21/10/18

Ντουφτ και Μπασενάουερ, οι πρώτοι κατά συρροήν δολοφόνοι στην Ελλάδα.








Όταν το καλοκαίρι του 1969 διάβασα στις εφημερίδες ότι η αστυνομία είχε συλλάβει δύο Γερμανούς δολοφόνους κατά συρροήν και ότι μέχρι τη σύλληψή τους είχε απαγορευτεί στον Τύπο να κάνει οποιαδήποτε νύξη για τα εγκλήματά τους, πάγωσε το αίμα μου.

Δηλαδή, σκέφτηκα, τόσο καιρό ο κόσμος δεν είχε ιδέα, κυκλοφορούσε αμέριμνος στους δρόμους, ενώ εκείνοι άφηναν πίσω τους πτώματα.

Η σκέψη μου αυτή είναι η αιτία που κράτησα στη μνήμη μου αυτή την ιστορία, καθώς, όπως διαπίστωσα τώρα πρόσφατα, κανείς δεν τη θυμόταν.

Οι Χέρμαν Ντουφτ και Χανς Μπασενάουερ, ετών 31 και υδραυλικοί το επάγγελμα, σεσημασμένοι ήδη από την Ιντερπόλ για ληστείες και επιθέσεις στην τότε Δυτική Γερμανία, στη Μασσαλία και τη Νεάπολη, έρχονται στην Ελλάδα τον Φεβρουάριο του 1969, μένουν 10 μέρες ως καλοσυνάτοι φίλοι κάποιων Ελλήνων που δεν είχαν ιδέα με τι άτομα συναλλάσσονταν και μετά επιστρέφουν στη Γερμανία.

Στο δεκαήμερο αυτό διαπίστωσαν ότι η Ελλάδα ήταν πρόσφορο έδαφος για εγκληματική δράση και αποφάσισαν να ξανάρθουν. Θα προσποιούνταν τους τουρίστες σε μια σχεδόν τριτοκοσμική χώρα, όπως ήταν η στρατοκρατούμενη τότε Ελλάδα, και κανείς δεν θα τους έπαιρνε μυρωδιά.

Δεν είχαν και πολύ άδικο: περνώντας από το τελωνείο στις 1 Μαρτίου 1969 είχαν μια ευγενική μεταχείριση, καθότι Ευρωπαίοι τουρίστες, και οι τύποι πέρασαν στη χώρα έχοντας στο πορτ μπαγκάζ της Μερσεντές τους μία αμερικάνικη καραμπίνα, διάφορα μαχαίρια και διαρρηκτικά εργαλεία.

Από τις 6 Μαρτίου ως τις 12 Απριλίου σκότωσαν εν ψυχρώ 6 ανθρώπους και τραυμάτισαν βαριά άλλον έναν.

6 Μαρτίου
Πυροβολούν και στη συνέχεια μαχαιρώνουν τον υπάλληλο ενός βενζινάδικου κοντά στη Θήβα και ένα στρατιώτη που ήθελε να κάνει ότο στοπ. Έναν τρίτο που προσπάθησε να κρυφτεί τον πυροβολούν κι αυτόν και τον μαχαιρώνουν. Αδειάζουν το ταμείο και φεύγουν. Το τρίτο θύμα βαριά τραυματισμένο σέρνεται ως το τηλέφωνο και παίρνει στην τύχη έναν αριθμό ζητώντας βοήθεια. Μια γυναικεία φωνή τού απαντά: «Σας παρακαλώ, μη μου κάνετε φάρσες» και το κλείνει. Ο άνθρωπος ωστόσο σώζεται από ένα διερχόμενο οδηγό που σταμάτησε για να βάλει βενζίνη στο αυτοκίνητό του.






13 Μαρτίου
Μπαίνουν από το παράθυρο σε μια βίλα στη Βούλα. Δεν βρίσκουν τίποτα να κλέψουν και περιμένουν να γυρίσει ο ιδιοκτήτης. Εν τω μεταξύ τρώνε και πίνουν μπίρες για να περάσει η ώρα. Όταν ο ιδιοκτήτης, ένας Ελληνοαμερικανός, επιστρέφει, του ζητούν χρήματα κι αυτός τους δίνει όσα έχει πάνω του. Τον χτυπούν στο κεφάλι με ένα ρόπαλο και τον σκοτώνουν. Μετά πετούν το πτώμα του στη μπανιέρα.


