11/10/16

Λαός για παραμύθια. Η κηδεία του βασιλιά Παύλου





Από το 1964 μάς χωρίζουν μισός αιώνας και δύο χρόνια. Πολλοί από όσους ζούσαν τότε, δεν ζουν πια. Πολλοί από όσους διαβάζετε αυτές εδώ τις γραμμές, δεν είχατε ακόμα γεννηθεί Και πολλοί επίσης που ζούσαμε τότε εξακολουθούμε να είμαστε ζωντανοί. Εμείς οι τελευταίοι όμως έχουμε ξεχάσει πώς ζούσαμε εκείνα τα χρόνια. Έχουμε την ψευδαίσθηση ότι, μολονότι πολλά άλλαξαν ενδιαμέσως, όμως μερικά πράγματα παρέμειναν σταθερά.

Βλέποντας αυτό το φιλμ με την κηδεία του βασιλιά Παύλου διαπίστωσα ότι τίποτε δεν έμεινε σταθερό από εκείνη την εποχή εκτός από τα κτήρια της πρωτεύουσας. Οι Έλληνες του 1964 δεν είναι οι Έλληνες του 2016, ακόμα κι αν ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού που είναι σήμερα εδώ ήταν και τότε εκεί.


Δεν θα ασχοληθώ φυσικά με το Παλάτι και με όσα του καταλογίζονται σήμερα στις πολιτικές του παρεμβάσεις. Δεν θα καταγγείλω ούτε θα υπερασπίσω την οικογένεια Γκλύξμπουργκ, αυτό είναι δουλειά άλλων. Αυτό που με ενδιαφέρει είναι να επισημάνω το επίπεδο του λαού, στον οποίο μιλά ο αόρατος εκφωνητής του φιλμ, ένα επίπεδο που ευτυχώς από τότε ανέβηκε λιγάκι ή έστω άλλαξε. Θα το δούμε αυτό στη συνέχεια.

Η φωνή που συνοδεύει το φιλμ μάς είναι οικεία. Την ακούγαμε τότε πολύ συχνά στα επίκαιρα του κινηματογράφου και αργότερα στην τηλεόραση.

Εδώ, λόγω του θέματος που διαπραγματεύεται, η φωνή πάλλεται από συγκίνηση. Ιερή συγκίνηση θα τη χαρακτηρίζαμε, αν δεν ήταν τόσο πομπώδης και πλαστή, ώστε να μη μας αφήνει κανένα περιθώριο να συγκινηθούμε εμείς σήμερα. Προφανώς όμως οι Έλληνες του 1964 που παρακολούθησαν το φιλμάκι αυτό στους κινηματογράφους, μια και ακόμα τότε δεν υπήρχε η τηλεόραση, θα πρέπει να συγκινήθηκαν βαθιά και να δάκρυσαν.

Εντάξει, πρόκειται για ένα  θάνατο και μάλιστα όχι ενός τυχαίου προσώπου. Πρόκειται για τον θάνατο του βασιλιά. Ο Παύλος ήταν μάλλον συμπαθής στους περισσότερους Έλληνες τότε, ακόμα ίσως και σε εκείνους που αντιπαθούσαν τη βασιλεία. Φαίνεται ότι ήταν προσηνής και ευγενικός με τους άλλους, άσχετα αν το Παλάτι έπαιζε πολιτικά παιχνίδια.

Και γενικά ο θάνατος μαλακώνει τους ανθρώπους. Τα τυχόν συναισθήματα εχθρότητας προς τον τεθνεώτα αμβλύνονται, τουλάχιστον προσωρινά, καθώς ο θάνατος μάς υπενθυμίζει ότι η μοίρα όλων μας είναι τελικά κοινή.


Επανερχόμαστε όμως στο φιλμάκι για να κάνουμε τις παρατηρήσεις μας.

