Ένα απόγευμα στο σχολείο ήρθε ο
δάσκαλος πολύ συγκινημένος και μας είπε ότι η Κύπρος είναι πια ελεύθερη. Μας
ζήτησε να ψάλουμε τον Εθνικό Ύμνο κι εμείς τον ψάλαμε με μεγάλη περηφάνια.
Τώρα η Κύπρος ήταν πια ελεύθερη
κι εγώ είχα πολύ ενθουσιαστεί και μόλις γύρισα σπίτι, κάθισα και έγραψα ένα
ποίημα που άρχιζε έτσι:
Κύπρο, ω, Κύπρο όμορφη
του Διγενή η χώρα,
εμόχθησες, επόνεσες
μα ελεύθερη είσαι τώρα.
Και ήμουν τόσο ενθουσιασμένη, που
έγραφα συνέχεια καινούργια στιχάκια, μέχρι που έγινε ένα μεγάλο ποίημα και
λίγες μέρες μετά το διάβασα στη μαμά και στον μπαμπά. «Να το στείλεις στον
Μακάριο», μου είπε ο μπαμπάς. «Να του γράψεις ένα γράμμα και να βάλεις μέσα και
το ποίημά σου. Θα τα δαχτυλογραφήσω εγώ στο γραφείο κι εσύ θα υπογράψεις με το
όνομά σου».
Έγραψα λοιπόν κι εγώ ένα γράμμα και το έδωσα στον μπαμπά μαζί με το ποίημα. Ο μπαμπάς το πέρασε από τη γραφομηχανή στο γραφείο του και το έστειλε στον Μακάριο. Και μετά από λίγο καιρό ο Μακάριος μού απάντησε, μόνο που δεν καταλάβαινα τι έλεγε η απάντησή του, γιατί έγραφε σε μια πολύ δύσκολη καθαρεύουσα. Κάτι πάντως για καλή πρόοδο μού ευχόταν.
Κι από κάτω η υπογραφή του φαρδιά πλατιά με κόκκινο μελάνι.
(Συνεχίζεται)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου