούσε, τον εξέθετε στα μάτια του γιατρού, τον παρουσίαζε σαν τέρας.

Μετά ήρθε η σειρά του. Βγήκε αυτή, μπήκε αυτός.

-Τι έχετε να μου πείτε; ρώτησε ευγενικά ο γιατρός.

Του είπε ότι είναι δυστυχής.

Αργότερα ήρθε κι εκείνη μέσα.
Ο γιατρός συνταγογράφησε σιωπηλός τα φάρμακα.

-Παρακαλώ, να παίρνετε κι εσείς από ένα κάθε πρωί, είπε στη μητέρα του.




20/6/20

Ποιητής κολλιτσίδα






Θέλεις να μάθεις, Λιγουρίνε, πώς συμβαίνει
και δεν σε ανταμώνει με ευχαρίστηση κανείς
κι όπου κι αν πας επικρατεί φυγή
και ερημιά μεγάλη γύρω σου;

Είναι που είσαι μέγας ποιητής.
Αυτό το ελάττωμα πολύ επικίνδυνο είναι.
Ούτε η τίγρη που αγριεύει, όταν αρπάζουν τα μικρά της,
ούτε το φίδι που το καίει ο ήλιος του μεσημεριού
ούτε κι ο φοβερός σκορπιός δεν προκαλεί τόσο μεγάλο φόβο.

Ρωτώ λοιπόν εγώ, ποιος πετυχαίνει τέτοια κατορθώματα;

Στέκομαι και απαγγέλλεις, κάθομαι και απαγγέλλεις,
τρέχω, απαγγέλλεις, αφοδεύω, απαγγέλλεις.
Στα λουτρά καταφεύγω, βροντάς στ’ αφτιά μου.
Την πισίνα ψάχνω, να βουτήξω δεν μ’ αφήνεις.
Τρέχω στο δείπνο, μ’ έχεις πάρει από πίσω.
Φτάνω στο δείπνο,  με άλλον δεν μ’ αφήνεις να μιλήσω.
Κατάκοπος κοιμάμαι, με ξυπνάς, μόλις ξαπλώσω.

Θέλεις να δεις πόσο κακό είναι αυτό που κάνεις;
Ενώ άντρας χρηστός και άκακος και δίκαιος είσαι,
θα καταντήσεις φόβητρο.


Occurrit tibi nemo quod libenter,
quod  quacumque venis, fuga est et ingens
circa te, Ligurine, solitudo,
quid sit, scire cupis? Nimis poeta es.
Hoc valde vitium periculosum est.
Non tigris catullis citata raptis,
non dipsas medio perusta sole,
nec sic scorpios inprobus timetur.
Nam tantos, rogo, quis ferat labores?
Et stanti legis et legis sedenti,
currenti legis et legis cacanti.
In thermas fugio: sonas ad aurem.
Piscinam peto: non licet nature.
Ad cenam propero: tenes euntem.
Ad cenam venio: fugas sedentem.
Lassus dormio: suscitas iacentem.
Vis, quantum facias mali, videre?
Vir iustus, probus, innocens timeris.


Μαρτιάλης, III. 44

Η μετάφραση από τα λατινικά είναι δική μου.

19/6/20

Το δίπολο




Κάποιος πήρε τηλέφωνο. 
Θα έρθει, είπε.

Και τώρα γρήγορα, 
να κρύψω την Ανταρσία στην αποθήκη, 
να ανεβάσω στη βιτρίνα την Ξένη.

"Μη με λες έτσι", μου λέει η Ξένη αυταρχικά, 
καθώς στρογγυλοκάθεται στη βιτρίνα. 
"Έχω όνομα και με λένε Λογική. 
Και πες σ’ αυτή την άλλη να βγάλει το σκασμό".

Ακούω την Ανταρσία στο βάθος να κλαίει όλο λύσσα.