Η φωνή που το συνοδεύει είπαμε ότι τρέμει από την ιερή συγκίνηση. Επίσης είναι μια φωνή περήφανη, γιατί απευθύνεται σε ένα περιούσιο λαό (η λέξη «περιούσιος» ακούγεται σε κάποιο σημείο). Σε μερικά άλλα σημεία η φωνή έχει μια απόχρωση δέους μπροστά στο μεγαλείο του θανόντος, σε άλλα σημεία παρασύρεται σε ένα κρεσέντο ενθουσιασμού για το μεγάλο έργο που άφησε πίσω του, αλλού ακούγεται απαλή  (γλυκερή θα έλεγα), όταν αναφέρεται στην ανθρώπινη πλευρά του.

Αυτό που δεν έχει η φωνή είναι η απλότητα και η αμεσότητα που θα ήθελε ένας σημερινός θεατής. Δεν είναι καν σοβαρή, αν και διαπραγματεύεται ένα τόσο σοβαρό θέμα. Δεν είναι συγκρατημένη αφήνοντας τον θεατή να στοχαστεί πάνω στον θάνατο ενός ιστορικού προσώπου. Είναι μια κραυγαλέα φωνή που θέλει με το ζόρι να ξυπνήσει μέσα μας συναισθήματα. Είναι μια φωνή, θα το πω, πατριδοκάπηλη, που απευθύνεται σε ένα λαό με παιδική σκέψη και παιδικές αντιδράσεις.

Χρησιμοποιεί παραδόξως τη δημοτική γλώσσα σε μια εποχή που η δημοτική ήταν εξοβελιστέα από το επίσημο κράτος. Δεν είναι τυχαίο. Σκοπός της φωνής είναι να αγγίξει συναισθηματικά τον λαό, να τον φέρει κοντά της, να τον κάνει να συμμετάσχει στο πένθος. Για να το πετύχει αυτό, πρέπει να μιλήσει στη γλώσσα του. Και μπορώ να υποθέσω ότι τα καταφέρνει. Οι Έλληνες του 1964 έχουν ακόμα παιδική σκέψη, πολύ συναίσθημα, λίγη λογική, λίγη μόρφωση, πολλή φτώχεια. Η φωνή στοχεύει σ’ αυτές τις αδυναμίες του λαού και μάλλον δεν πέφτει έξω.

Η αφήγηση μοιάζει με παραμύθι για μικρά παιδιά. Παραλείπονται τα σοβαρά ιστορικά γεγονότα κι ακούμε για πριγκιπόπουλα και πριγκιποπούλες, για αγαθούς βασιλιάδες και για ένα ανοιχτόκαρδο λαό που λατρεύει τους βασιλικούς του άρχοντες. Βρίθουν μέχρις αηδίας οι κολακευτικοί επιθετικοί προσδιορισμοί και τα βαρύγδουπα επιρρήματα που  παρατάσσονται το ένα δίπλα στο άλλο. Ο συντάκτης (που δεν ξέρουμε ποιος είναι) προτιμά να τοποθετεί τους προσδιορισμούς μετά τα ουσιαστικά δίνοντας έτσι στο κείμενο μια χροιά ποιητική και διθυραμβική συγχρόνως. Για να τα καταλάβουμε όλα αυτά όμως, πρέπει να ακούμε τη φωνή παρακολουθώντας συγχρόνως και τις εικόνες του φιλμ.

Σήμερα, μια τέτοια περιγραφή κηδείας επισήμου προσώπου θα μας εξαγρίωνε με την αφέλειά της ή θα μας έκανε να ξεκαρδιστούμε στα γέλια.

Αλλάξαμε λοιπόν τόσο πολύ μέσα σε πενήντα τόσα χρόνια; Φαίνεται ότι ναι, αλλάξαμε πολύ, αλλάξαμε τελείως. Αν και διατηρούμε ακόμα την παιδική σκέψη και το πολύ συναίσθημα, όμως, επειδή από φτωχοί Βαλκάνιοι γίναμε Μεσογειακοί και μετά εν μέρει και Ευρωπαίοι, απαιτούμε σήμερα η πατριδοκαπηλία να είναι πιο κομψή, πιο σοφιστικέ και να περιέχει δυσνόητους όρους από την πολιτική και την οικονομική επιστήμη και όχι από μια λογοτεχνία άρλεκιν.

