Είχε οικονομήσει η μητέρα μου ένα αλεξίπτωτο στην Κατοχή, δεν
ξέρω πού το βρήκε, χρήσιμο πράγμα πάντως, μπορούσε να το κόψει κομμάτια, να τα ράψει, να φτιάξει πολλά από αυτό, έλα όμως που βγήκε διαταγή να ελεγχθούν όλα
τα σπίτια των Ελλήνων, μήπως υπάρχουν τίποτε όπλα και άλλα παρόμοια επικίνδυνα
αντικείμενα, η μάνα μου τρελάθηκε, δεν ήξερε πού να το κρύψει.
Το έκρυβε εδώ, φοβόταν, το έκρυβε εκεί, φοβόταν, θα το
έβρισκαν οι Γερμανοί και τότε αλί και τρις αλί της, Είδε κι αποείδε, της ήρθε
τελικά η φαεινή ιδέα. Έφτιαξε μια μαξιλαροθήκη και το έχωσε εκεί μέσα, το
έσιαξε όμορφα, το έστρωσε, μια χαρά μαξιλάρι έγινε το αλεξίπτωτο.
Το πήρε, ανέβηκε στον πρώτο όροφο που είχαν επιτάξει οι
Γερμανοί και έμενε κάποιος δικός τους και του το πρόσφερε.
-Danke sehr! είπε ο Γερμανός και το έβαλε
στον καναπέ του.
-Παρακαλώ!
είπε η μητέρα μου.
Ήρθαν
οι Γερμανοί στρατιώτες, έψαξαν, δεν βρήκαν τίποτε ύποπτο. Το αλεξίπτωτο αναπαυόταν
στον καναπέ στον από πάνω όροφο. Στο στόμα του λύκου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου