Η Άντα Κίτινγκ, 98 χρονών, από το Λίβερπουλ, μετακόμισε σε
οίκο ευγηρίας για να είναι κοντά στον 80χρονο γιο της που ήδη ζει εκεί. Ο
διευθυντής του γηροκομείου λέει πως μάνα και γιος είναι αχώριστοι.
Όταν είσαι ογδόντα χρονών και η μαμά σου είναι ενενήντα
οχτώ, τότε η φύση στάθηκε παράξενα καλή μαζί σου. Σου επέτρεψε να φτάσεις σε
αυτή την ηλικία έχοντας στο πλευρό σου την αγαπημένη σου μητέρα, σου επέτρεψε
να γεράσεις μαζί της και να είστε τώρα δυο συμπαθείς και αξιαγάπητοι γέροι που
λίγο ή και καθόλου δεν διαφέρετε εξωτερικά.
Η φύση στάθηκε επίσης παράξενα καλή και με τη μαμά σου. Της
επέτρεψε να φτάσει σε βαθιά γεράματα, χωρίς να χάσει το μυαλό της, και να δει
μέσα σε οχτώ δεκαετίες το αγαπημένο της βλαστάρι να γεννιέται, να μεγαλώνει, να
ωριμάζει, να γερνά και να γίνεται χούφταλο.
Είσαι λοιπόν τώρα ένα συμπαθέστατο χούφταλο που ζεις μαζί με
τη μαμά σου στον ίδιο οίκο ευγηρίας. Περνάτε την ώρα σας ευχάριστα παίρνοντας
το πρωινό σας, έρχονται οι γιατροί και σας εξετάζουν στα γρήγορα, όλα καλά,
δόξα σοι ο Θεός,
κάνετε ύστερα μια μικρή βόλτα στον κήπο, όσο αντέχουν τα
πόδια σας, επιστρέφετε στο σαλόνι του γηροκομείου, βλέπετε στην τηλεόραση τις
αγαπημένες σας σειρές, τρώτε μαζί το μεσημέρι, αναπαύεστε στα δωμάτιά σας μετά,
το απόγευμα συναντιέστε ξανά, κουβεντούλα, καφεδάκι ή χαμομήλι, έρχεται η ώρα
του δείπνου, δειπνείτε ελαφρά, ως είθισται να κάνουν οι γέροι, λίγη ακόμα τηλεόραση,
κανένα τηλεπαιχνίδι ή κανένα σίριαλ, «νύσταξες, γιε μου;», «νύσταξα, μαμά», «ε,
τότε, ας πάμε για ύπνο», «καληνύχτα, μαμά», «καληνύχτα, γιε μου», πάει ο
καθένας σας στο δωμάτιό του και ξαπλώνει στο κρεβάτι του ευχαριστημένος που
πέρασε κι αυτή η ημέρα και είστε και οι δυο σας ζωντανοί.
Διότι, τι άλλο θέλει ένα παιδί, και ειδικά ένας γιος, από τη
ζωή του; Θέλει κοντά του για πάντα την αγαπημένη του μαμά να τον νοιάζεται και
να τον φροντίζει. Και μια μαμά τι άλλο να ζητήσει από τη ζωή; Να είναι για πάντα
κοντά στο παιδί της, να το χαίρεται και να το καμαρώνει.
Θα είχαμε πάντως μεγάλο θράσος να απαιτήσουμε από τη μοίρα
να μας κάνει το χατίρι να γεράσουμε μαζί εμείς και η μαμά μας. Τέτοια χατίρια
δεν μας κάνει η μοίρα που θέλει υπό κανονικές συνθήκες να κηδεύει το παιδί τον
γονιό του και υπό τραγικές συνθήκες να κηδεύει ο γονιός το παιδί.
Συμβαίνουν και τα δύο στον κόσμο μας. Δεν είναι δυστυχώς
λίγες οι φορές που ο γονιός βυθίζεται σε βαρύ, ασήκωτο πένθος χάνοντας το παιδί
του. Η ζωή του αποκεί και πέρα είναι μια ζωή θλίψης, σπάνια ξεπερνιέται η
απώλεια του παιδιού.
