Την εποχή που ο Θανάσης Βέγγος και οι άλλοι συνάδελφοί του κωμικοί γέμιζαν τις κινηματογραφικές αίθουσες και χάριζαν στους απλούς Έλληνες αβίαστο το γέλιο, η διανόηση στην Ελλάδα τούς αγνοούσε επιδεικτικά.
Γενικώς η διανόηση στην Ελλάδα πάσχει από το σύνδρομο «μη με πουν φτηνό» και προσέχει πολύ τη δημόσια εικόνα της. Ο Βέγγος και οι συνάδελφοί του ήταν λαϊκοί κωμικοί, άρεσαν πολύ στην πλέμπα, άρα δεν ήταν δυνατόν οι διανοούμενοί μας να καταδεχτούν να ασχοληθούν μαζί τους. Οι ελληνικές κωμωδίες, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, αντιμετωπίζονταν με σιωπή και περιφρόνηση, άσχετα ότι ο κόσμος έτρεχε να τις δει και είχε ήδη κάνει είδωλα τους πρωταγωνιστές κωμικούς μας.
Η μοίρα αυτών των ταινιών ήταν να αφεθούν στη λήθη. Με την πάροδο του χρόνου και καθώς θα έρχονταν στη ζωή οι νέες γενιές των Ελλήνων, οι κωμικοί της ασπρόμαυρης κωμωδίας θα ξεχνιούνταν σιγά-σιγά, καθώς οι παλιοί θεατές θα γερνούσαν και θα έφευγαν από τη ζωή.
Για καλή τύχη όλων όμως, τον καιρό που η ελληνική κωμωδία ξέφτιζε πια και ξέπεφτε σε έγχρωμες κουταμάρες, εμφανίστηκε η τηλεόραση που μη έχοντας πώς να γεμίσει τον απέραντο τηλεοπτικό της χρόνο, άρχισε να ξεθάβει τις παλιές ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες.
Στην αρχή το τηλεοπτικό κοινό τις παρακολουθούσε συγκαταβατικά. Κάτι του θύμιζαν από ένα παρελθόν γραφικό και φτωχικό, οι ηθοποιοί που έπαιζαν είχαν τη γοητεία του παλιού και του ξεχασμένου, οι πιο μεγάλοι σε ηλικία ένιωθαν μια οικειότητα, οι νεότεροι μια περιέργεια. Μετά, σιγά-σιγά έγινε η αυτόματη επιλογή. Οι μελό ταινίες παραγκωνίστηκαν, ήταν ανόητες. Οι κωμωδίες όμως, τουλάχιστον οι περισσότερες (γιατί είχαν γυριστεί και χονδροειδή κατασκευάσματα) είχαν γούστο. Όσο τις βλέπαμε, τόσο πιο πολύ ανακαλύπταμε ότι ήταν έξυπνες, είχαν ωραίες ατάκες και οι κωμικοί ηθοποιοί έβγαζαν γνήσιο γέλιο.
Οι ασπρόμαυρες ελληνικές κωμωδίες δικαιώθηκαν τελικά μέσα από την τηλεόραση. Οι νέοι διανοούμενοι αναγκάστηκαν να τις προσέξουν. Αναγκάστηκαν να παραδεχτούν ότι ήταν καλές ταινίες. Εν τω μεταξύ όμως πολλοί από τους καταπληκτικούς αυτούς κωμικούς είχαν φύγει από τη ζωή και δεν πρόλαβαν να χαρούν αυτή τη δικαίωση. Άλλοι πιο τυχεροί ζούσαν ακόμα, πολλοί από αυτούς παροπλισμένοι πια.
Σήμερα βλέποντας και ξαναβλέποντας αυτά τα μικρά έργα τέχνης, συνεχίζουμε να γελάμε με τις ίδιες ατάκες, με τους ίδιους μορφασμούς, με τις ίδιες αστείες σκηνές κι ας τις ξέρουμε πια απέξω. Οι σεναριογράφοι αυτών των ταινιών σκοπό είχαν να μας κάνουν να γελάσουμε, αλλά παράλληλα μέσα από έξυπνα σενάρια καταγγέλλοντας τις κοινωνικές προλήψεις σηματοδοτούσαν το τέλος μιας εποχής και το ξεκίνημα μιας άλλης: ο αδελφός που δεν μπορεί να παντρευτεί, αν δεν παντρέψει πρώτα την αδελφή του, η απαρχαιωμένη βεντέτα μεταξύ οικογενειών, η γυναίκα που παρά τις αντιρρήσεις των αρσενικών μελών της οικογένειας θέλει να εργαστεί, ο πατέρας που δυσανασχετεί, επειδή η κόρη του βγαίνει με παρέες, ο σύζυγος που ζηλεύει τη μοντέρνα σύζυγό του, οι συντηρητικοί γονείς που δεν καταλαβαίνουν τα παιδιά τους, η σπιτωμένη αγαπητικιά που αντιμετωπίζει την κοινωνική περιφρόνηση. Οι πολιτικές αναφορές είναι εννοείται ελάχιστες. Η ελληνική κοινωνία μόλις έχει βγει από τον εμφύλιο και επουλώνει τα τραύματά της. Πού και πού όμως κάτι θα πάρει το αυτί μας.
