Αν υποθέσουμε ότι ερχόμαστε στη ζωή για κάποιο σκοπό, τότε ο
δικός μου ήταν να γίνω διαχειρίστρια πολυκατοικίας.
Χρόνια πριν, στην Αγία Παρασκευή που έμενα, με φόρτωσαν με
τη διαχείριση για κάμποσα χρόνια, «επειδή εμείς λείπουμε συχνά, ενώ εσύ είσαι
συνέχεια εδώ» και τότε μόνο γλίτωσα, όταν ξενιτεύτηκα στην Παλλήνη ως
ενοικιάστρια και βρήκα την ησυχία μου.
Μετά κατέβηκα στο πατρικό μου σπίτι, στο κέντρο της Αθήνας,
και πώς έγινε πάλι και δεν το κατάλαβα, βρέθηκα ξανά διαχειρίστρια της
πολυκατοικίας, «επειδή, καθώς βλέπετε, οι περισσότεροι είναι ενοικιαστές και κανείς
άλλος ιδιοκτήτης δεν είναι ικανός».
«Και γιατί κανείς δεν είναι ικανός;» ρώτησα αφελώς. «Μα δεν βλέπετε; Οι περισσότεροι είναι ηλικιωμένοι, η κ.
Τάδε είναι αγράμματη, η δεσποινίς Δείνα γηροκομεί τους γονείς της κι εμείς
απουσιάζουμε τις περισσότερες ημέρες. Η μόνη κατάλληλη είστε εσείς». «Να δώσουμε τότε τη διαχείριση σε εταιρεία». «Α, μπα! Πού να έρχονται αυτοί για κάθε μικροπρόβλημά μας
και καμιά εμπιστοσύνη δεν πρέπει να τους έχουμε και πάλι κάποιος από μας θα
είναι υπεύθυνος και… και… και…».
Δεν πάει στο διάολο, ας αναλάβω και βλέπουμε, σκέφτηκα.
Με τον τρόπο αυτό χρίστηκα διαχειρίστρια και πέρασαν, φίλε
μου, από τότε δέκα χρόνια, χωρίς να το καταλάβω βγάζοντας κοινόχρηστα,
εισπράττοντας κοινόχρηστα, πληρώνοντας τεχνίτες, καθαριστές, ασφαλιστές και
άλλα παρεμφερή πρόσωπα, πάντα χαμογελώντας και πάντα βρίζοντας από μέσα μου.
Βέβαια υπήρξα συνειδητά μια εντελώς αδιάφορη διαχειρίστρια
κι αν τολμούσαν, ας έλεγαν τα παράπονά τους οι σύνοικοι. Μιλιά δεν έβγαζαν,
διότι πού θα έβρισκαν άλλο κορόιδο σαν και μένα.
Έτσι ποτέ δεν κυνήγησα τους γνωστούς λουφαδόρους που δεν
έδιναν τα κοινόχρηστα στην ώρα τους. Ας έκαναν ό,τι ήθελαν. Καμιά φορά, αν
έπεφτα πάνω τους στην είσοδο της πολυκατοικίας κι αν είχα όρεξη, τους έλεγα
χαμογελώντας: «Έχετε απλήρωτα κάτι κοινόχρηστα». «Μάλιστα», έλεγαν αυτοί. Άλλοτε
δεν τους έλεγα τίποτα. Στο τέλος έρχονταν και πλήρωναν, επειδή τους είχε
σκλαβώσει η διακριτικότητά μου.
Επίσης ποτέ δεν άνοιγα την πόρτα του διαμερίσματός μου, αν
δεν είχε πάει δώδεκα το μεσημέρι. «Άδικα θα χτυπάτε το κουδούνι», τους έλεγα,
«εγώ θα κοιμάμαι». Το έμαθαν κι αυτό και συμμορφώθηκαν όλοι, ένοικοι και
τεχνίτες και λοιπό προσωπικό.
Αδιάφορη ήμουν και για τη συντήρηση της πολυκατοικίας. Αν
ερχόταν κανείς και μου έλεγε ότι χάλασε κάτι, έπαιρνα τηλέφωνο τον τεχνίτη και
το επισκεύαζε. «Πόσο κάνει;» ρωτούσα στο τέλος, χωρίς καν να έχω δει τι είχε επισκευάσει.