17/6/20

Η βασίλισσα




«Δεν είμαι σαν κι εσάς εγώ», είπε η οχτάχρονη Φωτεινή. «Εγώ είμαι βασίλισσα και ζούσα στο παλάτι με τους γονείς μου που ήταν βασιλιάδες. Αλλά με άρπαξαν ληστές και μ’ έφεραν εδώ. Είμαι αληθινή βασίλισσα, μα δεν το λέω πουθενά, γιατί οι ληστές θα με σκοτώσουν. Ούτε και σεις δεν πρέπει να το πείτε σε κανέναν».

Τα άλλα παιδιά την άκουγαν βουβά. Μια κάποια λύπη πέρασε απ’ το βλέμμα τους, φάνηκαν να μελαγχολούν. Η Φωτεινή έβαλε τα γέλια. «Σας κορόιδεψα», τους είπε, «σας ξεγέλασα!». Τα παιδιά την κοίταξαν απογοητευμένα.

Αλλά από τότε μια φωνή επίμονη μέσα της μέρα νύχτα ψιθυρίζει στη Φανή: «Είσαι βασίλισσα εσύ, βασίλισσα...»

9/6/20

"Johnny is the boy for me"





Στη δεκαετία του ’50 είχε γίνει μεγάλη επιτυχία ένα αμερικάνικο τραγούδι που το αναμετάδιδε συχνά και το ελληνικό ραδιόφωνο.

6/6/20

Μόντι Γουντχάους: ο Άγγλος που οργάνωσε την ανατίναξη της γέφυρας του Γοργοποτάμου





Αν και όλοι γνωρίζουμε ότι η γέφυρα του Γοργοποτάμου ανατινάχτηκε επί Κατοχής με τη συνεργασία των Ελλήνων ανταρτών υπό την καθοδήγηση του Ναπολέοντα Ζέρβα και του Άρη Βελουχιώτη και κάθε χρόνο αποδίδουμε τιμές στους ήρωες, όμως ελάχιστοι γνωρίζουμε ότι αυτός που οργάνωσε την ανατίναξη ήταν ο Άγγλος Μόντι Γουντχάους και ότι χωρίς αυτόν τίποτα  δεν θα γινόταν.

4/6/20

Ποιήματα που δεν γεννήθηκαν






Πόσα ποιήματα δεν πρόλαβαν να γεννηθούν
και τώρα περιμένουν,
με λαχτάρα περιμένουν,
κάπου σε μια άγνωστη διάσταση,
γιατί η ψυχή που θα τα έφερνε στο φως
ξεχάστηκε,
αφαιρέθηκε μέσα στην καθημερινότητά της
ή βγήκε από το σώμα που την έφερε
και εξαερώθηκε.

Μένουνε έτσι εγκαταλειμμένα τα ποιήματα,
δυο τρεις σπασμένοι στίχοι,
μια εικόνα,
μερικές λέξεις συγκινητικές
σαν επιτύμβια επιγραφή
που ο χρόνος έσβησε τα γράμματά της,
σαν έμβρυα αποβολής
ή ακόμα σαν μηδενικά
που αιωρούνται ανάμεσά μας
αναζητώντας μια ψυχή καινούργια
να τα κυοφορήσει.


3/6/20

Ήθη και έθιμα







Δεν έχω συναντήσει όμοιό μου τόσα χρόνια που περιφέρομαι σ’ αυτόν τον κόσμο που να μένει τόσο αδιάφορος, μα τόσο πολύ αδιάφορος στα ήθη και τα έθιμα του τόπου του.

1/6/20

Αν μ' έπαιρνες στην αγκαλιά σου..."



Αν μ’ έπαιρνες στην αγκαλιά σου
και μου ψιθύριζες λόγια αγάπης,
αν με κρατούσες εκεί, στην αγκαλιά σου
με τις ώρες
κι ένιωθα εγώ η κατατρεγμένη
πως είχα βρει το καταφύγιο που ζητούσα,
αν ένιωθα πως μ’ αγαπούσες
με μια αγάπη στέρεη κι αιώνια,
θα ξεγλιστρούσα απαλά
και θα’ φευγα
ζητώντας σου συγγνώμη.

Γιατί, καλέ μου,
δεν προορίστηκαν οι αγάπες
για τις ψυχές
που μαύρες εγεννήθηκαν
και μέσα στα σκοτάδια μόνο ανθίζουν.