Η εξέλιξη της ασπρόμαυρης κωμωδίας σε έγχρωμη - που συμπίπτει με την εποχή της χούντας και αυτό δεν είναι άσχετο - συμβαδίζει και με την παρακμή της. Το σενάριο είναι αφελές, οι διάλογοι άνοστοι και οι καλοί κωμικοί μας κάνουν ό,τι μπορούν για να βγάλουν γέλιο από το τίποτα. Πολλές φορές τα καταφέρνουν, γιατί είναι ταλαντούχοι.
Η περίπτωση του Θανάση Βέγγου, για να επανέλθουμε στον πολύ αγαπημένο στους Έλληνες κωμικό, ήταν λίγο διαφορετική. Ο άνθρωπος αυτός ευτύχησε να δικαιωθεί εν ζωή και μάλιστα να χαρεί αυτή τη δικαίωση για πολλές δεκαετίες.
Διαβάζω στη βιογραφία του ότι τιμήθηκε με το βραβείο της Ένωσης Ελλήνων Κριτικών το 1962. Αυτή η βράβευση δεν νομίζω ότι έγινε γνωστή ούτε επηρέασε τα καλλιεργημένα πνεύματα του τόπου μας. Βέβαια είχε ήδη παίξει ένα μικρό ρόλο στο «Δράκο» του Κούνδουρου και στο «Ποτέ την Κυριακή» του Ντασέν, αλλά και πάλι αυτό δεν επηρέασε τη γνώμη κανενός.
Η αναγνώριση του Θανάση Βέγγου από τη διανόηση ξεκίνησε ξαφνικά το 1970, ενώ αυτός έπαιζε ήδη στον κινηματογράφο 16 χρόνια και είχε γυρίσει 82 ταινίες. «Ο τρελός του Λούνα Παρκ», ένα θεατρικό έργο που είχε γράψει ο Γιώργος Λαζαρίδης, έσπασε τα ταμεία εκείνη τη χρονιά και το καλλιεργημένο κοινό πληροφορήθηκε ότι ο Βέγγος έδινε εδώ πραγματικό ρεσιτάλ ηθοποιίας. Η αναβάθμισή του στο χώρο της διανόησης επισημοποιήθηκε την επόμενη χρονιά, το 1971, όταν πήρε στο φεστιβάλ κινηματογράφου Θεσσαλονίκης το βραβείο του Α΄ ανδρικού ρόλου στην ταινία «Τι έκανες στον πόλεμο, Θανάση;» του Ντίνου Κατσουρίδη. Από τότε και για τα επόμενα σαράντα χρόνια –δεν είναι λίγα- ο Θανάσης Βέγγος ακολούθησε μια ανοδική πορεία στις συνειδήσεις των διανοουμένων, οι οποίοι αναγνώρισαν το εκπληκτικό του ταλέντο και το επαίνεσαν παρά τη δυσφορία τους, κάθε φορά που έφερναν στο μυαλό τους το φαλακρό πράκτορα Θου Βου.
Η βαριά ευθύνη που έπεσε στους ώμους του καλού αυτού κωμικού τον υποχρέωσε να αλλάξει ρότα. Τώρα έπρεπε να ικανοποιήσει ένα διαφορετικό κοινό, πιο ιντελεκτουέλ. Οι ταινίες που θα γυρίσει στη συνέχεια, μπορεί να έχουν πιο σαφή κοινωνικά μηνύματα, έχουν όμως όλο και λιγότερο γέλιο. Στο τέλος δεν έχουν καθόλου, είναι σοβαρές.
Όμως, τώρα που ο Θανάσης Βέγγος δεν είναι πια ανάμεσά μας, εμείς θα εξακολουθήσουμε να τον θυμόμαστε σε κείνες τις παλιές ασπρόμαυρες κωμωδίες με το άτεχνο πολλές φορές σενάριο, όπου εκείνος αυτοσχεδιάζοντας τρελά και σουρεαλιστικά έπλασε ένα ανεπανάληπτο και μοναδικό τύπο ανθρώπου.
«Μαανούλαα!»
2 σχόλια:
Ήταν απίθανος!
Και μόνο το όνομα "Βέγγος" με τη μετωνυμική πλέον σημασία του θα μας τον θυμίζει πάντα.
Έχεις δίκιο, AKG. Λες Βέγγος και σου έρχεται να γελάσεις.
Δημοσίευση σχολίου