«Τόσο». «Πάρτε τα». Ούτε προσφορές έψαχνα ούτε τίποτα.
Και όλοι οι συγκάτοικοι ήταν φρόνιμοι, καλά παιδιά. Καμιά
γκρίνια. Ευγενέστατοι. Μην εκνευριστεί το κορόιδο και παρατήσει τη διαχείριση.
Μια κυρία με ρώτησε κάποτε πάνω στον αυθορμητισμό της, καθώς
της έδινα τα ρέστα από το ταμείο των κοινοχρήστων: «Δεν ανησυχείτε, μήπως μπουν
κλέφτες και σας κλέψουν αυτά τα χρήματα;» «Γιατί να ανησυχώ;» απάντησα, «Μήπως
είναι δικά μου;» Με κοίταξε άφωνη και δεν ξέρω τι μπορεί να σκεφτόταν.
Έτσι πλάκα-πλάκα πέρασαν σχεδόν δέκα χρόνια. Εν τω μεταξύ η
εγκληματικότητα αυξήθηκε και όλοι ήξεραν ότι εδώ μέσα υπήρχε ένα κομπόδεμα από
τα χρήματα των ενοίκων.
Όταν χτυπούσε το κουδούνι, σηκωνόμουν νευριασμένη, διότι με
διέκοπταν είτε από κάτι που έγραφα είτε από κάτι που έβλεπα στην τηλεόραση.
Κοίταζα πρώτα από το ματάκι και μετά άνοιγα. Ναι, αλλά μερικές φορές δεν ήξερα
ποιον έβλεπα, κάτι οικείο μού θύμιζε η μορφή του, μάλλον κάποιος ενοικιαστής θα
ήταν. Δυο τρεις φορές την πάτησα, ήταν άγνωστος, αλλά ευτυχώς δεν ήταν
κακοποιός.
Μέσα σε όλα αυτά άρχισαν να μου έρχονται διάφοροι και να μου
παραπονιούνται για υγρασία στον τοίχο τους και κάτι πρέπει να γίνει γι’ αυτό
και να ενεργοποιηθώ να ερευνήσω από πού έρχεται η υγρασία και άλλα τέτοια.
Ποια; Εγώ που δεν καταλαβαίνω γρυ από τέτοια πράγματα να αρχίσω τώρα να χτυπώ
τα κουδούνια και να κάνω επιτόπιες έρευνες. Δεν είμαστε καλά!
Και ξαφνικά έγινε μέσα μου ένα κλικ, κάθισα στην καρέκλα και
είπα: «Ως εδώ ήταν. Παραιτούμαι και γαία πυρί μιχθήτω».
Έγραψα ένα ευγενέστατο κείμενο, στο οποίο ενημέρωνα τους
σύνοικους ότι παραιτούμαι και ότι η πολυκατοικία είναι πλέον χωρίς διαχείριση
και ας κάνουν ό,τι θέλουν, και το κόλλησα στην είσοδο της πολυκατοικίας.
Πότε βρέθηκε η εταιρεία που θα αναλάμβανε τη διαχείριση,
πότε ταχτοποιήθηκαν όλα ερήμην μου, ούτε που το κατάλαβα. Κιχ δεν ακούστηκε.
Ήρθε ο άνθρωπος της εταιρείας, υπογράψαμε τα σχετικά, του παρέδωσα το ταμείο
και τη σχετική χαρτούρα και αυτό ήταν, τελειώσαμε.
Και τώρα, μόνο τώρα, καταλαβαίνω τι απόλαυση είναι να αράζω
στο σπίτι μου, χωρίς να ακούω να χτυπούν κουδούνια, χωρίς να βγάζω κοινόχρηστα,
χωρίς να μετρώ χρήματα, χωρίς να πληρώνω τεχνίτες και λοιπούς, χωρίς να ανησυχώ
για καμιά εκκρεμότητα.
Άσε που τώρα μπήκα κι εγώ στη χορεία των ηλικιωμένων και
επομένως είμαι πλέον ακατάλληλη για τέτοιες ευθύνες.
1 σχόλιο:
Δημοσίευση σχολίου