30/9/25

Ίλαμ 6: Γιατί εμένα;



Πίνεις το ουίσκι σου γουλιά γουλιά και λούζεσαι κάτω από ένα μπλε αστραφτερό φως. Έχεις περάσει στον χώρο της μαγείας και όλος ο υπόλοιπος κόσμος έχει βυθιστεί στα Τάρταρα.

 

Σου μιλά αυτός που είναι απέναντί σου κι εσύ απαντάς μηχανικά, έχεις χάσει τον εαυτό σου. Κι αυτός που είναι απέναντί σου το ξέρει: μια βραδιά ακόμα που θα περάσει με μια άγνωστη τρελή και που δεν πρόκειται να ξαναδεί ποτέ. Και η άγνωστη τρελή το ξέρει κι αυτή. Και δεν τη νοιάζει καθόλου.

 

Το μπλε του κοβάλτιου. Δεν υπάρχει πιο ωραία απόχρωση του μπλε από αυτήν. Είναι μαγική, είναι σαγηνευτική. Φαντάσου να σε κοιτάζουν δυο μάτια που οι ίριδές τους είναι δυο πολύτιμες πέτρες από ζαφείρι στο χρώμα του κοβάλτιου.

               

Γύρω ο κόσμος συζητούσε εύθυμα, έπιναν, γελούσαν, κάποιοι μας κοίταξαν, μετά ασχολήθηκαν με την παρέα τους, η σάλα του ξενοδοχείου ήταν γεμάτη από παράγοντες, από σημαίνοντες, από ανθρώπους ξένους που μιλούσαν αγγλικά, δεν καταλάβαινα τι έλεγαν.

 

Αυτός με κοίταζε ίσια στα μάτια. Ένιωσα μέσα μου να γκρεμίζονται βουνά, μου μιλούσε κι εγώ κοίταζα τα μπλε του μάτια. Κάτι μου έλεγε, αλλά δεν καταλάβαινα τι.

 

Είπα από μέσα μου «θέλω να πεθάνω τώρα». Με πήρε από το χέρι και μ’ έβαλε να καθίσω σε μια πολυθρόνα. Έσκυψε από πάνω μου. «Δεν αισθάνεσαι καλά;» με ρώτησε και το βλέμμα του βάθαινε συνέχεια μέσα μου, έφτασε ως τα σπλάχνα μου. Είπα ξέψυχα: «Ναι», μετά είπα «όχι», μετά αυθόρμητα ρώτησα: «Γιατί εμένα;»

 

Κούνησε το κεφάλι σαν να μην καταλάβαινε.

 

-Θέλεις να ξαπλώσεις;

-Γιατί εμένα; ψιθύρισα.

-Δεν αντέχεις το ποτό, αυτό είναι. Πάμε στη σουίτα μου, θα σε βάλω να ξαπλώσεις και θα παραγγείλω ένα δυνατό καφέ.

 

Γιατί εμένα; Σκεφτόμουν, καθώς ανεβαίναμε με το ασανσέρ και ήξερα τι θα επακολουθούσε και δεν μ’ ένοιαζε και το ήθελα και δεν έδινα δεκάρα για οτιδήποτε άλλο.


(Συνεχίζεται)



 

 

 

29/9/25

Ίλαμ 5: Αναδρομή

 



Με τον φίλο μου τον Μάνο είχαμε συναντηθεί τυχαία έξω από το πολυτελές ξενοδοχείο, εκεί που έμενε ο Ίλαμ. Τον είχε στείλει το περιοδικό όπου δούλευε τότε να του πάρει μερικές φωτογραφίες. Ο Ίλαμ θα παρουσίαζε την Ακρόπολη σε ένα ντοκιμαντέρ για λογαριασμό ενός μεγάλου αμερικάνικου τηλεοπτικού καναλιού.

 

-Να έρθω μαζί σου; τον ρώτησα. Θέλω πολύ να τον δω από κοντά.

 

Ο Μάνος δίστασε προς στιγμήν, μετά δέχτηκε.

-Θα σε παρουσιάσω ως βοηθό μου, είπε.

 

Μέσα στη σάλα του ξενοδοχείου κόσμος πολύς, δημοσιογράφοι, φωτογράφοι, διάφοροι παράγοντες Αμερικάνοι, κάποιοι Έλληνες, ωραίες γυναίκες, σερβιτόροι που πηγαινοέρχονταν.

 

-Πού είναι; ρώτησα τον Μάνο.

-Δεν έχει έρθει ακόμα.

 

Σταθήκαμε σε μιαν άκρη και περιμέναμε. Εγώ περίμενα το πεπρωμένο μου, αλλά δεν το ήξερα ακόμα. Ο Μάνος έπιασε κουβέντα με τους συναδέλφους του, εγώ στεκόμουν στην άκρη, μόνη.

 

Μετά, κάποια στιγμή, άνοιξε η πόρτα δίπλα μου και ο Ίλαμ μπήκε στην αίθουσα. Μου έριξε μια αδιάφορη ματιά και προχώρησε. Από πίσω ακολουθούσαν οι δυο μπράβοι του.

 

Αυτός λοιπόν είναι ο διάσημος Ίλαμ, σκέφτηκα. Ναι, είναι εντυπωσιακός. Πανύψηλος. Αδύνατος. Άνετος. Χαμογελαστός.

 

Κάθισε σ’ ένα καναπέ, σταύρωσε τα μακριά του πόδια και οι δημοσιογράφοι τον περικύκλωσαν. Αναβόσβηναν τα φλας, ερωτήσεις απανωτές, ο Ίλαμ απαντούσε, άκουγα τη φωνή του, αλλά δεν τον έβλεπα με τόσο πλήθος μπροστά μου, τέλος πάντων, ωραία ήταν αυτή η εμπειρία.

 

Έπειτα οι δημοσιογράφοι αποχώρησαν, εγώ όμως όχι.  


Θα μείνω ακόμα λίγο, είπα στον Μάνο. Θα σε διώξουν, μου είπε αυτός. Θα φύγω, όταν με διώξουν, του απάντησα..

 

 

Ο Ίλαμ σηκώθηκε από τον καναπέ με έναν ελαφρό μορφασμό που έδειχνε πόνο. Εγώ ακίνητη στη θέση μου με τα μάτια καρφωμένα πάνω του. Η μέση του, σκέφτηκα. Πονά η μέση του.

 

Οι άλλοι τον πλησίασαν, άρχισαν να συζητούν. Τώρα τον έβλεπα άνετα, ήταν ένα κεφάλι ψηλότερος από όλους. Οι σερβιτόροι πηγαινοέρχονταν, πρόσφεραν ποτά, κανείς δεν μου έδινε σημασία. Εκτός από τους μπράβους του.

 

Με πλησίασαν διακριτικά και με ρώτησαν ποια είμαι. Με τα μέτρια αγγλικά μου τους απάντησα ότι είχα έρθει με ένα φίλο μου φωτογράφο, αλλά ήθελα να δω τον Ίλαμ λίγο περισσότερο. Πρέπει να φύγετε, μου είπαν. Εντάξει, θα φύγω, είπα.

 

Το βλέμμα του Ίλαμ έπεσε τυχαία πάνω μας. Άφησε την παρέα του και μας πλησίασε.

 

-Συμβαίνει κάτι; ρώτησε.

-Όχι, τίποτα, η κυρία θα φύγει αμέσως.

-Φεύγω και συγγνώμη που σας αναστάτωσα, είπα ντροπιασμένη. Απλά ήθελα να σας δω από κοντά.

 

Ο Ίλαμ έκανε μια κίνηση εκνευρισμού και γύρισε να φύγει.

 

Αν τότε το είχα βουλώσει, αν δεν έλεγα την καίρια φράση, τη μοιραία εκείνη φράση, αν δεν έλεγα τίποτα και έφευγα σιωπηλά, η ζωή μου θα συνεχιζόταν, όπως την ήξερα. Άδεια δηλαδή. Όμως κάποιος διάβολος μ’ έβαλε να την πω:

 

-Πονά η μέση σας. Καλύτερα να καθίσετε.

 

Κοντοστάθηκε.

 

-Πώς το ξέρεις;

-Σας είδα, όταν σηκωθήκατε από τον καναπέ.

 

Με κοίταξε ερευνητικά από πάνω ως κάτω. Δεν έδειχνε καθόλου φιλικός κι εγώ ένιωσα πολύ αμήχανα.

 

-Ας πιούμε ένα ποτό, είπε μετά από σκέψη. Πώς σε λένε;

-Κάθυ.

-Ας πιούμε ένα ποτό, Κάθυ. 


(Συνεχίζεται)


 ---------------                                            

 Picasso and his admiration for Toulouse Lautrec

                                            

 

28/9/25

Ίλαμ 4: Δεν θέλεις να σπάσεις, μικρή μου Κάθυ

 








Κάθυ, η οικονόμος του Ίλαμ.


Κανείς δεν υποπτεύθηκε ότι ήμουν η ερωμένη του. Δεν ήμουν λαμπερή, δεν ήμουν νέα, δεν ανήκα στον κόσμο του. Σέρβιρα ποτά. Αυτό έκανα. Τα σέρβιρα βουβή και με ευγενικό χαμόγελο.

 

Συχνά έμενα μόνη, ο Ίλαμ έλειπε για μέρες, «είναι η δουλειά μου», ναι, καταλαβαίνω, αλλά ας έπαιρνε τουλάχιστον ένα τηλέφωνο, ας μου έστελνε ένα μήνυμα, κάτι, «τι κάνεις; Εγώ εδώ δουλεύω, έχουμε προβλήματα, βρέχει».

 

Δεν έκανε τίποτε, απλώς ήταν απών. Τα νέα του τα μάθαινα από τα ΜΜΕ. Ήξερε αυτός, δεν είχε καμιά ανησυχία, η Κάθυ βρισκόταν αλυσοδεμένη στο σπίτι του και τον περίμενε.

 

Κι εγώ ήξερα ότι τον τριγύριζαν αμέτρητα θηλυκά εκεί που βρισκόταν, λαχταριστά θηλυκά, έτοιμα για όλα σε ένα νεύμα του. Αλλά ο Ίλαμ είναι μονογαμικός. Έχει ερωμένη την «οικονόμο» του, αυτή του φτάνει.

 

«Δεν θέλω να έχω δεσμό», δήλωνε στους δημοσιογράφους, «είμαι μεγάλος πια».

 

Γύριζε έπειτα στο σπίτι, ήταν κουρασμένος, ήθελε να κοιμηθεί πολλές ώρες, ζητούσε το ένα, ζητούσε το άλλο και η Κάθυ ήταν έτοιμη να του τα προσφέρει όλα, αρκεί να την κοίταζε με εκείνο το βαθύ του μπλε βλέμμα.

 

Μια φορά έλειψε έναν ολόκληρο μήνα. Ούτε μήνυμα ούτε τηλεφώνημα. Έναν ολόκληρο μήνα έβραζα στο ζουμί μου.

 

Ελπίζω να φάει καμιά αληθινή γροθιά από τους κινηματογραφικούς αντιπάλους του σε κανένα τρένο ή σε κανένα χιονισμένο βουνό, σκεφτόμουν έξαλλη. Ή μήπως περιμένει να του τηλεφωνήσω εγώ; Λάθος του, δεν θα το κάνω ποτέ αυτό.

 

Όταν γύρισε, δεν ξέρω πώς μου ήρθε και του έδωσα ένα χαστούκι για καλωσόρισμα. Με κοίταξε ατάραχος. Ύστερα κατευθύνθηκε στο δωμάτιό του.

 

Το βράδυ μού ζήτησε να κοιμηθούμε μαζί. Τον αγκάλιασα με λαχτάρα, όλος μου ο θυμός είχε γίνει καπνός.

 

-Όμως δεν θέλεις να σπάσεις, μικρή μου Κάθυ, έτσι δεν είναι; Είσαι υπάκουη αλλά όχι υποταγμένη.


Δεν του απάντησα.