Όσο για την πρώτη περίπτωση, αυτή είναι ο κανόνας. Κάποια
στιγμή ο γονιός πεθαίνει, το ξέρει το παιδί και το ξέρει και ο γονιός, όσο
είναι ακόμα ζωντανός. Αυτός είναι ο νόμος της φύσης, λέμε και αποδεχόμαστε μοιρολατρικά
την απώλεια.
Όμως το πένθος είναι δύσκολο να το ξεπεράσουμε, όση
μοιρολατρία κι αν διαθέτουμε. Πεθαίνει αυτός που μας έφερε στη ζωή, αυτός που
είχε σταθεί κοντά μας όλα μας τα χρόνια, αυτός που μας αγάπησε χωρίς όρους. Πεθαίνει,
αλλά εμείς θα τον θυμόμαστε σε όλη μας την υπόλοιπη ζωή, θα δακρύζουμε μερικές
φορές, όταν θα φέρνουμε στο μυαλό μας κάποιες στιγμές της κοινής μας ζωής, και
πάντα θα μας συνοδεύει μια θλιμμένη τρυφερότητα, όταν αναφερόμαστε σε αυτόν.
Είχα γράψει κάποτε ένα σουρεάλ διήγημα, όπου οι γονείς ζουν,
όσο ζει το παιδί τους. Το παιδί μεγαλώνει, γερνά και κάποτε πεθαίνει. Τότε οι
γονείς αποχωρούν και αυτοί από τη ζωή ευχαριστημένοι, αφού έκαναν μέχρι τέλους
το καθήκον τους απέναντι σε ένα πλάσμα που έφεραν στον κόσμο και το είδαν να
ολοκληρώνει τον κύκλο της ζωής του.
Αυτά όμως συμβαίνουν μόνο στη φανταστική λογοτεχνία. Στην
πραγματική ζωή το πένθος μάς παραμονεύει κι εμείς δεν μπορούμε να του
ξεφύγουμε. Θα το βιώσουμε θέλουμε δεν θέλουμε και θα μας φέρει τη θλίψη, όσο
προετοιμασμένοι κι αν είμαστε.
Γι’ αυτό είναι πραγματικά πολύ ευνοημένοι από τη μοίρα όσοι
ελάχιστοι καταφέρουν να γεράσουν μαζί με τους γονείς τους ή έστω με τον έναν
από αυτούς.
Όταν είσαι ογδόντα χρονών και η μητέρα σου είναι ενενήντα
οχτώ και με τα σωστά της και μπορεί και κινείται και αυτοεξυπηρετείται, τότε
είσαι ένας γέρος που ελάχιστα διαφέρει από τη γερόντισσα μητέρα του. Είστε δυο
γέροντες που ζείτε μαζί εδώ και ογδόντα χρόνια και έχετε να μοιραστείτε
αναμνήσεις σχεδόν ενός αιώνα. Έχετε τα ίδια προβλήματα υγείας, γεροντικές
αρρώστιες, πίεση, χοληστερίνη, ζάχαρο, οστεοπόρωση και τα λοιπά, αρρώστιες άνευ
ιδιαίτερης σημασίας, εφόσον αντιμετωπίζονται φαρμακευτικά.
Έχετε την ίδια βαρεμάρα, τη βαρεμάρα των γερόντων, τις ίδιες
συνήθειες, τις συνήθειες των γερόντων, τα ίδια χούγια, την ίδια νοοτροπία.
Ασχολείστε με τα ίδια πράγματα, σας συγκινούν τα ίδια πράγματα, αποφεύγετε τα
ίδια πράγματα. Έχετε και οι δύο μια ζωή γερόντων. Η μαμά σας δεν είναι πια
ακριβώς η μαμά σας. Έχει με τα χρόνια μεταμορφωθεί σε μια καλή φίλη και
μπορείτε να μοιράζεστε μαζί της όλες τις σκέψεις σας. Σας καταλαβαίνει, γιατί
είστε γέροι και οι δύο. Και είναι πολύ μακρινή εκείνη η εποχή που εσείς ως
έφηβος είχατε κάνει την επανάστασή σας και είχατε διαχωρίσει τη θέση σας,
επειδή η μαμά «δεν σας καταλάβαινε». Τώρα σας καταλαβαίνει απολύτως και την
καταλαβαίνετε κι εσείς.