Ας δούμε τώρα τι λέει η φωνή και επιτρέψτε μου να παρεμβαίνω πού και πού και να σχολιάζω:

Πρώτα σκιρτήματα της άνοιξης στην Αττική, ύστατες πνοές ενός μεγάλου βασιλιά που σβήνει από τον κόσμο των ζωντανών αλλά όχι και από την καρδιά του λαού. Η γνώριμη γη στο Τατόι δέχτηκε στοργικά στην αγκαλιά της  το δημοκράτη βασιλιά.

Όμως όλα έχουν μια ιστορία και η ιστορία αρχίζει από χρόνια πιο παλιά, χρόνια ευτυχισμένα και αμέριμνα. Το πριγκιπόπουλο που μια μέρα θα βασίλευε σε μια περιούσια χώρα παίζει ξένοιαστα με τ’ αδέλφια του στη φαληριώτικη αμμουδιά.

(Μια φορά κι έναν καιρό ζούσε ένα ευτυχισμένο και αμέριμνο πριγκιπόπουλο που θα βασίλευε, άμα μεγάλωνε, σε μια περιούσια χώρα – εμείς είμαστε η περιούσια χώρα και όχι οι Εβραίοι. Καλά, εντάξει).

Σαν γνήσιος Έλληνας έχει μέσα του το πάθος της απέραντης γαλάζιας θάλασσας και αργότερα μπαίνει στη Ναυτική Σχολή σαν απλός δόκιμος.

(Απέραντη γαλάζια θάλασσα, αλλά τότε οι μισοί Έλληνες δεν ήξεραν να κολυμπούν και πνίγονταν. Και οι άλλοι μισοί ζούσαν στα βουνά και τα λαγκάδια και την έβλεπαν σε φωτογραφίες).

Ακολουθούν χρόνια ταραγμένα.
(Απόλυτη σιωπή για τα ταραγμένα αυτά χρόνια).

Στα 1935 συνοδεύει, διάδοχος πια, το Γεώργιο το Β΄ στη θριαμβική του επιστροφή που την έχει προετοιμάσει με αγάπη και ελπίδα ο ελληνικός λαός. Η ξενιτιά τού έχει μάθει καλά τη ζωή και έχει φουντώσει μέσα του τη λατρεία και την καυτερή νοσταλγία της ελληνικής πατρίδας.

(Με αγάπη και ελπίδα ο περιούσιος λαός έφερε πίσω τη βασιλική οικογένεια και σε λίγες δεκαετίες την έστειλε πάλι στην εξορία με νέα αγάπη και ελπίδα. Αλλά είναι και αυτή η καυτερή νοσταλγία και η λατρεία που φουντώνει στην καρδιά... Με κάτι τέτοια αποχαυνώνεται ένας λαός που δεν θέλει και πολύ να αποχαυνωθεί).

Απλός, κεφάτος, παντοτινά γελαστός ο διάδοχος Παύλος γίνεται το αγαπημένο παιδί του ανοιχτόκαρδου λαού του. Νιώθει τους πόνους του, ξέρει τους πόθους του και η καρδιά του χτυπά στον ίδιο παλμό.

(Είμαστε και ανοιχτόκαρδοι εμείς οι περιούσιοι, βεβαίως, άλλος ένας μύθος που μας ακολουθεί μέχρι σήμερα. Και γενικά σε όλο το φιλμ η φωνή μόνο τα καλύτερα έχει να πει για τον βασιλιά και τον λαό του. Αψεγάδιαστοι είμαστε όλοι).

Στα 1937 αρραβωνιάζεται μια χαριτωμένη πριγκιποπούλα κι ένα χρόνο αργότερα η Φρειδερίκη, πριγκίπισσα του Ανοβέρου, της Μεγάλης Βρετανίας και Ιρλανδίας, γίνεται γυναίκα του με τις ευλογίες και τις ευχές ενός ολόκληρου λαού. Έτσι μπαίνουν τα θεμέλια μιας ευτυχισμένης και χριστιανικής οικογένειας που οι λύπες και οι χαρές της γίνονται λύπες και χαρές κάθε οικογένειας ελληνικής.

(Είπαμε, πρόκειται για παραμύθι που τα έχει όλα: γελαστά πριγκιπόπουλα, όμορφες πριγκιποπούλες, γάμοι και χαρές, λαός που συμμετέχει στην καθημερινή ζωή της ευτυχισμένης βασιλικής οικογένειας, η οποία βεβαίως είναι και ορθόδοξη χριστιανική).



Στα δύσκολα χρόνια του πολέμου ο διάδοχος αγωνίζεται στο πλευρό του Γεωργίου, του μάρτυρα βασιλιά. Κι αργότερα, στη Μέση Ανατολή λαβαίνει μέρος στη γενναία καταδρομή του «Μιαούλη» στον Τάραντα με το ηρωικό πλήρωμά του.

Απρίλης 1947:ο Γεώργιος πέφτει στις επάλξεις του ελληνικού αγώνος. Στο θρόνο ανεβαίνει ο Παύλος κι όταν κατευοδώνει τον αδελφό του ως την τελευταία του κατοικία, γνωρίζει κιόλας ότι τον περιμένουν ημέρες πάλης, αγώνος, σκληρής προσπάθειας και αυταπάρνησης. Ο βασιλιάς είναι σε κάθε στιγμή στο λαό του κοντά, στην πρώτη γραμμή του πυρός, όταν οι κομμουνιστοσυμμορίται γίνονται αληθινή απειλή για την ελευθερία της πατρίδος.

(Ο Γεώργιος πέθανε από καρδιά πάντως και όχι στις επάλξεις του ελληνικού αγώνος. Υπονοείται εδώ ο εμφύλιος. Χαρακτηριστική η λέξη «κομμουνιστοσυμμορίται» που κατά παράβαση της γλώσσας του ομιλητή εκφέρεται στην καθαρεύουσα.
Στην κηδεία διακρίνω τον Σοφοκλή Βενιζέλο, τον Γεώργιο Παπανδρέου και τον Ιωάννη Κανελλόπουλο).

Στα ερείπια των νησιών, όταν η θεομηνία των σεισμών ξεσπά.

Κάθε γωνιά της Ελλάδος τού είναι γνώριμη και αγαπημένη και κάθε Έλληνας φίλος και αδελφός. Έτσι τον βλέπει, έτσι τον δέχεται, έτσι τον νιώθει.

(Χονδροειδής προσπάθεια ανακίνησης συναισθημάτων συνοδευόμενη από σκηνές όπου ο λαός ραίνει το βασιλικό ζεύγος με ροδοπέταλα. Εμ, τέτοια κουτορνίθια ήμασταν, να ραίνουμε με άνθη δυο ανθρώπους που περνούν από μπροστά μας. Κι όμως, είναι ήδη 1964, όχι 1004).

Όταν η χώρα μπαίνει σε ένα δρόμο δημιουργικό, ο βασιλεύς Παύλος αγωνίζεται να εξασφαλίσει συμπαραστάτες στο εξωτερικό. Με τα ταξίδια του φέρνει στις ξένες χώρες το μήνυμα του ελληνικού λαού, εγκάρδιο, τίμιο, θερμό που το εκφράζει πλατύ, αγαθό και ακαταμάχητο. Ο ξένος κόσμος τιμά την πίστη και την αφοσίωση στο λαό και η χώρα του τιμά το φιλοσοφημένο πνεύμα του και τις άοκνες προσπάθειές του για την πρόοδο των ελληνικών επιστημών.

(Εμείς, ως περιούσιος λαός, είμαστε εννοείται εγκάρδιοι, τίμιοι και θερμοί και το μήνυμά μας προς τους ξένους είναι πλατύ, αγαθό και ακαταμάχητο. Πέφτουν βροχή οι προσδιορισμοί και εμείς πια δεν είμαστε έθνος ανθρώπων, είμαστε έθνος αγγέλων.
Βλέπουμε  τον Παύλο να γίνεται δεκτός από τον Πάπα Ιωάννη ΚΓ΄ ).

Η ζωή τού δίνει μερικές χαρές σαν πατέρα και σαν βασιλιά. Όταν ενηλικιώνεται ο Κωνσταντίνος, νιώθει περηφάνια, ξέρει ότι ανέθρεψε για την πατρίδα έναν άξιο αρχηγό.

(Τελετή ορκωμοσίας του διαδόχου Κωνσταντίνου ως αξιωματικού των τριών Όπλων. Το μέλλον όμως άδηλο. Τα τρία Όπλα θα τα αρπάξουν πολύ σύντομα οι συνταγματάρχες και η Ιστορία θα κάνει μια απόκλιση στην ευθεία πορεία της. Προς το παρόν τίποτα δεν φαίνεται στον ορίζοντα).

Στα 1960 ο Κωνσταντίνος επιστρέφει Ολυμπιονίκης. Έχει αναστήσει το θρύλο που πριν τρεις χιλιάδες χρόνια ξεπήδησε από τα μέρη αυτά. Στιγμή αξέχαστη και ακριβή για τον πατέρα και βασιλιά.

(Αξέχαστη και ακριβή μπορεί να είναι η στιγμή για τον πατέρα και βασιλιά, αλλά ο ομιλητής πάνω στον οίστρο του ξέχασε ότι τον θρύλο τον είχε ήδη αναστήσει ο Λούης και άλλοι 59 Ολυμπιονίκες που πήραν χρυσά, ασημένια και χάλκινα μετάλλια στους προ του 1960 Ολυμπιακούς αγώνες).

Οι γάμοι της πριγκίπισσας Σοφίας τού δίνουν την ικανοποίηση που κάθε καλός πατέρας νιώθει στην αποκατάσταση θυγατέρας αγαπημένης και τρυφερής.

Είναι κιόλας εικοσιπέντε χρόνια οικογενειάρχης. Το γεγονός εορτάζεται σε τελετή σεμνή.

(Οι ανθρώπινες στιγμές του Άνακτα. Είναι λοιπόν κι αυτός ένας από μας. Το ξέρουμε. Το νιώθουμε. Συμμετέχουμε θερμά).



Κυλάει ο χρόνος. Η Ελλάδα ανεβαίνει αργά και δύσκολα το δρόμο της ανοικοδόμησης και της περισυλλογής. Ο βασιλιάς αγρυπνεί.

(Εδώ υπονοείται ότι η Ελλάδα προσπαθεί να αποσείσει τη βαλκανική της ταυτότητα. Κάτι γίνεται, αλλά ακόμα είναι νωρίς. Οι Έλληνες παραμένουν με ψυχισμό Βαλκάνιου).

Όταν ορκίζει τη νέα κυβέρνηση θα πει: «Ελευθερία και ειρήνη είναι τα ιδεώδη, εις τα οποία πιστεύει η Ελλάς».

(Ο Παύλος είναι ήδη καταρρακωμένος από την αρρώστια. Με δυσκολία υποβαστάζεται για να ορκίσει την κυβέρνηση Γεωργίου Παπανδρέου. Τίποτε σχετικό δεν αναφέρεται εδώ).

Λίγες μέρες μετά, ήρεμος, γαλήνιος και ατρόμητος μπροστά στον Υπέρτατο Κριτή ο βασιλιάς θα αποχαιρετήσει το λαό του και θα φύγει ήσυχα και απλά από τη ζωή.

(Δυστυχώς ο Παύλος δεν πέθανε ήσυχα και απλά. Πέθανε με φρικτούς πόνους. Η μεταφορά της εικόνας της Παναγίας από την Τήνο – τι ιδεοληψία, άξια της τσαρικής Ρωσίας και του Ρασπούτιν είναι αυτή; - δεν θεράπευσε τον ετοιμοθάνατο βασιλιά. Στο φιλμ σιωπή ιχθύος για τη μεσαιωνική αυτή πράξη που υποθέτω θα συγκίνησε βαθέως τον περιούσιο λαό).



Πένθιμα θα χτυπήσουν οι καμπάνες, βροντερά θα αντηχήσουν από το Λυκαβηττό οι κανονιοβολισμοί κι ο κόσμος θα ξεχυθεί στους δρόμους να κατευοδώσει για πάντα πια το βασιλιά που αγάπησε, που στο πλάι του αγωνίστηκε, που μαζί του χάρηκε, που μ’ αυτόν ευτύχησε και που ποτέ δεν θα τον ξεχάσει.