27/9/25

Ίλαμ 3: Δημόσιες σχέσεις

 

Παλιότερα, όταν έρχονταν οι φίλοι του, οι συνεργάτες του, ο κόσμος αυτός ο παρδαλός που συναλλασσόταν μαζί του, εγώ καθόμουν στην κουζίνα. Έφτιαχνα καφέδες, χυμούς, ποτά και τους σέρβιρα. Μετά γύριζα στην κουζίνα.

 

Τους άκουγα να μιλάνε δυνατά, να γελάνε τρανταχτά, να μαλώνουν, να αναφέρουν ονόματα, να βρίζουν, να επαινούν, να κάνουν λογαριασμούς, τόσα εκατομμύρια, η εφορία, οι κριτικοί, οι εταιρείες, στο τέλος ήταν όλοι τους μεθυσμένοι. Κάποιοι ρουφούσαν και κόκα. Έφερναν συχνά μαζί τους κορίτσια, κούκλες πλαστικές που ήθελαν να αναδειχθούν στον κόσμο του θεάματος. Γίνονταν διάφορα.

 

Ο Ίλαμ δεν συμμετείχε. Τα ανεχόταν όμως.

 

Καθόμουν στην κουζίνα και μιλούσα με τη Μαρία, την καμαριέρα. Καταγόμουν υποτίθεται από κάποια βαλκανική χώρα, δεν ήξεραν ποια και δεν τους ενδιέφερε. Ήμουν μέρος του υπηρετικού προσωπικού του Ίλαμ.

 

Όταν έφευγαν, ο Ίλαμ ήταν κατάκοπος. Δεν άντεχε πια αυτές τις συναναστροφές, όμως «είναι η δουλειά μου», μου έλεγε. Έπεφτε στο  κρεβάτι και κοιμόταν, δεν ήθελε κουβέντες, δεν ήθελε τίποτα. Μόνο να κοιμηθεί.


(Συνεχίζεται)

 

Δεν περιμένω τίποτε

 






Δεν περιμένω τίποτε.


Κάθομαι ήσυχη στο σπίτι.


Βγαίνω βόλτα τα απογεύματα.


Τις νύχτες δυσκολεύομαι να κοιμηθώ,


αλλά το έχω συνηθίσει.

 


Δεν περιμένω τίποτε.


Δεν ζητώ τίποτε.


 

Ένας όμορφος νεαρός στο μπαρ


μου χαμογελά.


 

Από ευγένεια.



26/9/25

Ίλαμ 2

 





Μονόλογος

---------------

Σ’ αγαπώ, Ίλαμ, και το ξέρεις, είσαι σίγουρος. Καθόλου δεν ανησυχείς. Σ’ αγαπώ με ένα τρόπο νοσηρό. Κι αυτό επίσης το ξέρεις.


Μ’ έχεις δεμένη, δεν μπορώ να λυθώ κι εσύ με βλέπεις να περιφέρομαι δεμένη στις αλυσίδες μου και, ναι, το ξέρω, μ’ αγαπάς, επειδή με βλέπεις έτσι.


Τι θα γινόταν, αν σαν από θαύμα, λυνόμουν και έφευγα από κοντά σου; Δεν θα το  άντεχες αυτό, θα σε διέλυε, το ξέρω. Μόνο που τέτοια θαύματα δεν γίνονται. Αγαπώ τις αλυσίδες μου, δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτές.


Πριν σε γνωρίσω, ήμουν κάτι, ήμουν εγώ, άδεια βέβαια από ζωή, αλλά ήμουν εγώ. Μετά διασταυρώθηκαν οι ζωές μας και αυτό ήταν, έχασα το πρόσωπό μου, αποτυπώθηκες πάνω μου κι εγώ έγινα μέρος του εαυτού σου. Προεκτάθηκες Ίλαμ, έγινες δυο σώματα, η Κάθυ έχει μόνο ένα όνομα, δεν έχει τίποτε άλλο. Και της αρέσει, Ίλαμ. Και το ξέρεις κι εσύ ότι της αρέσει. 


Κι έπειτα είναι κι αυτή η αγωνία, ότι περνά ο χρόνος, ενωθήκαμε, όταν πια η νιότη σου είχε φύγει και πρέπει τώρα να τα συμπτύξουμε όλα, να προλάβουμε να τα κάνουμε όλα, όσο ακόμα είμαστε ζωντανοί.


Λατρεύω το μαραμένο σου κορμί, Ίλαμ. 

Αύριο θα κλείσεις τα εβδομήντα πέντε χρόνια σου.


(Συνεχίζεται)



25/9/25

'Ιλαμ (1)

 




1


Βγήκε από την πισίνα στάζοντας νερά και ξάπλωσε στην ξαπλώστρα. Έμεινε για λίγο ακίνητος με τα μάτια κλειστά απολαμβάνοντας τον ήλιο.

 

-Φέρε μου την πετσέτα, είπε μετά, χωρίς να ανοίξει τα μάτια του.

 

Του πήγα την πετσέτα και την έριξα πάνω του.

Αυτός μισάνοιξε τα μάτια.

 

-Σκούπισέ με.

-Σκουπίσου μόνος σου.

 

Με κοίταξε λίγη ώρα σιωπηλός, το πρόσωπό του απαθές. Ύστερα πήρε την πετσέτα και σκουπίστηκε.

 

Στεκόμουν λίγο πιο πέρα και τον παρατηρούσα. Σκούπιζε το γερασμένο, μαραμένο κορμί του με αργές κινήσεις με το βλέμμα του να χάνεται στον κήπο απέναντι. Κοίταξα το πρόσωπό του. Γερασμένο κι αυτό, κουρασμένο. Κάτι μέσα μου πολύ αιχμηρό έσκισε την καρδιά μου.

 

Αλλά τον αγαπούσα, τον αγαπούσα ακόμη.

Θα πέθαινα γι’ αυτόν.

 

-Δεν μ’ αγαπάς πια; έκανε αδιάφορα παίρνοντας την εφημερίδα από την καρέκλα δίπλα του. Βυθίστηκε στην ανάγνωση, χωρίς να περιμένει την απάντησή μου.

 

 Κάθισα παράμερα και άναψα ένα τσιγάρο. Αν μπορούσα, θα έφευγα εκείνη την ίδια στιγμή. Θα έβγαινα στον δρόμο και θα έμπαινα στο πρώτο αμάξι που θα σταματούσε να με πάρει. Θα εξαφανιζόμουν από τη ζωή του.

 

-Δεν μπορώ όμως να το κάνω, είπα φωναχτά.

-Τι δεν μπορείς; ρώτησε αυτός, χωρίς να σηκώσει τα μάτια του από την εφημερίδα.

-Τίποτα.

-Φτιάξε μου ένα χυμό.

 

Έσβησα το τσιγάρο και πήγα στην κουζίνα. Πίνει χυμούς, νομίζει ότι μ’ αυτούς θα διατηρήσει τους χυμούς του κορμιού του, πίνει συνέχεια χυμούς. Έβαλα στο μπλέντερ κομμάτια από πορτοκάλι, μήλο, ανανά,  αβοκάντο, ό,τι βρήκα μπροστά μου και του έφτιαξα ένα τεράστιο πηχτό χυμό. Τον έβαλα σε ένα μεγάλο ποτήρι και του τον πήγα.

 

-Με παγάκια, είπε.

 

Γύρισα στην κουζίνα και πρόσθεσα δέκα παγάκια. Έβαλα τον χυμό σε μια κανάτα, πήρα ένα άλλο ποτήρι και του τα πήγα.

 

-Γράφει τίποτε σπουδαίο η εφημερίδα;

 

Δεν μου απάντησε.

 

Του την άρπαξα από τα χέρια και στάθηκα όρθια από πάνω του.

 

-Γράφει τίποτα σπουδαίο αυτό το κωλόχαρτο;

 

Με κοίταξε ατάραχος, σαν να μη συνέβαινε τίποτα. Έβαλε χυμό στο ποτήρι του και ήπιε. Μετά χτύπησε το κινητό του. Ξεκίνησε ψιλή κουβέντα με κάποιον, δεν κατάλαβα ποιον. Εγώ στεκόμουν σαν ηλίθια μπροστά του κρατώντας την τσαλακωμένη εφημερίδα.

 

Το βράδυ μού ζήτησε να κοιμηθούμε μαζί.


-Έχουν αποτέλεσμα λοιπόν οι χυμοί, είπα ειρωνικά.

 

Με κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.

 

-Θέλεις να σε παρακαλέσω;

-Όχι, είπα ξερά.

 

Κούνησε το  κεφάλι και πήγε στην κρεβατοκάμαρά του. Ακολούθησα με μια αίσθηση ταπεινωμένης ευτυχίας.


Χάνομαι μαζί σου, Ίλαμ, και το ξέρεις, το ξέρεις, το ξέρεις.

 

-Γιατί δεν παίρνουμε μια πραγματική οικονόμο; τον ρώτησα αργότερα.

-Δεν θέλω ξένους στο σπίτι, τα έχουμε πει αυτά. Οι ξένοι βλέπουν και μετά βγαίνουν και σχολιάζουν. Και τα αρπακτικά οι δημοσιογράφοι πληρώνουν καλά για τέτοιες πληροφορίες.

-Δεν φοβάσαι μη μιλήσουν η μαγείρισσα, η καμαριέρα, ο κηπουρός;

-Όχι, είναι δικοί μου άνθρωποι αυτοί. Κι έπειτα τι σου ζητώ δηλαδή; Να μου φτιάξεις ένα χυμό. Τόσο δύσκολο σού είναι; Τι κάνεις όλη μέρα εδώ μέσα;

-Τι κάνω; Σε υπηρετώ, Ίλαμ. Αυτό κάνω.

 

Χαμογέλασε:

-Και δεν είναι ωραίο αυτό;

 

Του γύρισα την πλάτη.

Τόση αλαζονεία πια, τόση αλαζονεία…


-Κάθυ, οι ρόλοι μας  έχουν οριστεί από την αρχή. Τους αποδέχτηκες. Δεν μπορούμε να τους αλλάξουμε τώρα. Θα ήθελες να με διατάζεις εσύ;

 

Δεν απάντησα.


(Συνεχίζεται)

 

 

 


24/9/25

Π. Ένιγουεϊ : «Η ζωή δεν είναι μόνο σεξ, μωρό μου»

 

 




Το διάβασα μονορούφι.

Εύθυμο επιφανειακά και συλλογισμένο βαθύτερα, μας αποκαλύπτει τον νέο ηλεκτρονικό κόσμο που έχει αναδυθεί.

 

Η πραγματική ζωή των τριών διαστάσεων αποσύρεται και κυριαρχεί η ακίνητη ζωή του πληκτρολογίου, όπου διαμείβονται απίστευτοι διάλογοι και εξομολογήσεις που, αν θέλουμε τις πιστεύουμε, αν δεν θέλουμε όχι, απλώς χαμογελάμε με τις κοινοτοπίες που ανταλλάσσονται και την εγωπάθεια των καθημερινών νέων ανθρώπων.

 

Νέοι που αντί να βγουν στους δρόμους, να φλερτάρουν, να αγαπήσουν, να ερωτευτούν, παίζουν τον έρωτα στα πληκτρολόγιά τους και αυτό τους είναι αρκετό, τους καλύπτει.

 

«Η ζωή δεν είναι μόνο σεξ, μωρό μου»: είναι λόγια του σεξ, φλυαρία και φαντασία του σεξ μέσα σε μοναχικά δωμάτια και καφετέριες.

 

Απολαυστικό.

 

 

23/9/25

Μη φεύγεις

 





Μη φεύγεις, σε παρακαλώ.


Μείνε εδώ,


μέσα στο μυαλό μου,


να έχω να σε παίζω τα βράδια,


πριν πάω να κοιμηθώ.


Μην ξεθωριάζεις.


 

Δεν ξέρω, αν σου το έχω πει:


μεγάλωσα χωρίς κούκλες.



20/9/25

Ησυχία

 






Ω, τι ωραία ησυχία!


Όλα ταχτοποιημένα


όπως πριν.


Οι σκέψεις θανάτου παρούσες.


Μου λείψατε, τους λέω.


Αυτές χαμογελούν.


Μας πρόδωσες για λίγο,


αλλά σε συγχωρούμε, μου λένε.



19/9/25

Για σένα

 




Κι όμως,


για σένα εγώ


βγάζω τα ρούχα μου


και στέκομαι γυμνή


μπροστά στον κόσμο.

 


Για σένα.


Και το ξέρεις.


Οι άλλοι νομίζουν


ότι γράφω ποιήματα.



*


Leonid Afremov: "Angel Flight"



 

15/9/25

Σε ποιον να το πω;

 



Σε ποιον να το πω;

 


Θα με μαλώσουν:


Μη γίνεσαι γελοία!


Θα με ειρωνευτούν:


Τώρα το θυμήθηκες;


Θα με κοιτάξουν με περιέργεια.


Θα χαμογελάσουν μουδιασμένα.


Θα αλλάξουν συζήτηση.



 

Σε ποιον να το πω;


 

Ο καθρέφτης μου γελά χαιρέκακα,


μου λέει λόγια όλο δηλητήριο,


με περιφρονεί.


 

Μόνο τη νύχτα στο κρεβάτι μου


με τα φώτα σβηστά,


 με το ήσυχο σκοτάδι γύρω μου


να με ενθαρρύνει,


το λέω στον εαυτό μου.


 

Είναι ωραίο, μου απαντά.



*


(Evelyn de Morgan: "Night and Sleep" )



12/9/25

Ο άλλος Μίκης Θεοδωράκης

 




Τον Μίκη Θεοδωράκη τον έχουμε ταυτίσει με τα επαναστατικά του τραγούδια. Όταν αναφερόμαστε σ’ αυτόν, θυμόμαστε τις μεγάλες, τις αλησμόνητες επιτυχίες του, τη Ρωμιοσύνη, το Μαουτχάουζεν, το Άξιον Εστί, τραγούδια που δόνησαν τον ελληνικό κόσμο και δεν υπάρχει νομίζω κανείς που να μην τα γνωρίζει και να μην τα έχει τραγουδήσει και να μην έχει συγκινηθεί.

 

Όμως τώρα που τα τραγούδια του αυτά έχουν περάσει στην Ιστορία κι εγώ έχω μεγαλώσει αρκετά, άρχισα να προσέχω έναν άλλον Θεοδωράκη που συνέθεσε άλλου τύπου τραγούδια και όχι θούριους. Δεν είναι τόσο γνωστά στο ευρύ κοινό.

 

Σ’ αυτά τα τραγούδια τα χαμηλότονα εμφανίζεται ένας συνθέτης με τόση τρυφερότητα ψυχής, με τόση ευαισθησία που – θα το πω κι ας θυμώσετε – ξεπερνά τον επίσης αγαπημένο μας Χατζιδάκι.

 

Χατζιδακική εγώ για χρόνια, από τότε που η Νάνα Μούσχουρη τραγούδησε το «Κυπαρισσάκι μ’ αψηλό» μέχρι το τελευταίο του τραγούδι, πριν φύγει από αυτόν εδώ τον κόσμο, ποτέ ωστόσο δεν αμφισβήτησα το μεγάλο ταλέντο του Θεοδωράκη. Απλώς έβαζα πρώτο στις προτιμήσεις μου τον Χατζιδάκι.

 

Θυμάμαι κάποτε που μια φίλη ήθελε να μου κάνει δώρο ένα δίσκο και με ρώτησε ποιον θα ήθελα. Την «Αθανασία» του Χατζιδάκι, της είπα, ένα δίσκο που μόλις είχε κυκλοφορήσει. Κι αυτή έμεινε έκπληκτη, καθότι φανατική αριστερή και ήταν η εποχή που θριάμβευε ο Θεοδωράκης μαζί άλλους πολλούς καλούς συνθέτες αριστερών προθέσεων.

 

-Την «Αθανασία;» Αυτό τον δίσκο θέλεις; Με ρώτησε απογοητευμένη.

-Ναι, αυτόν.

 

Τι να κάνει, μου χάρισε τον δίσκο που διάλεξα.

 

Σήμερα ο Χατζιδάκις λατρεύεται από δεξιούς και κυρίως από αριστερούς όχι τόσο για τη μουσική του, όσο για τα τσιτάτα του. Είμαι σίγουρη όμως ότι, αν ζούσε, θα τους κανόνιζε όλους αυτούς τους νεόκοπους λάτρεις του αναλόγως. Αλλά δεν είναι αυτό το θέμα μου.

