19/3/11

Απόσπασμα από το διήγημα: "Ο τέταρτος κλώνος"

...Ο Τόνι ποτέ  δεν είχε κουράσει το μυαλό του με σύνθετες και πολύπλοκες ιδέες. Η ως τώρα ζωή του είχε περάσει με απλές σκέψεις επιβίωσης και από την εποχή της εφηβείας  κι έπειτα με απλές ερωτικές σκέψεις.
  Κάποτε είχε φάει το ξύλο της χρονιάς του από έναν εξοργισμένο σύζυγο που τον είχε πιάσει στα πράσα με τη γυναίκα του πάνω στο συζυγικό κρεβάτι και μιαν άλλη φορά κινδύνεψε να πάει κατηγορούμενος για αποπλάνηση μιας ανήλικης, αλλά τελικά γλίτωσε, γιατί την ανήλικη την αποπλανούσαν κι άλλοι εκτός από αυτόν. Αυτές όλες κι όλες ήταν οι πιο πολύπλοκες εμπειρίες που είχε δοκιμάσει μέχρι στιγμής.



 Κατά τα άλλα ο κόσμος γι αυτόν ήταν ό,τι ήταν και για τους περισσότερους ανθρώπους, δηλαδή μια στέρεη κατασκευή, όπου αυτός είχε μια κεντρική θέση, από την οποία μπορούσε να δρα και να αντιδρά καταπώς του έρχονταν οι περιστάσεις. Αυτή η ζωική  αντίληψη για τον κόσμο δεν του είχε ως τώρα επιτρέψει να ασχοληθεί με τη φιλοσοφική διαμάχη σχετικά με τους κλώνους της Μέριλιν. Εξάλλου ο ίδιος  είχε γεννηθεί πολλά χρόνια μετά τη γέννηση του προβλήματος και όπως οι περισσότεροι πίστευε κι αυτός ότι η κάθε Μέριλιν ήταν η συνέχεια της προηγούμενης.
 Τώρα, παγιδευμένος μέσα στη γυάλα και έχοντας απέναντί του ένα μεταλλαγμένο πλάσμα, οι αμυντικοί μηχανισμοί του υποχρεώθηκαν να λειτουργήσουν. Η λογική που είναι ίδια και στους ευφυείς και στους μη ευφυείς εγκεφάλους οδήγησε τον Τόνι στα αναπόφευκτα συμπεράσματα.
 Εν τω μεταξύ η Μέριλιν βλέποντας ότι το αγαπημένο της παιχνίδι είχε γυρίσει πίσω, συνήλθε ραγδαία από την κρίση της υστερίας της.
 -Μην το ξανακάνεις αυτό, Τόνι μου, του είπε  και τον τράβηξε στο κρεβάτι.
 Ο Τόνι δεν έφερε καμιά αντίσταση. Ξάπλωσε δίπλα της και αφέθηκε στα χάδια της με ένα κορμί  ξυλιασμένο από ένα είδος μεταφυσικού τρόμου.
Η Μέριλιν πέταξε το μεταξωτό νυχτικό της, χρώματος εκρού, και ανέβηκε πάνω του. Με νευρικές κινήσεις άρχισε να του ξεκουμπώνει το πουκάμισο, ενώ τα μάτια της τον κοίταζαν επίμονα και με βαθιά ηδυπάθεια. Ο Τόνι είδε τη γυμνή Μέριλιν από πάνω του, μετά έριξε τη ματιά του πιο ψηλά και είδε την κάμερα  που τον κοίταζε κι αυτή το ίδιο επίμονα,  κι ένιωσε σαν ποντίκι στη φάκα.
 Ακολούθησαν δύσκολες ώρες.
Ο Τόνι δεν είχε καμιά διάθεση να λειτουργήσει ως λατίνος εραστής, διότι τώρα λειτουργούσε ως ποντίκι στη φάκα. Η Μέριλιν μετά από πολλές μάταιες προσπάθειες έγειρε στο πλάι κι έκλεισε απογοητευμένη τα μάτια, ο δε Τόνι τράβηξε το σεντόνι και σκεπάστηκε από ανακλαστική σεμνότητα. Πίσω από το μάτι της κάμερας μπορεί να ήταν εκατοντάδες φυσικά μάτια και να παρακολουθούσαν με ενδιαφέρον τα τεκταινόμενα.
 -Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς εσένα, Τόνι, είπε κάποια στιγμή η Μέριλιν και στριμώχτηκε στην αγκαλιά του. Αν μου φύγεις, θα πεθάνω.
 -Θα πεθάνεις έτσι κι αλλιώς σε λίγους μήνες, είπε αυτός. Και μετά θα ξαναγεννηθείς. Είσαι παγιδευμένη μέσα στην αθανασία σου. Έχεις χάσει το δικαίωμα να πεθάνεις.
 Λέγοντας αυτά τα λόγια  έμεινε έκπληκτος από τον εαυτό του. Ποτέ άλλοτε δεν είχε μιλήσει τόσο σοφά στη ζωή του.
 Η Μέριλιν τραβήχτηκε από την αγκαλιά του και τον κοίταξε προσβεβλημένη.
 -Αν και νομίζω, πρόσθεσε ο Τόνι, ότι η Μέριλιν Μονρόε η Πέμπτη που θα γεννηθεί μετά το θάνατό σου, δεν θα είσαι εσύ.
 -Και τότε πού θα είμαι εγώ;
 Ο Τόνι κούνησε τους ώμους.
 -Εκεί που είναι και οι άλλες Μέριλιν. Δηλαδή πουθενά.
 Η απάντηση της Μέριλιν ήταν ένα νέο ουρλιαχτό. Σήκωσε έπειτα το χέρι  και τον χαστούκισε στο πρόσωπο.
 -Είσαι ένας ελεεινός σερβιτόρος! φώναξε. Πώς τολμάς να με αμφισβητείς;
 Ο Τόνι ένιωσε ότι τώρα τα πράγματα είχαν αρχίσει να μπαίνουν στη σωστή τους θέση. Αυτό του έδωσε περισσότερο κουράγιο για να συνεχίσει.
 -Εγώ μπορεί να είμαι σερβιτόρος, αλλά εσύ είσαι κλώνος, είπε με κακία.
 Η Μέριλιν μαρμάρωσε. Μια τέτοια προσβολή προς το άτομό της δεν της είχε ποτέ ξαναγίνει. Μεσολάβησαν μερικά δευτερόλεπτα βουβής έντασης. Μετά άνοιξε το στόμα της για να εκστομίσει ποιος ξέρει ποια βρισιά, αλλά δεν πρόλαβε.
 -Μην τον ακούς, Μέριλιν.
 Η γλυκερή φωνή με το όνομα Φιλ ανακατεύτηκε αυθαίρετα στην κουβέντα τους θυμίζοντάς τους ότι δεν ήταν ποτέ μόνοι.
Αυτή η παρέμβαση εκνεύρισε τον Τόνι.
Έχοντας καταλήξει στο συμπέρασμα ότι ο κλώνος απέναντί του ήταν κάτι αόριστα κατώτερο από τον ίδιο, σαν ένα είδος ατελούς ανθρώπου περίπου, στράφηκε προς τη φωνή που ενστικτωδώς αναγνώριζε ότι ανήκε στο δικό του αυθεντικό βιολογικό είδος:
 -Γιατί δεν της λέτε την αλήθεια;
 Η φωνή δεν καταδέχτηκε να του απαντήσει.
 -Είμαι αθάνατη, είπε η Μέριλιν με ύφος που δεν σήκωνε αντιρρήσεις.
 -Α, ναι; Τότε γιατί κρατάς ημερολόγιο;
 -Δεν μπορεί να κλωνοποιηθεί η μνήμη μου. Αυτό ακόμα δεν το έχει καταφέρει η επιστήμη.
 -Μην ταράζεσαι, Μέριλιν, ακούστηκε πάλι η φωνή. Φθείρεις τα πολύτιμα κύτταρά σου.
 -Τι μπορούν να πάθουν τα πολύτιμα κύτταρά σου;  ρώτησε ο Τόνι.
 Η Μέριλιν άφησε ένα αναστεναγμό κι έπεσε στο κρεβάτι.
 -Γιατί να είναι τόσο πολύπλοκα τα πράγματα; Απλά ερωτεύτηκα. Αυτό είναι όλο.
 -Θέλω να πάω στο σπίτι μου, δήλωσε ο Τόνι προς τη Μέριλιν και – κυρίως-  προς την κάμερα.
 Η Μέριλιν τον κοίταξε κατ’ ευθείαν  στα μάτια.
 -Αυτό ξέχασέ το, είπε.

Από τη συλλογή διηγημάτων "Ο τέταρτος κλώνος".
Εκδόσεις Αίολος
2011


4 σχόλια:

AKG είπε...

Η Γενετική και η Βιοτεχνολογία ως επιστήμες θεραπεύτριες της ανθρώπινης αλαζονείας και αυταρχικότητας, δεν ακούγεται και σαν πολύ κακό πράγμα , υπό μια διαφορετική οπτική, Καίτη, εν τω μεταξύ όμως μεγάλη πίκρα στο απόσπασμα.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

AKG, το τέλος της ιστορίας απομακρύνει την πίκρα, αλλά δεν θέλω να στο πω.

Ανώνυμος είπε...

Γεια σου Καίτη,
νομίζω ότι όλα σου τα έργα αδικούνται όταν κάποιος διαβάζει μόνο ένα απόσπασμά τους. Χρειάζεται ολόκληρη η εικόνα τους για να τα ζήσει και να τα χαρεί ο αναγνώστης.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Γεια σου, Ανώνυμε.
Με συγχωρείς που σου απαντώ καθυστερημένα, αλλά δεν ενημερώνομαι για νέα σχόλια σε παλαιότερα σποτ. Το θέμα είναι ότι μερικά από τα διηγήματά μου είναι πολύ μεγάλα και αποθαρρύνουν τον αναγνώστη του διαδικτύου να τα διαβάσει. Σε επόμενες αναρτήσεις να βάλω μερικά μικρά.