Η χωροφυλακή συλλαμβάνει ένα σεσημασμένο διαρρήκτη, του οποίου τα δακτυλικά αποτυπώματα βρέθηκαν στη βίλα. Αυτός αρνείται την κατηγορία, αλλά μετά από βασανιστήρια αναγκάζεται να «ομολογήσει» τον φόνο. Η αστυνομία όμως, που βρίσκεται σε ανταγωνισμό με τη χωροφυλακή, δεν πείθεται και συνεχίζει τις έρευνες.

7 Απριλίου, Μεγάλη Δευτέρα
Παίρνουν ένα ταξί από το Χίλτον με προορισμό τον Αστέρα Βουλιαγμένης. Φτάνοντας στο Καβούρι λένε στον οδηγό να βγει από τον κεντρικό δρόμο και να μπει στο δάσος. Τον βγάζουν από το ταξί και τον μαχαιρώνουν έως θανάτου. Παίρνουν 250 δραχμές που είχε πάνω του και επιστρέφουν με το ταξί στο Χίλτον.

9 Απριλίου
Στο πρατήριο που βρίσκεται στο 41ο χιλιόμετρο Αθηνών – Λαμίας οδηγούν με την απειλή μαχαιριού τον υπάλληλο στο διπλανό αλσύλλιο και τον μαχαιρώνουν έως θανάτου. Παίρνουν τα χρήματα από το ταμείο.


Εν τω μεταξύ αστυνομία και χωροφυλακή ψάχνουν στα τυφλά.
Επειδή κινδυνεύει να τρωθεί το γόητρό τους και μαζί με αυτό και το γόητρο της χούντας που διακηρύσσει ότι η κοινωνία είναι ασφαλής τώρα που κυβερνά αυτή, απαγορεύεται ρητά στον Τύπο να αναφερθεί στα εγκλήματα. Μόνο τα δύο πρώτα είχαν προλάβει να δημοσιοποιηθούν. Κατόπιν ακολουθεί νεκρική σιγή.

Η αστυνομία βάζει περιπολίες στις Εθνικές οδούς, ενημερώνει τους βενζινοπώλες, μυστικοί αστυνομικοί περιπολούν. Άκρη δεν βγάζουν, καθώς οι δύο δολοφόνοι δεν ακολουθούν το ίδιο μοτίβο στις επιθέσεις τους.

12 Απριλίου
Οι Ντουφτ και Μπασενάουερ αντιλαμβάνονται ότι ο κλοιός έχει στενέψει στις Εθνικές οδούς και αποφασίζουν να πάνε στην αρχαία Ολυμπία για να ληστέψουν τουρίστες. Μετά την Κόρινθο πέφτει από ένα φορτηγό ένα δέμα και σπάει το αριστερό φανάρι της Μερσεντές. Αποφασίζουν να επιστρέψουν στην Αθήνα, καθώς η διαδρομή τούς είναι άγνωστη και έχει αρχίσει και νυχτώνει.
Στο 56ο χιλιόμετρο Αθηνών - Κορίνθου σβήνουν και το δεξιό φανάρι και σταματούν μια BMW με γερμανικές πινακίδες  δήθεν για βοήθεια. Ο οδηγός είναι Έλληνας μετανάστης από τη Γερμανία που πηγαίνει στο χωριό του να περάσει το Πάσχα με τη γυναίκα και το παιδί του. Καθώς σκύβει πάνω από τη μηχανή για να δει τη βλάβη, τον πυροβολούν και πετούν το πτώμα του στις φυλλωσιές. Παίρνουν 500 δραχμές και 100 μάρκα που είχε πάνω του.

Στο σημείο αυτό, βράδυ της Μεγάλη Πέμπτης, σταματούν οι δολοφονίες. Οι δολοφόνοι θα συλληφθούν ξημερώματα Μεγάλου Σαββάτου. Να πώς:

Μετά τον τελευταίο φόνο τους ο ένας μπαίνει στη Μερσεντές και ο άλλος στη BMW και γυρίζουν πίσω. Στο Χαϊδάρι παρκάρουν κάπου τη Μερσεντές και συνεχίζουν με τη BMWΤο άλλο πρωί, Μεγάλη Παρασκευή, ένας νεαρός πηγαίνει να δει τη μητέρα του στο Χαϊδάρι και παραξενεύεται βλέποντας μια Μερσεντές με ξένες πινακίδες παρκαρισμένη μπροστά στο σπίτι. Η μητέρα του δεν έχει ιδέα. Παρατηρώντας καλύτερα βλέπει το σπασμένο φανάρι και κάποιες κηλίδες αίματος. Τηλεφωνεί στη χωροφυλακή. Οι χωροφύλακες έρχονται και περικυκλώνουν τον χώρο περιμένοντας να εμφανιστεί ο οδηγός.

Τα ξημερώματα της επόμενης μέρας οι δύο Γερμανοί εμφανίζονται. Βλέπουν ένα χωροφύλακα κοντά στο αυτοκίνητο και τότε ο Ντουφτ λέει στον Μπασενάουερ: «Θα πάω να το πάρω εγώ. Αν ο χωροφύλακας επιχειρήσει να με συλλάβει, θα έρθεις και θα τον σκοτώσεις».

Αλλά ο χωροφύλακας κάνει απλώς ερωτήσεις για το σπασμένο φανάρι και ο Μπασενάουερ το βάζει στα πόδια και εξαφανίζεται. Ο χωροφύλακας ζητά από τον Ντουφτ να τον ακολουθήσει στην Ασφάλεια κι αυτός συμμορφώνεται δείχνοντας μεγάλη απορία. Εκεί, ανοίγουν το πορτ μπαγκάζ και βρίσκουν μέσα ένα μικρό οπλοστάσιο. Ο Ντουφτ συλλαμβάνεται, αλλά αρνείται τα πάντα. Αναφέρει ότι είχε ένα αθώο ραντεβού με κάποιον Μπιλ στο τάδε ξενοδοχείο. Στο ξενοδοχείο δεν υπάρχει κανείς Μπιλ, αλλά ανακαλύπτουν ότι κάπου στα βιβλία εκεί που αναγράφεται το όνομα Ντουφτ αναγράφεται και ένα άλλο όνομα: Μπασενάουερ. Ο Μπασενάουερ εντοπίζεται γρήγορα σε μια γκαρσονιέρα του Κολωνακίου. «Ο Ντουφτ τα ομολόγησε όλα» του λένε στα ψέματα. Το κόλπο πιάνει και ο Μπασενάουερ ομολογεί τα πάντα.

Ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα ζητά να επιστρέψουν οι δολοφόνοι στη Γερμανία για να δικαστούν. Το αίτημά του δεν γίνεται δεκτό.

Η χούντα για να ηρεμήσει τον κόσμο και για να αποδείξει ότι απονέμει δικαιοσύνη φρόντισε να γίνει η δίκη άμεσα. Τρεις μήνες μετά τη σύλληψή τους, στις 21 Ιουλίου, εκδικάστηκε η υπόθεσή τους. Κανείς δικηγόρος δεν θέλησε να αναλάβει την υπεράσπισή τους και το δικαστήριο όρισε δικηγόρο.



Στη δίκη ήταν παρόντες πολλοί συγγενείς των θυμάτων και οι έξι μαυροφορεμένες χήρες με τα παιδιά τους. Όλοι φώναζαν, έκλαιγαν και εκτόξευαν κατάρες εναντίον των δολοφόνων. Μια πληροφορία που πήρα από την εφημερίδα Spiegel της εποχής αναφέρει ότι ο κόσμος φώναζε «θάνατος στους Ούνους» και «οι Γερμανοί ξανάρχονται».

Στη δίκη φάνηκε καθαρά ότι ο Ντουφτ ήταν ο εγκέφαλος και ο Μπασενάουερ πειθήνιος στις διαταγές του. Καταδικάστηκαν και οι δύο πεντάκις εις θάνατον. Η αναίρεση ενώπιον του Άρειου Πάγου απορρίφθηκε. Ομοίως απορρίφθηκε η αίτηση στο Συμβούλιο Χαρίτων να τους απονεμηθεί χάρη και να εκτίσουν ισόβια ποινή.

Εκτελέστηκαν και οι δύο στις 15 Δεκεμβρίου 1969, ο μεν Ντουφτ στην Κέρκυρα, ο δε Μπασενάουερ στην Αίγινα. Ο τελευταίος έκλαιγε με λυγμούς, ο Ντουφτ όμως παρέμεινε ψυχρός και απαθής, αρνήθηκε να του δέσουν τα μάτια και στο σύνθημα «πυρ!» αποχαιρέτησε στα ελληνικά το απόσπασμα λέγοντας «Γεια σας».

Τα εγκλήματά τους υπήρξαν ειδεχθή και απάνθρωπα. Σκότωναν για μικροποσά, πράγμα που σημαίνει ότι ανάμεσα στη ληστεία και τον φόνο, ο φόνος ήταν αυτός που τους έλκυε περισσότερο.

Η ιστορία αυτή είχε τότε συνταράξει την κοινή γνώμη. Σήμερα δεν τη θυμάται κανείς εκτός από κάποιους παλιούς δημοσιογράφους.




Δεν υπάρχουν σχόλια: