6/2/12

Αγάπη (διήγημα)


Τι γίνεται, όταν καταστρέφονται όλες οι αγάπες και δεν καταστρέφεται η ρίζα της αγάπης;
Ο Α. που το πέρασε, έχει την απάντηση.
-Πολύ επικίνδυνο πράγμα, μας λέει. Ξέρετε τι μπορεί να πάθετε; Μπορεί να τρελαθείτε, αυτό είναι το πιο συνηθισμένο. Ή  να αυτοκτονήσετε. Κι αυτό είναι συνηθισμένο.
-Τι άλλο μπορεί να πάθουμε;
Ο Α. σκύβει το κεφάλι και δεν μιλά. Μετά κοιτάζει  από το παράθυρο τον κήπο με τις πρασινάδες. Δείχνει σαν να διστάζει, σαν να ντρέπεται να μας το πει. Έπειτα λέει σιγανά:
-Μπορεί να αγαπήσετε το Τίποτα.
Για λίγο μένουμε όλοι σιωπηλοί. Ο Α. εξακολουθεί να κοιτάζει έξω από το παράθυρο κι εμείς διστάζουμε να προχωρήσουμε σε πολύ προσωπικές ερωτήσεις. Ξέρουμε πως είναι ένας άνθρωπος  ευάλωτος.
-Είναι πολύ επικίνδυνο αυτό; ρωτά τέλος κάποιος από μας.
Ο Α. γυρίζει προς το μέρος του, λέει κάπως αφηρημένα:
-Εξαρτάται.

Παίρνει το φλιτζάνι  από το τραπεζάκι, πίνει μια γουλιά καφέ.
-Εγώ πάντως αυτό έπαθα.
-Πώς ακριβώς έγινε;  ρωτάμε δισταχτικά.
Αφήνει το φλιτζάνι στο τραπεζάκι, σταυρώνει τα πόδια. Τώρα που το μυστικό του έχει αποκαλυφθεί, φαίνεται κάπως πιο χαλαρωμένος.
-Ακολουθεί κάποιες διαδικασίες, μας εξηγεί.
-Δηλαδή;
-Δηλαδή πρώτα-πρώτα  πρέπει να μείνεις ολομόναχος, χωρίς αγάπη.
-Αυτό δεν είναι δύσκολο, μουρμουρίζει δύσθυμα κάποιος από μας.
Ο Α. τον παρατηρεί σοβαρός.
-Πρέπει να μείνεις εντελώς μόνος, χωρίς αντικείμενο αγάπης,  λέει με έμφαση. Πρέπει να μην αγαπάς τίποτα. Ούτε τον αέρα που αναπνέεις. Να ξυπνάς το πρωί και να σκέφτεσαι: «δεν αγαπώ τον ύπνο που κοιμήθηκα, δεν αγαπώ τη μέρα που έρχεται, δεν αγαπώ τους ήχους που θα ακούσω, τις σκέψεις που θα κάνω, την αίσθηση που θα νιώσω». Τίποτα δεν αγαπάς πια. Αλλά μέσα σου υπάρχει ζωντανή η ρίζα της αγάπης. Νιώθεις τη σιγανή της κίνηση σαν αμυδρό γαργάλημα και λες: «δεν αγαπώ αυτή τη ρίζα που αγγίζει τα σπλάχνα μου, δεν αγαπώ τη ζωή αυτής της ρίζας». Τόσο πολύ πρέπει να αρνηθείς την αγάπη. Να αποκόψεις τους δεσμούς σου με τον κόσμο, έναν-έναν. Να ακρωτηριάζεσαι σιγά-σιγά, να βλέπεις τις πληγές σου να αιμορραγούν χωρίς φροντίδα, να κλείνουν μόνες τους κι εσύ να μην κάνεις τίποτα. Να βλέπεις τελικά ότι εκεί που ήταν άλλοτε  ο κήπος με τις πρασινάδες, τώρα είναι μόνο τρύπες. Τότε έχεις ξεκινήσει για το επικίνδυνο ταξίδι.
Χαμογελά:
-Ένα πρωί  ξυπνάς με μια θανατερή γαλήνη μέσα σου. Βρίσκεσαι στο Τίποτα. Τώρα όλα σου είναι ένα Τίποτα. Με ταυ κεφαλαίο, επειδή το Τίποτα θα παίξει ένα ρόλο στη ζωή σου. Το νιώθεις να κάθεται κρυμμένο κάπου βαθιά μέσα στην ύπαρξή σου. Είναι ήσυχο τον περισσότερο καιρό. Αλλά πρόσεξε: μην το αγνοήσεις, γιατί τότε γίνεται  επικίνδυνο. Πρέπει κάθε ώρα, κάθε στιγμή να το σκέφτεσαι. Να το λογαριάζεις. Να λες: «μέσα μου υπάρχει το Τίποτα, ζω μαζί του, συζούμε». Τότε είναι καλό μαζί σου. Σ’ αφήνει να παίρνεις βαθιές αναπνοές. Σου επιτρέπει να χαμογελάς πότε-πότε. Καμιά φορά, αλλά είναι σπάνιο αυτό, καμιά φορά το νιώθεις να σε χαϊδεύει. Μην παρασυρθείς και νομίσεις πως σ’ αγαπά. Παίζει μαζί σου. Μπορεί ξαφνικά εκεί που σου γλυκομιλά, ν’ αλλάξει απότομα μορφή και να πάρει τη μορφή του θανάτου. Πρόσεξε: σε κάτι τέτοιες ύπουλες στιγμές χάθηκαν πολλοί. Έχε το νου σου, μην του δίνεσαι αυθόρμητα. Εκμεταλλεύσου μόνο τις στιγμές του παιχνιδιού του και πάρε τις βαθιές αναπνοές σου.
Ο Α. σταματά να μιλά και μας κοιτάζει. Περιμένει ίσως κάποιες ερωτήσεις μας. Αλλά εμείς δεν μπορούμε να ρωτήσουμε τίποτα ακόμα, γιατί ακόμα δεν μπορούμε να καταλάβουμε. Εκείνος περιμένει  λίγο, έπειτα συνεχίζει:
-Βρίσκεσαι βέβαια πάντα σε κίνδυνο. Ξέρεις πως κινείσαι σε περιοχές σκοτεινές, όπου η λογική τρεμοπαίζει σαν τη φλόγα του κεριού. Μια άστοχη κίνηση και βρέθηκες έξω από τα σύνορα. Θα αγωνιάς και θα παίζεις με το Τίποτα, όσο εκείνο θέλει. Με τον καιρό  αυτό θα γίνεται όλο και πιο απαιτητικό. Θα έρθουν στιγμές που θα εύχεσαι να πεθάνεις, τόσο πολύ θα σε τυραννά. Αλλά μη δελεαστείς από τη σκέψη του θανάτου, μη γελαστείς ότι το Τίποτα επιθυμεί το θάνατό σου. Γιατί αν χαθείς εσύ, θα χαθεί κι αυτό μαζί σου και κάτι τέτοιο δεν το θέλει. Εσύ του έδωσες την ευκαιρία να υπάρξει, να γίνει κάτι. Σε χρειάζεται επομένως, επειδή ζει από σένα. Όταν λοιπόν θα το βλέπεις σκυθρωπό και κοφτερό να στριφογυρίζει γύρω σου και να σε απειλεί, όταν όλα τα ανθρώπινα θα έχουν υποχωρήσει, μην τρομάξεις. Κρύψου στη σκοτεινή γωνιά και μέτρα. Μέτρα συνέχεια, χωρίς να σταματάς, πες όλες τις προσευχές σου, όλα τα ξόρκια σου, με το κεφάλι σκυφτό, μίλα δυνατά, τραγούδα δυνατά, μέτρα ξανά από την αρχή. Θα το δεις σε λίγο να αιωρείται στον αέρα, να στέκεται στην κόψη του χωρίς να σου δείχνει καμιά του πλευρά.  Περίμενε. Αργά και δύσκολα θα στρέψει προς το μέρος σου την ωραία του όψη, αυτή με τα παιχνίδια και τα γλυκομιλήματα.
Τον ακούμε και νιώθουμε κάτι σαν δέος, σαν ανατριχίλα. Πώς μπορεί και μιλά για το ανύπαρκτο σαν να είναι υπαρκτό; Πώς δίνει πρόσωπο σε κάτι που δεν έχει πρόσωπο;
Ο Α. χαμογελά πάντα. Το χαμόγελό του είναι όμως αφύσικο, μας τρομάζει λίγο.
-Τι έχει γίνει λοιπόν το Τίποτα στη ζωή σου, το καταλαβαίνεις με τον καιρό. Έχει γίνει η αγάπη σου. Χωρίς αυτό θα είχες στην πραγματικότητα πεθάνει. Είναι αυτό το εξωανθρώπινο που σε κρατά ακόμα στο ανθρώπινο σχήμα σου. Όταν το καταλάβεις αυτό, τότε αρχίζεις να το αγαπάς. Το έχεις μάθει εν τω μεταξύ, ξέρεις τις παραξενιές του και πια δεν το φοβάσαι. Δεν σε τρομάζει η αλλόκοτη συμπεριφορά του. Ζεις μαζί του όμορφα. Σκέφτεσαι πως υπάρχει κάτι στη ζωή σου, δεν είσαι τώρα μόνος.
Θα έλεγε κανείς πως μας μιλά για τα πιο απλά πράγματα του κόσμου, για την αγαπημένη του γάτα , για το αγαπημένο του βιβλίο ή έστω για το αγαπημένο του ποδήλατο. Και εξακολουθεί  να μας χαμογελά μ’ αυτό το αφύσικο χαμόγελο.
-Και τότε περνάς τον τελευταίο μεγάλο κίνδυνο: δεν πρέπει ποτέ να ξεχαστείς. Αγαπάς κάτι που δεν υπάρχει. Αν το παραβλέψεις αυτό, αν του δοθείς ολόψυχα, δεν θα ξεφύγεις ποτέ από τα δίχτυα του. Θα μείνεις για πάντα μπλεγμένος εκεί μέσα, σκλάβος μιας παρανοϊκής αγάπης. Θα περάσεις αδιόρατα το σύνορο, θα φύγεις από τον κόσμο των ανθρώπων.
Σταματά απότομα να μιλά και προσηλώνεται σε κάτι που είναι πίσω από μας. Νιώθουμε αμήχανα. Ξέρουμε πως πίσω από μας δεν υπάρχει τίποτα. Κάποιος ρωτά δειλά , μήπως  είναι ακόμα ερωτευμένος μαζί του, μήπως έχει περάσει τελικά το σύνορο. Ο Α. αποσύρει το βλέμμα του και το προσηλώνει σε μας. Κουνά το κεφάλι αρνητικά.
-Όχι, το σύνορο δεν το διάβηκα ποτέ. Βρέθηκα πολύ κοντά βέβαια. Αρκεί να σας πω πως μερικές φορές νόμισα πως έμοιαζα με το Θεό.
-Με το Θεό; Μα αυτό είναι παρανοϊκό!
-Ήταν παρανοϊκό. Αλλά σκεφτείτε: έχεις δώσει ύπαρξη στο ανύπαρκτο. Έχεις κάνει αγάπη την άρνηση της αγάπης. Έχεις αναποδογυρίσει τη δυστυχία και την έχεις κάνει ευτυχία. Φτάνεις ως το θάνατο και στέκεσαι ώρες ατελείωτες εκεί και τον κοιτάζεις αδιάφορος. Παίζεις συνέχεια με την τρέλα και δεν τρελαίνεσαι. Με λίγα λόγια έχεις ανατρέψει τη φυσική τάξη των πραγμάτων. Μοιάζεις πολύ με το Θεό.
Παύση.
Ο Α. πίνει μια γουλιά καφέ ακόμα, μετά κοιτάζει πάλι έξω από το παράθυρο τον κήπο με τις πρασινάδες.
-Και τι έγινε έπειτα;
Δεν απαντά. Κοιτάζει  αφηρημένα τις πρασινάδες,  δείχνει να μας έχει ξεχάσει. Περνούν έτσι μερικές στιγμές.
-Έπειτα, λέει κοιτάζοντας πάντα έξω, πετάγεται ξαφνικά  από μια τρύπα μέσα σου ένα πράσινο φυλλαράκι . Σφίγγεται η καρδιά σου. Τι γυρεύει ένα τρελό φυλλαράκι σ’ αυτό τον άνυδρο τόπο, σ’ αυτή την ξεραΐλα;  Μπορείς φυσικά να το ξεριζώσεις και να το πετάξεις. Αλλά δεν έχεις το κουράγιο. Σε πιάνει μια αλλιώτικη αγωνία, φοβάσαι μη σου μαραθεί. Αναγκάζεσαι να το φροντίσεις όπως-όπως , πολύ αδέξια δηλαδή. Το φυλλαράκι όμως κάθεται εκεί αυθάδικο και χαριτωμένο. Ψηλώνει λίγο, γίνεται δυο φυλλαράκια.
Ο Α. γυρίζει προς το μέρος μας. Τώρα το χαμόγελό του είναι τρυφερό.
-Λοιπόν;
-Λοιπόν, εδώ τελειώνει η ιστορία μας.
-Τι έγιναν τα φυλλαράκια;
-Ω, πάνε αυτά, μαράθηκαν γρήγορα. Αλλά είχαν στείλει το μήνυμά τους. Αποκεί και πέρα όλα πήραν το δρόμο τους. Η φυσική τάξη των πραγμάτων που είπαμε.
-Και το Τίποτα;
Κουνά τους ώμους:
-Ξαναγύρισε στον κόσμο του. Δεν άντεξε τη σύγκριση.
Σκύβει ελαφρά μπροστά, σοβαρεύεται ξαφνικά, τα μάτια του σκοτεινιάζουν:
-Όμως ακόμα το θυμάμαι μερικές φορές. Ήταν μια αλλιώτικη αγάπη αυτή. Από εκείνες που μια φορά αν τις ζήσεις, δεν τις ξεχνάς ποτέ.



Το διήγημα αναρτήθηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό ΝΤΟΥέΝΤΕ







4 σχόλια:

Κώστας.Κ είπε...

Πολύ δυνατό Καίτη το διήγημα σου. Σε καθηλώνει. Αίσθημα θανάτου, η απουσία αγάπης. Η ανάγκη της, η ρίζα, παραμένει ωστόσο. Ακόμη και εάν διαστρέφεται. Από το κενό. Μέχρι να ξεπεταχτούν δύο φυλλαράκια.. Η ελπίδα και η προσδοκία της.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Κώστα, όσο υπάρχει η ρίζα της αγάπης, υπάρχει και η ελπίδα. Όταν νεκρώσει η ρίζα, δεν έχεις τίποτα να περιμένεις πια.

costas stamatopoulos είπε...

το "τίποτα" που αγάπησα εδώ και τρείς μήνες είναι ένα..μπονζάί που το αγόρασα χωρίς προσοχή ξεραμένο γιατί μου άρεσε ως διαφορετικό από τα άλλα, και το ποτίζω χωρίς σχεδόν καμια ελπίδα να αναστηθεί, εκτός από την.. ρίζα μέσα μου.. και τι πειράζει.. όλο το Σύμπαν λένε οι κοσμολόγοι φαίνεται σαν μια αναδιάταξη του "τίποτα"

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Κώστα, με την τελευταία σου παρατήρηση τα είπες όλα. Το μπονζάι πάντως κρατά τη δική σου ρίζα ζωντανή, αυτό είναι το σημαντικό.