(Εδώ έχουμε ποιητική έξαρση της φωνής.
Πάντως, για να πούμε την αλήθεια,  σχεδόν ένα εκατομμύριο κόσμος παρακολούθησε την κηδεία. Βλέποντας το φιλμ σημειώνω:
Τη μακριά ουρά των απλών πολιτών έξω από τη Μητρόπολη που περιμένουν υπομονετικά να δώσουν τον τελευταίο ασπασμό στον βασιλιά. Ο φακός δείχνει από κοντά μερικούς. Είναι κυρίως νέοι άνθρωποι, άνδρες και γυναίκες.
Μέσα στο ναό οι επίσημοι παρακολουθούν την εξόδιο ακολουθία. Η Φρειδερίκη με μαύρη πλερέζα.



 Οι ιερείς ψάλλουν: «Αιωνία αυτού η μνήμη» και είναι από τις λίγες φορές που αυτή η φράση ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα, εφόσον το όνομα του Παύλου ως βασιλιά θα καταγραφεί στην Ιστορία).

Στην πόρτα της εκκλησίας ο Κωνσταντίνος αποδίδει στο βασιλιά πατέρα του ύστατο χαιρετισμό.

Το φέρετρο τοποθετείται στον κιλλίβα, η γαλάζια και λευκή σημαία το σκεπάζει και πάνω του στραφτοκοπά το στέμμα που εκείνος τίμησε και λάμπρυνε.

(«Στον κιλλίβαντα» έπρεπε να πει η φωνή, αλλά θα ακουγόταν μάλλον πολύ πομπώδης η λέξη για ένα αγράμματο κοινό. Σημειώνουμε τα ρήματα «στραφτοκοπά», «τίμησε και λάμπρυνε». Θάμπος...
Η νεκρική πομπή διασχίζει τους δρόμους της Αθήνας.  Στα μπαλκόνια και στα παράθυρα συνωστίζονται οι πολίτες και πλήθη λαού ακολουθούν την πομπή. Ο φακός εστιάζει σε κάποιους. Μερικοί σταυροκοπιούνται. Μια νεαρή γυναίκα που φορά μαντίλα σκουπίζει τη μύτη της. Δείχνει συγκινημένη. Δίπλα της ένα κορίτσι παρακολουθεί την πομπή. Είναι κι αυτό συγκινημένο. Μια ηλικιωμένη γυναίκα μαυροφορεμένη και με μαύρη μαντίλα σκουπίζει τα δάκρυά της. Πίσω της μια μεσόκοπη παρακολουθεί βαρύθυμη. Κι άλλες νεαρές γυναίκες και αγόρια με κουρεμένα κεφάλια).

Πεζή πορεύονται ακολουθώντας βουλευτές και πρίγκιπες και ηγέτες λαών και εθνών από τα πέρατα της γης.

(«Από τα πέρατα της γης», όπως λένε και τα παραμύθια.
Διακρίνω τον Μακάριο. Πιο κάτω τον πρίγκιπα Ρενιέ.  Τον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη, πανύψηλος ανάμεσα σε άλλους. Πίσω του μάλλον βαδίζει ο Ανδρέας Παπανδρέου. Αν δεν κάνω λάθος, διακρίνω και τον Γεώργιο Μαύρο. Και κάποιον επίσης γνωστό πολιτικό, πώς τον λένε; Δεν θυμάμαι. Σε λιμουζίνα ο Γεώργιος Παπανδρέου και δίπλα του γνωστός πολιτικός, δεν θυμάμαι ούτε κι εκείνου το όνομα. Κάποιος πάντως από τους δύο είναι ο Ηλίας Τσιριμώκος. Μακαρίτες όλοι αυτοί σήμερα πλην του αιωνόβιου Μητσοτάκη.
Κανείς βασιλιάς δεν παρευρίσκεται στην κηδεία).




Αργά και ήρεμα οδεύει στην τελευταία κατοικία του ο Παύλος ο Α΄ , της Ελλάδος βασιλιάς.

(Το παπαδαριό συνοδεύει την πομπή ντυμένο τα καλά του. Άπειρο παπαδαριό. Μακαρίτες όλοι σήμερα αυτοί οι μεσόκοποι ιερείς που συνόδευαν τον μακαρίτη).

Ο αττικός ουρανός φύλαξε γι’ αυτόν το χρυσαφένιο φως του και το ξοδεύει σπάταλα, δώρο ταιριαστό στον άνακτα που είχε πάντα μόνο ήλιο στην καρδιά.

Κάτω από τις ψηλές ιτιές του Τατοΐου θα αναπαυθεί για πάντα ο αγαπημένος βασιλιάς. Κι αποκεί τ’ αγέρι θα φέρνει την πνοή του να συμβουλεύει, να φωτίζει, να οδηγεί το νέο βασιλιά. 

(Νέα ποιητική έξαρση της φωνής. Με λίγωσε πια τόσο μελό.

Στα τελευταία δευτερόλεπτα του φιλμ ξαναβλέπουμε την ορκωμοσία του διαδόχου Κωνσταντίνου ως αξιωματικού των τριών Όπλων και ακούμε τη φωνή του βασιλιά Παύλου).

«Κωνσταντίνε,
ο Θεός ηυδόκησε να προορίση σε, όπως βασιλεύσης των Ελλήνων, του ενδόξου, αρίστου και ευγενούς λαού ημών».

Ο βασιλιάς Παύλος πέθανε στις 6 Μαρτίου του 1964, σε ηλικία 63 ετών από καρκίνο του στομάχου. Παρά τα όσα γλυκανάλατα ακούμε στο φιλμ, πέθανε με οδυνηρό τρόπο.

Η εφημερίδα Ελευθερία γράφει στις 13 Μαρτίου:
 "Ο βασιλιάς εκηδεύθη χθες από τον Μητροπολιτικόν Ναόν Αθηνών και ενεταφιάσθη εν συνεχεία εις τον χώρον των βασιλικών τάφων του Τατοΐου. Πρωτοφανής συρροή κόσμου πάσης τάξεως, ο οποίος είχε κατακλύσει την περιοχήν την οποίαν θα ηκολούθη η πομπή, βαθεία συγκίνησις και παρουσία πολυαρίθμων αρχηγών ξένων κρατών και προσωπικοτήτων εχαρακτήρισαν την κηδείαν. Η επίσημος πομπή ετερματίσθη εις την λεωφόρον Βασιλίσσης Σοφίας, εις το ύψος του ξενοδοχείου "Χίλτον", όπου ο κιλλίβας τηλεβόλου, ο φέρων την σορόν, συρόμενος μέχρις εκείνης της στιγμής υπό ναυτών, προσεδέθη εις στρατιωτικόν όχημα και ωδηγήθη εις το Τατόι. Κατά τον ενταφιασμόν παρίσταντο τα μέλη της βασιλικής οικογενείας, ο πρωθυπουργός κ. Γ. Παπανδρέου, ο πρόεδρος της Βουλής κ. Ηλ. Τσιριμώκος και ξένοι αρχηγοί κρατών ή εκπρόσωποι αυτών".

Και η Καθημερινή σε σχόλιό της αναφέρει:
"Άπειρα πλήθη συνεκεντρώθησαν χθες κατά μήκος των οδών από τας οποίας θα διήρχετο η νεκρική πομπή, δια να απευθύνουν τον ύστατον χαιρετισμόν προς τον Βασιλέα Παύλον. Θα ήτο δυνατόν να υποστηριχθή, ότι δια πρώτην φοράν εις την ελληνικήν πρωτεύουσαν εσημειώθη τοιαύτη αυθόρμητος προσέλευσις λαϊκών μαζών. Και αι μάζαι προσήλθον, από όρθρου βαθέος, δια να εκδηλώσουν την βαθυτάτην θλίψιν των και να συνενώσουν τας ευχάς των με εκείνας της Εκκλησίας υπέρ αναπαύσεως της ψυχής του αειμνήστου Βασιλέως...".

Όπως βλέπουμε, οι εφημερίδες τουλάχιστον υπήρξαν πιο ψύχραιμες.

Και τώρα δείτε το φιλμ. Δείτε την Ελλάδα του 1964. Αξίζει τον κόπο:




2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Αγαπητή μου,καθένας έχει τις συμπάθειες και τις αντιπάθειές του'θεωρώ αρκετά υπερβολικές τις τοποθετήσεις σας σε αυτό το κείμενο-επειδή μάλιστα σε άλλα σας
κείμενα διαπίστωσα το σημαντικό σας τάλαντο στο γράψιμο,μπορώ να πώ ότι εκπλήσσομαι!
Εγώ γεννήθηκα αρκετά αργότερα από το γεγονός που σχολιάζετε και εξεπλάγην από άλλα
πιο πρόσφατα πρόσωπα της πολιτικής ζωής που παλιά νόμιζα ότι ήταν ευεργετικές πολιτικές περιπτώσεις'για τη βασιλεία που στα καθ'ημάς διακόπηκε πριν γεννηθω και πάντα μου την παρουσίαζαν ως κακή,επιφυλάσσομαι ν'απαντήσω.
Προφανώς,αφού κοιμήθηκε κάποιο βασιλικό πρόσωπο θα υπήρχε εκφωνητής στο τηλεοπτικό σποτ της κηδείας(σπότ λέγεται;δεν είμαι σίγουρος)'αν
ήταν δηλαδή το τηλεοπτικό αυτό σποτ βουβό θα μπορούσαμε κατ'αντιστοιχία να λέγαμε:"πω-πω,θλίψη βουβή,ασήκωτη,τι χρειάζεται εκφωνητής;αφού δεν υπάρχουν λόγια να παρηγορηθεί αυτός ο λαός'μόνο να βλέπει
τις εικόνες και να πενθεί,βουβός κι αυτός,βουβός κι ο εκφωνητής,βουβή κι η θλίψη"και να ζητούσαμε ήχο.Άρα αφού υπάρχει
εκφωνητής και αυτός ο συγκεκριμένος-γιατί τον έχω ακούσει κι εγώ σε πολλά ντοκουμέντα
παλιά με ήχο-έτσι εκφωνούσε πάντοτε,νομίζω ότι το έπραττε σε συμφωνία με αυτά που θα ανέμενε
τότε ο κόσμος απ'αυτόν.Τώρα συγγνώμη,αλλά βασιλέας εκοιμήθη,εδώ αγώνα ποδοσφαιρικό αγώνα να ακούει κανείς θα περιμένει κάτι περισσότερο απο τον εκφωνητή απο το να πεί απλά:"μπήκε γκόλ" ή "έγινε πάσα",θα θέλει μεγαλοπρέπεια'εξάλλου ο βασιλέας αυτός πρέπει να ήταν και λαοφιλής(ένα εκατομμύριο κόσμος παρών;).Το βίντεο της
κηδείας αυτής το έριξα μια ματιά,δεν το είδα ολόκληρο,πάντως μου έκανε εντύπωση ότι,
ενώ ο κόσμος τότε ήταν πολύ πιο θρήσκος απ'ό,τι σήμερα και εκκλησιαζόταν συχνά,παρουσιάζεται ένα ικανό μέρος απ'την τελετή της κηδείας-ενώ τότε όλοι πήγαιναν στην εκκλησία ανελλιπώς και θα είχαν ξαναδεί τελετή κηδείας ίσως και χιλιάδες φορές.
Επιτρέψτε μου την ανωνυμία σ'αυτό το σχόλιο.Γειά και χαρά σας.Να είστε πάντα καλά.

Unknown είπε...

Ωραιότατες οι φωτογραφίες αλλά κύρια Βασιλάκου σχολιάζετε Μαλβινικώς και νομίζετε πως παίρνετε λίγη απ΄την αιωνιότητα του γεγονότος.. Το .. "παπαδαριό " στην κηδεία του Ορθόδοξου Βασιλιά σου κάνει εντύπωση αλλά που να πάρεις τη γλώσσα σου να σχολιάσεις το αντίστοιχο παπαδαριό σε αντίστοιχες περιπτώσεις της Αγγλίας..Είναι που εσένα δε σε γέννησαν Βαλκάνιοι ααλλά Σκανδιναβοί,,,