Και ξαφνικά ένα βράδυ, καθώς κάπνιζε τα τελευταία του
τσιγάρα, πριν πάει για ύπνο, έκανε μια απροσδόκητη ανακάλυψη: δεν φοβόταν τον
θάνατο.
Στριφογύρισε αυτή τη σκέψη λίγη ώρα στο μυαλό του, αλλά
τίποτε δεν άλλαξε: όχι, δεν φοβόταν τον θάνατο.
Αυτός που εδώ και δεκαετίες σκεφτόταν αυτό το μοιραίο
γεγονός με μεταφυσική φρίκη, που αρνιόταν να τον αποδεχτεί, που θύμωνε και
οργιζόταν με το αδήριτο γεγονός του τέλους κάθε ζωής, τώρα στεκόταν απέναντί
του με μια αφύσικη ηρεμία.
«Θα πεθάνω», σκέφτηκε, «μπορώ να πεθάνω και τούτη εδώ τη
στιγμή. Δεν με νοιάζει».
Έτσι με μια κάθετη γραμμή χώρισε τον εαυτό του στα δύο: σε
κείνον που αρνιόταν τον θάνατο και σε κείνον που τον δεχόταν.
«Μα πώς συνέβη αυτή η ξαφνική αλλαγή;» αναρωτήθηκε. Δεν
άργησε να βρει την απάντηση:
Ήταν εβδομήντα έξι χρονών, η ζωή του ήταν πίσω, δεν περίμενε
τίποτε πια από αυτήν εκτός από αρρώστιες, ανημπόρια, πόνους, γιατρούς
νοσοκομεία. Ό,τι ήταν να κάνει στη ζωή του, καλό, κακό, το είχε κάνει. Οι μέρες
του περνούσαν απαράλλαχτα ίδιες, διάβασμα, τηλεόραση, πληρωμή λογαριασμών,
ψώνια. Περπατούσε με δυσκολία και σύντομα ίσως δεν θα μπορούσε να περπατήσει
καθόλου. Με τους φίλους του είχε κάποια αραιή τηλεφωνική επικοινωνία,
ηλικιωμένοι άνθρωποι κι αυτοί με προβλήματα υγείας.
«Το ξέρεις ότι έχουμε να ιδωθούμε κάμποσα χρόνια;» είπε τις
προάλλες στον πιο παλιό του φίλο που γερνούσε κι αυτός αργά στην άλλη άκρη της
πόλης. «Έχεις καταλάβει ότι επικοινωνούμε μόνο τηλεφωνικά;» Ο άλλος έμεινε
σιωπηλός, δεν περίμενε τέτοιες ερωτήσεις, μάλλον δεν είχε σκεφτεί ποτέ κάτι
τέτοιο. «Και κάτι ακόμα», πρόσθεσε αυτός: «Το ξέρεις ότι μπορεί να μην ιδωθούμε
ποτέ πια;»
«Μα γιατί τι λες αυτό;» έκανε αμήχανα ο φίλος του.
«Επειδή γερνάμε. Μένεις μακριά, δεν είναι εύκολο να
συναντηθούμε πια για ένα καφέ. Από δω και πέρα θα επικοινωνούμε μόνο με το
τηλέφωνο».
Την επόμενη μέρα που ανακάλυψε ότι δεν φοβόταν τον θάνατο
βρέθηκε σε ένα ιατρικό κέντρο. Πονούσε η μέση του, πονούσε ο ώμος του, τα πόδια
του, όχι τίποτα τρομεροί πόνοι, αλλά πάντως καλό θα ήταν να τον εξέταζε κάποιος
ορθοπεδικός.
Καθώς περίμενε τη σειρά του, έβλεπε να περνούν από μπροστά
του διάφοροι, μεσόκοποι όλοι και σε καλή κατάσταση. Μετά όμως είδε το φορείο με
τη γερόντισσα που κάποιος νοσηλευτής έβγαλε από το ασανσέρ. Φορούσε νυχτικό,
είχε κατάλευκα, αχτένιστα μαλλιά και μια έκφραση αδιαφορίας για τα πάντα. Ή
καρτερίας; Ή ελπίδας για ανάρρωση; Ανάρρωση όμως για ποιο λόγο; Για
μακροημέρευση; Αστεία πράγματα…
Μετά από λίγο ένας άλλος νοσηλευτής πέρασε από μπροστά του
με ένα νέο φορείο. Εδώ κειτόταν ένας γέροντας που έδειχνε απόλυτη παραίτηση από
όλα. «Θα κάνουν τα πάντα για να τον κρατήσουν στη ζωή», σκέφτηκε. «Σε ποια ζωή
όμως;»
Ένιωσε πάλι την αφοβία του θανάτου. «Δεν θέλω να καταντήσω
έτσι», σκέφτηκε. «Δεν έχει κανένα νόημα μια τέτοια ζωή. Δεν είναι καν ζωή. Ο
Χάρος κάνει βόλτες και οι γιατροί κρατούν με τη βία στη ζωή έναν μισοπεθαμένο
άνθρωπο». Βέβαια αυτός μάλλον θα θέλει να ζήσει κι άλλο. Δικαίωμά του. Μπορεί
να έχει παιδιά που θα θέλουν να τον έχουν κοντά τους ζωντανό. Πολύ ανθρώπινο.
Αυτός όμως δεν έχει κανέναν. Αν πεθάνει, κάποιοι θα λυπηθούν
για μερικές ώρες, ίσως μια δυο μέρες το πολύ, μετά θα τον περάσουν στους
νεκρούς φίλους τους. Μικρό το κακό.
Ο γιατρός τού έκανε κάποιες ερωτήσεις, έπειτα τον ξάπλωσε
στο κρεβάτι και έπιασε τα χέρια του, μετά τα πόδια του και τα κουνούσε πέρα
δώθε. Εδώ πονάω, εδώ όχι, έλεγε αυτός. Στο τέλος τού συνέστησε να κάνει κάποιες
εξετάσεις για να έχουν μια ακριβή εικόνα της κατάστασής του.
Θα τις έκανε φυσικά. Δεν είχε κανένα σκοπό να πεθάνει, όσο
στεκόταν στα πόδια του και ζούσε την πληκτική ζωή του.
Η αυτοκτονία, σκέφτηκε, όταν γίνεται σε βρασμό ψυχής, είναι
λάθος. Περνά ο βρασμός, γίνεσαι ξανά νηφάλιος και συνεχίζεις να ζεις χωρίς
μαύρες σκέψεις. Η αυτοκτονία πρέπει να γίνεται, όταν είσαι ψύχραιμος. Όταν τα
έχεις υπολογίσει όλα, τα έχεις μετρήσει, τα έχεις ζυγίσει, ξέρεις ποια είναι τα
υπέρ και τα κατά. Όταν θα έρθει ο κατάλληλος καιρός, όταν δηλαδή η ζωή έχει
γίνει βάρος και ενόχληση, μπορώ να αυτοκτονήσω. Προς το παρόν θα ζήσω.
Βγήκε στο δρόμο, πήρε ένα ταξί και γύρισε σπίτι του. Έφτιαξε
καφέ, άναψε το τσιγάρο του και στο νου του ήρθαν οι δυο γέροντες στο φορείο που
είχε δει λίγο πιο πριν. Τέτοια γεράματα δεν επρόκειτο να ζήσει ποτέ.
Αφοβία θανάτου, τι απελευθέρωση ήταν αυτή!