 

Το θέμα μου είναι ότι ανακάλυψα, έστω και αργά, ότι ο Θεοδωράκης έχει γράψει τόσο αισθαντικά τραγούδια που ξεπερνούν τα αντίστοιχα τραγούδια του Χατζιδάκι.

 

Δεν είναι «επαναστατικά», δεν ξεσηκώνουν τα πλήθη, δεν προκαλούν παραληρήματα και αλαλαγμούς (Τη Ρωμιοσύνη μην την κλαις, Ένα το χελιδόνι κι η Άνοιξη ακριβή κλπ) και γι’ αυτό τον λόγο τα γνωρίζουν λιγότεροι. Βέβαια ενυπάρχει και στους στίχους πολλών από αυτά τα τραγούδια, έστω και λανθάνουσα, μια αριστερή χροιά - πώς να γίνει, Θεοδωράκης ήταν αυτός - ωστόσο αυτό που τα χαρακτηρίζει είναι η μελωδία, μια μελωδία βαθιά ευαίσθητη, γλυκύτατη και μελαγχολική.

 

Καταλήγω λέγοντας ότι αυτά τα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη είναι ποιοτικά ανώτερα από τα αντίστοιχα του Χατζιδάκι, χωρίς καθόλου να θέλω να υποβιβάσω τον δεύτερο.

 

Και οι δύο έδωσαν ψυχή στο ελαφρό τραγούδι που έπνεε τα λοίσθια και διαμόρφωσαν έναν νέο τύπο ελαφρολαϊκού τραγουδιού που ακολούθησαν κατόπιν κι άλλοι σπουδαίοι τραγουδοποιοί.

 

Ενδεικτικά αναφέρω κάποια τραγούδια του και σας συμβουλεύω να τα (ξανα)ακούσετε.

 

Φαίδρα (αγάπη μου, αστέρι μου)

Μοιρολόι της βροχής

Νύχτα μαγικιά

Δακρυσμένα μάτια

Προδομένη μου αγάπη

Τ’ όνειρο καπνός

Στα περβόλια

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

Χάθηκα

Δρόμοι παλιοί

Όμορφη πόλη


 

 

Φαίδρα (αγάπη μου, αστέρι μου)

https://www.youtube.com/watch?v=GLsqp4oiWTk&list=RDGLsqp4oiWTk&start_radio=1

 

Την πόρτα ανοίγω το βράδυ

https://www.youtube.com/watch?v=BfyrN9uWEpA&list=RDBfyrN9uWEpA&start_radio=1

 

Χάθηκα

https://www.youtube.com/watch?v=TMS6rZOftsg&list=RDTMS6rZOftsg&start_radio=1

 

Δρόμοι παλιοί

https://www.youtube.com/watch?v=6XOoHvXJxmg&list=RD6XOoHvXJxmg&start_radio=1

 

Νύχτα μαγικιά

https://www.youtube.com/watch?v=fkOrkKK3kwI&list=RDfkOrkKK3kwI&start_radio=1

 

Δακρυσμένα μάτια

https://www.youtube.com/watch?v=Kxuvy8lu-ec&list=RDKxuvy8lu-ec&start_radio=1

 

Προδομένη μου αγάπη

https://www.youtube.com/watch?v=xKzwqT0e49U&list=RDxKzwqT0e49U&start_radio=1

 

Μοιρολόι της βροχής

https://www.youtube.com/watch?v=GmPAy4VHvQw&list=RDGmPAy4VHvQw&start_radio=1

 

Στα περβόλια

https://www.youtube.com/watch?v=FPbCpOhi6MI&list=RDFPbCpOhi6MI&start_radio=1

 

Τ’ όνειρο καπνός

https://www.youtube.com/watch?v=cWydM_RKgoI&list=RDcWydM_RKgoI&start_radio=1

 

Όμορφη πόλη

https://www.youtube.com/watch?v=ivmkHc1CbtE&list=RDivmkHc1CbtE&start_radio=1