Εσείς
δεν το ακούτε,
το
ακούω εγώ
που
κλαίει λυπητερά
και
με τα μαύρα νύχια του
σκάβει
το χώμα,
πιάνει
τη σιδερένια πόρτα,
την
τραντάζει,
γυροφέρνει
στο κελί,
τραβά
τις αλυσίδες του
και
τρέχουν δάκρυα
από
τα μάτια του,
όταν
μ’ εκλιπαρεί.
Το
λυπάμαι ώρες-ώρες.
Ξέρω
πως είναι πεινασμένο,
για
την ακρίβεια λιμοκτονεί,
αλλά
δεν λέει να πεθάνει,
όπως
βαθιά το εύχομαι,
μόνο
ουρλιάζει θλιβερά,
λυπητερά
και
σπαρταρά
μέσα
στις αλυσίδες του
και
με κοιτάζει
με παράπονο.
Σκίζεται
η καρδιά μου,
σας
το ορκίζομαι,
έτσι
καθώς το ακούω να γρούζει
με
τις πληγές του ανοιχτές,
ανήμπορο
να
κλαίει
για
την κακή του μοίρα.
Όμως
το αφήνω εκεί
κλεισμένο,
κλειδαμπαρωμένο,
μοναχό,
το
αφήνω εκεί
να
τρώει τα κομμάτια του
από
την πείνα,
να
σκίζει μόνο του
τις
σάρκες του,
να
κλαίει γοερά,
να
ουρλιάζει.
Εκεί
το αφήνω.
Γιατί,
αν
το ελευθερώσω,
Θεέ
μου,
αν
το ελευθερώσω,
Θεέ
μου,
πώς
φοβάμαι να το ελευθερώσω,
Θεέ
μου,
τι
ανόσιες ηδονές,
τι
τυραννία,
τι
αμαρτίες μεθυστικές
είναι
έτοιμο
να
μου χαρίσει.
8 σχόλια:
Εξαιρετικό!
Ελένη Φλογερά, σε ευχαριστώ.
Για κατι που θα μπορουσε καποιος να σας κατηγορησει ειναι οτι ειστε
Αθερατευτα Ειλικρινεις !!!
captAris, στην τέχνη δεν χωράνε ψέματα.
Μακάριοι οι πραείς...
Από λάθος μου διέγραψα σχόλια.
Ζητώ συγγνώμη.
Δημοσίευση σχολίου