Σ’ αυτή λοιπόν τη σπάνια και απροσδόκητα ευνοϊκή περίπτωση
που βρίσκεστε, ένα μόνο πράγμα σάς ανησυχεί. Να μην πεθάνει η αγαπημένη σας
μητέρα. Τουλάχιστον να μην πεθάνει πριν από σας. Να είναι εκεί για να σας
κλείσει τα μάτια, όταν θα έρθει το μοιραίο. Για να μπορέσετε πεθαίνοντας να της
πείτε: «Ευχαριστώ, μαμά. Ήσουν πάντα στο πλάι μου».
Όπως είπε και ο ήρωας του σουρεάλ διηγήματός μου στους
γονείς του, όταν σε βαθιά γεράματα τους αποχαιρέτησε.
Εδώ το διήγημα:
Ο προορισμός του
Ματθαίου και της Μαργαρίτας Περέλ
Ο Ερρίκος Περέλ ξεψύχησε στις 2μμ, Κυριακή, 8 Μαΐου του
1953, σε ηλικία ενενήντα τεσσάρων ετών.
Οι συνθήκες του θανάτου του ήταν κάτι παραπάνω από ευνοϊκές.
Ο ήλιος έξω ήταν ζεστός και έλουζε με λαμπρά χρώματα τον κόσμο. Ο κήπος γύρω
από το σπίτι του ήταν φορτωμένος με τριαντάφυλλα και άλλα πολύχρωμα λουλούδια.
Τα πουλιά κελαηδούσαν ευτυχισμένα και πετούσαν από κλαρί σε κλαρί. Το ραδιόφωνο
που έτυχε να είναι ανοιχτό στις τελευταίες του στιγμές μετέδιδε τρυφερές
μελωδίες. Στο δωμάτιό του όλα ήταν λευκά και καθαρά. Η ατμόσφαιρα ανάδινε ένα
λεπτό άρωμα λεβάντας και καμιά οσμή θανάτου δεν πλανιόταν εκεί μέσα. Ο ίδιος ο Ερρίκος Περέλ δεν είχε πόνους
και δεν ένιωθε τίποτε από αυτά που προμηνύουν ένα κακό θάνατο. Με άλλα λόγια ο
Ερρίκος που είχε ζήσει ενενήντα τέσσερα χρόνια καλής ζωής πέθαινε τώρα το ίδιο
καλά.
Λίγα λεπτά πριν ξεψυχήσει, άνοιξε τα βλέφαρά του και κοίταξε
γύρω. Είδε τον πατέρα του Ματθαίο Περέλ όρθιο μπροστά στο παράθυρο να κοιτάζει
αφηρημένα έξω. Φορούσε το μπεζ κοστούμι του με την καφέ βελούδινη μπορντούρα
και κρατούσε στο χέρι τη σβηστή του πίπα. Πότε πότε την έφερνε στο στόμα του
και τη δάγκωνε, όπως το συνήθιζε. Έδειχνε όμορφος και γερός, όπως ήταν ακριβώς
τα τελευταία ογδόντα χρόνια.
Η μητέρα του Ερρίκου Μαργαρίτα στεκόταν δίπλα στο σύζυγό της
και έδειχνε κάπως ανήσυχη. Φορούσε τη ροζ μεταξωτή ρόμπα της και είχε λυμένα
στους ώμους τα πλούσια καστανά μαλλιά της.
-Μητέρα, ψιθύρισε ο Ερρίκος με δυσκολία.
Η Μαργαρίτα πλησίασε στο κρεβάτι και έσκυψε πάνω από το γιο
της.
-Πεθαίνω, είπε ο Ερρίκος και την κοίταξε με ανείπωτη
λατρεία.
Ο Ματθαίος Περέλ άφησε το παράθυρο και ήρθε κι αυτός κοντά
στο κρεβάτι.
-Τι είπε; ρώτησε τη γυναίκα του.
-Πεθαίνω, ξαναείπε ο Ερρίκος κοιτάζοντας τώρα και τους δυο
γονείς του.
Η Μαργαρίτα Περέλ έκανε ένα μορφασμό που θα κατέληγε αμέσως
σε αναφιλητά, αν δεν την προλάβαινε ο γιος της.
-Είμαι ευτυχισμένος, είπε.
Ο Ματθαίος Περέλ δάγκωσε μηχανικά την πίπα του. Η Μαργαρίτα
κάθισε στην άκρη του κρεβατιού και πήρε τα γερασμένα χέρια του γιου της στα
δικά της.
-Μη λυπάστε, είπε ο Ερρίκος με κόπο. Είμαι πια ενενήντα
τεσσάρων χρονών. Κάποτε έπρεπε να πεθάνω.
-Αχ, καλό μου παιδί, αναστέναξε η Μαργαρίτα Περέλ.
-Ανασήκωσέ με λίγο, μητέρα.
Η Μαργαρίτα έβαλε στην πλάτη του Ερρίκου μερικά μαλακά
μαξιλάρια και στύλωσε πάνω τους το λιπόσαρκο σώμα του.
-Αυτή είναι η ολοκληρωμένη ευτυχία, ψιθύρισε ο Ερρίκος και
άπλωσε τα χέρια προς τους γονείς του με τον αυθορμητισμό ενός βρέφους.
Ο πατέρας του πήρε το δεξί και η μητέρα του το αριστερό
χέρι. Έμειναν για λίγο ακίνητοι, σαν αρχαίο ανάγλυφο. Έπειτα ο Ερρίκος ψιθύρισε
ξανά:
-Πριν πεθάνω, θέλω να σας ευχαριστήσω για τη ζωή που μου
δώσατε.
Ο Ματθαίος Περέλ είπε:
-Κάναμε μόνο το καθήκον μας, παιδί μου.
Ο Ερρίκος κούνησε το κεφάλι:
-Δεν έχουν όλοι την τύχη μου. Γεννιέται κανείς ανάμεσα σε
άλλους και πεθαίνει ανάμεσα σε άλλους. Κι έτσι η ζωή γεμίζει πληγές. Εσείς
σταθήκατε στο πλάι μου ως το τέλος.
Η Μαργαρίτα Περέλ άφησε ένα πνιχτό αναφιλητό. Ο Ερρίκος
ξανάκλεισε εξαντλημένος τα μάτια.
-Ερρίκο; έκανε ο πατέρας του ανιχνευτικά.
Ο Ερρίκος άνοιξε τα μάτια:
-Πρέπει να είστε κι εσείς ευτυχισμένοι. Χαρήκατε το γιο σας
ως τα βαθιά του γεράματα.
Σήκωσε το τρεμάμενο χέρι του και τους ευλόγησε. Αμέσως μετά
ένας σπασμός διέτρεξε το κορμί του και πέθανε.
Η Μαργαρίτα Περέλ άφησε τότε το αναφιλητό της ελεύθερο.
Ακούμπησε το κεφάλι της στο στήθος του παιδιού της και έκλαψε για πολλή ώρα. Ο
Ματθαίος, πιο συγκρατημένος, σκούπισε δυο δάκρυα που κύλησαν από τα μάτια του
και αγκάλιασε τη γυναίκα του.
-Μην κλαις, Μαργαρίτα, είπε μαλακά. Ως μητέρα έχεις πια
ολοκληρωθεί. Τι άλλο θα μπορούσε να επιθυμήσει η καρδιά σου;
-Και τώρα; ρώτησε η Μαργαρίτα. Τι θα γίνουμε τώρα εμείς
χωρίς τον Ερρίκο;
-Ο Ερρίκος μας έζησε και πέθανε καλά. Το χρέος μας απέναντί
του έληξε με το θάνατό του, είπε ο Ματθαίος Περέλ.
Πήρε από το χέρι τη γυναίκα του και ανέβηκαν στην
κρεβατοκάμαρά τους.
-Δεν έχει πια νόημα να ζούμε, είπε ο Ματθαίος Περέλ
κλειδώνοντας την πόρτα. Ο προορισμός μας επί της γης τελείωσε.
Έμειναν σιωπηλοί στο σκοτάδι σαν σκιές χωρίς σάρκα. Μέσα σε
λίγη ώρα ο Ματθαίος και η Μαργαρίτα Περέλ είχαν μεταβληθεί σε σκόνη.
1986
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου