Γιατί χώνεις τα δάχτυλά σου
μες
στη σάρκα μου,
γιατί
τα σωθικά μου ανακατεύεις,
ξένος
εσύ,
ξένη
εγώ,
πώς
ανταμώσαμε
σ’
αυτό το σταυροδρόμι
των
απελπισμένων;
Γιατί χώνεις τα δάχτυλά σου
μες
στη σάρκα μου,
γιατί
τα σωθικά μου ανακατεύεις,
ξένος
εσύ,
ξένη
εγώ,
πώς
ανταμώσαμε
σ’
αυτό το σταυροδρόμι
των
απελπισμένων;
Είναι
τώρα καιρός
που
μ’ έχει πάρει αγκαλιά
και
με ψιθυριστή φωνή
μου λέει λογάκια,
«γιατί
και
για ποιο λόγο,
αφού
δεν έχει νόημα,
εξάλλου
είναι πια αργά,
μην
κάνεις τίποτα,
είσαι
καλά εδώ
στην
αγκαλιά μου μέσα».
Γέμισε
δηλητήριο το αίμα μου
και
κάθε μέρα
όλο
και πιο πολύ βαραίνω.
«Όμως
θέλω να ζήσω»,
τολμώ
καμιά φορά να πω
και
τότε μου χαμογελά,
«μα
ασφαλώς,
μέσα
στα χέρια μου θα ζήσεις,
όσο
αντέξεις,
όσο
να πεις
θα
φύγω τώρα,
έχουν
τελειώσει όλα.
Ευχαριστώ».
Ω, ήταν σπουδαίος αυτός,
αντίθετα
ο διπλανός του
υπήρξε
ένας ακαμάτης,
αυτή
εδώ, πολύ ωραία γυναίκα
αλλά
αχαλίνωτη,
ετούτος
επιστήμων με περγαμηνές
κι
ο άλλος παρακάτω
ανάπηρος
ο δυστυχής,
αυτή ασήμαντη
κι
εκείνος παραπέρα
μικροαπατεώνας.
Όμως
τι φοβερή εξίσωση
ο
θάνατος...
«Το νιώθω να συμβαίνει και τυραννιέμαι»
Η Καίτη Βασιλάκου
στο καινούργιο της μυθιστόρημα «Homo Aeternus» καταδεικνύει για άλλη μια φορά τη δεξιότητά της να στοχάζεται
πάνω σε βαθιές έννοιες και φιλοσοφικά ερωτήματα
μέσα από τις εμπνευσμένες ιστορίες της. Ήδη ο τίτλος του συγκεκριμένου βιβλίου
αποτελεί παραδοξολογία: τι είδους άνθρωπος (Homo) είναι αυτός που ζει αιώνια (Aeternus); Η κατάσταση ξεδιαλύνεται, φαινομενικά τουλάχιστον,
νωρίς, όπως μαθαίνουμε από τον Ρωμαίο, τον κεντρικό αφηγητή (και όχι «ήρωα»,
ευθυγραμμιζόμενος με το πνεύμα του βιβλίου).
Ο Ρωμαίος είναι ένα άφυλο ανδροειδές και ανήκει στους Homo Aeternus, ένα τύπο/είδος ρομπότ
που κατασκευάστηκε κάποτε από τον άνθρωπο, τον Homo Sapiens («Ο Λογικός Άνθρωπος»). Ο
τελευταίος, στο απροσδιόριστο μέλλον της ιστορίας, έχει εκπέσει ως είδος και
ζει σε καταυλισμούς, τους οποίους εποπτεύει ο Homo Aeternus. Ο Homo Aeternus είναι πλέον το κυρίαρχο
είδος στον πλανήτη και φροντίζει για την προστασία και επιβίωση των πλασμάτων
του, συμπεριλαμβανομένου και του είδους που τον κατασκεύασε. Πλασμένος κατ’
εικόνα και καθ’ ομοίωση του ανθρώπου, ο Homo Aeternus μοιάζει εξωτερικά με τον Homo Sapiens, αλλά διαχωρίζεται από εκείνον σε δύο πολύ βασικούς
τομείς: ο Aeternus, όπως φανερώνει και το
όνομά του, είναι, ως ρομπότ, άφθαρτος, αγέραστος και, άρα, αθάνατος. Επίσης,
είναι προγραμματισμένος έτσι, ώστε να μη βιώνει αισθήματα ή συναισθήματα,
καθοδηγείται μονάχα από μία αταλάντευτη ηθική, η οποία απορρέει από τη στυγνή
λογική του.
Η συγγραφέας δεν επικεντρώνεται τόσο
στο ζήτημα της θνητότητας, όσο στο δίπολο συναίσθημα – λογική ως την ειδοποιό
διαφορά μεταξύ Homo Sapiens και Homo Aeternus. Ο πρώτος, σε αντίθεση
με την ονομασία του, παρασυρμένος από το συναίσθημα και όχι καθοδηγούμενος από
τη λογική, έσπρωξε το είδος του στον μαρασμό. Από την άλλη, ο Aeternus ζει τη μηχανική ζωή του αρμονικά,
σε μια κατάσταση ουδέτερης αταραξίας. Τα ονόματα των μεν και των δε
καθρεφτίζουν τη διαφορετική συνθήκη στην οποία ζουν: Οι άνθρωποι του είδους Homo Sapiens φέρουν πλέον ονόματα που
προσιδιάζουν, θα έλεγε κανείς, σε κατοικίδια, όπως Ρίκο, Λούντι, και Σέντι. Αντίθετα,
τα μέλη του Homo Aeternus έχουν ονόματα που
θυμίζουν το ένδοξο παρελθόν και τα επιτεύγματά της ανθρωπότητας: Σίλερ, Υπατία, Κλεοπάτρα, Καρλομάγνος, Θηρεσία,
Βιργίλιος και, φυσικά, Ρωμαίος.
Ο αναγνώστης του μυθιστορήματος αισθάνεται να υπάρχει ο
ίδιος μέσα στο χάσμα που χωρίζει την ξεπεσμένη αυτή εκδοχή του Homo Sapiens από τον Homo Aeternus. Καθώς η ιστορία προχωρεί,
το χάσμα όλο και βαθαίνει, τα ερωτήματα γίνονται πιο εμφανή και απαιτούν να ακουστούν.
Κάποια μέλη του Homo Aeternus, συμπεριλαμβανομένου και του Ρωμαίου, φαίνεται να κάνουν
ένα βήμα παραπέρα από αυτό που ορίζει το είδος τους, και διερωτώνται πάνω στην
έννοια και τη φύση των συναισθημάτων («γιατί [οι άνθρωποι] απέφυγαν να μας εμφυτεύσουν
συναισθήματα;», σελ. 9). Σταδιακά, η κατάσταση εκτροχιάζεται: ο Homo Aeternus διεξάγει πειράματα πάνω
στον εαυτό του για να δοκιμάσει συναισθήματα. Όσα περισσότερα συναισθήματα δοκιμάζει,
τόσο καλύτερα κατανοεί τη φύση του Homo Sapiens («ο δημιουργός μας… υπήρξε ένα τραγικό πλάσμα», σελ. 114).
Αλλά δεν είναι μόνο αυτό. Όσο πιο πολύ εξερευνά τη φύση (ψυχή;) του ανθρώπου,
τόσο περισσότερο του μοιάζει. Η ηθική του, άρα και η φύση του αλλάζει, ή, με
όρους βιολογίας, τα χαρακτηριστικά του είδους του μεταλλάσσονται.
Υπάρχουν άλλοι του είδους του όμως που παραμένουν αμετάκλητα
αρνητικοί σε αυτή την εξέλιξη («εμείς είμαστε μηχανές … Μια μηχανή δεν έχει
ανάγκη από συναισθήματα», σελ. 60) και επιμένουν πώς ο πειραματισμός με τα
συναισθήματα, τα οποία οδήγησαν τον Homo Sapiens στην παρακμή, δεν
αποτελεί πρόοδο αλλά οπισθοδρόμηση για το είδος του Homo Aeternus, ότι πρόκειται για ένα εσφαλμένο, εκούσιο πισωγύρισμα. Διερωτώνται,
αν η δοκιμή συναισθημάτων από τον Homo Aeternus αποτελεί κάποιον ιό στο
σύστημά του, ίσως κάτι ανάλογο με καρκινικά κύτταρα που απεργάζονται την
καταστροφή του ξενιστή τους ως είδους ή μήπως είναι ένα αναπόδραστο
χαρακτηριστικό που πέρασε μέσα του από τον Homo Sapiens, τον δημιουργό του,
τουλάχιστον σε κάποιες από τις «μηχανές».
Η Βασιλάκου με τη νευρώδη αφήγησή της θέτει ερωτήματα,
χωρίς να δίνει ξεκάθαρες απαντήσεις. Οι διάλογοι και ο εσωτερικός διάλογος
κρατούν αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, καθώς σκαλίζουν πανανθρώπινες και
διαχρονικές απορίες του ανθρώπου πάνω στη φύση και τον σκοπό της ύπαρξής του. Παρόλο
που ως βιβλίο είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον αφ’ εαυτού του, λόγω «σκηνικού» και περιεχομένου, αποκτά επιπλέον έναν αισθητά επίκαιρο χαρακτήρα με όλες τις πρόσφατες εξελίξεις
στον τομέα της τεχνητής νοημοσύνης.[1]
Μπορεί το δημιούργημα να ξεπεράσει τον δημιουργό; Και αν
ναι, αυτό τι συνεπάγεται; Τι κάνει έναν
άνθρωπο άνθρωπο; Η βιολογία του, η συνείδησή του; Είναι το μέλλον όπως απεικάζεται
στο βιβλίο μια ουτοπία ή μια δυστοπία;
Εν τέλει, προσπαθεί ο Ρωμαίος στον Homo Aeternus να προσεγγίσει τον
Σαιξπηρικό έφηβο, του οποίου το όνομα φέρει, τον ήρωα αυτό, πασίγνωστο για τη
ζέση της αγάπης του, και σπάζοντας την υπαρξιακή ειρωνεία στην οποία είναι
φυλακισμένος, να γίνει σαν τη μηχανική εκδοχή του Πινόκιο, ένας «αληθινός
άνθρωπος»;
Και αν ναι, τα καταφέρνει; Εάν τα καταφέρνει, με τι κόστος για τον ίδιο, τι τίμημα για τους γύρω του;
-------------------------
1 Η συγγραφέας έχει ασχοληθεί και στο παρελθόν με
παρεμφερή θεματολογία (λ.χ., Το Επίμονο Φαινόμενο, Ο Τέταρτος Κλώνος).
Δελτίο Τύπου
Βγήκε γυμνός και βρεγμένος από το μπάνιο και στάθηκε
μπροστά στον καθρέφτη. Τα μαλλιά του έσταζαν ακόμα, δυο τρεις σταγόνες κύλησαν
αργά στο μέτωπό του. Τις σκούπισε μηχανικά με την πετσέτα. Έμεινε αρκετή ώρα στην
ίδια θέση κοιτάζοντας το είδωλό του. Μια διάχυτη, ακαθόριστη διάθεση τον
κατέλαβε, κάτι που πάντα ένιωθε, όποτε κοιταζόταν στον καθρέφτη.
Ξεκόλλησε με κάποια δυσκολία από το είδωλό του
και ετοιμάστηκε. Απλό ντύσιμο, να μην παρασύρεται το μάτι από τα ρούχα, να
επικεντρώνεται στη φυσική ομορφιά του. Γκρι παντελόνι, λευκό πουκάμισο, λίγο
ανοιχτό στο στήθος, μαλακά παπούτσια δερμάτινα ακριβά. Κανένα κόσμημα, κανένα
δαχτυλίδι ή αλυσίδα στο λαιμό ή οτιδήποτε που θα αποσπούσε την προσοχή από τη
μορφή του. Ένα ακριβό ρολόι στο δεξί του χέρι, δώρο κάποιου θαυμαστή. Και ο
μικρός, δυσδιάκριτος χρυσός κρίκος στο αυτί του. Χτένισε τα μαλλιά του,
μισοβρεγμένα ακόμα, προς τα πίσω για να αναδειχθεί το ωραίο του μέτωπο.
Έπειτα βγήκε έξω. Δεν είχε κανένα πρόγραμμα
απόψε, γενικά δεν έχει πρόγραμμα, βγαίνει, όποτε του κάνει κέφι και βολτάρει
και όποια στιγμή το θελήσει, βρίσκεται με παρέα, έτσι γίνεται πάντα.
Στο δρόμο η ίδια πάντα αναστάτωση στο πέρασμά
του. Οι γυναίκες τον κοίταζαν, οι άνδρες τον κοίταζαν, έχει συνηθίσει πια και
δεν δίνει σημασία.
Όταν ήταν αγόρι, ένιωθε παράξενα με αυτά τα
αδιάκριτα βλέμματα. Πολλές φορές ντρεπόταν, ήθελε να κρυφτεί, να μην τον βλέπει
κανείς. Μετά ανακάλυψε ότι ήταν όμορφος. Πανέμορφος. Θεός. Από τότε συνήθισε τα
βλέμματα των άλλων, δεν του έκαναν εντύπωση.
Ανέβηκε τη λεωφόρο με ανάλαφρο βήμα, βγήκε στη
διασταύρωση, σκέφτηκε προς τα πού να κατευθυνθεί, τελικά αποφάσισε να στρίψει
δεξιά και να κατηφορίσει προς την πλατεία. Κόσμος πολύς εδώ, κάθονταν όλοι στα
τραπεζάκια και φλυαρούσαν.
Βρήκε ένα άδειο τραπέζι και κάθισε. Η σερβιτόρα
κατέφθασε αμέσως. Της παράγγειλε καφέ αγνοώντας το επίμονο βλέμμα της. Οι άλλοι
από τα διπλανά τραπέζια τον κοίταζαν ήδη με ενδιαφέρον. Σταύρωσε τα πόδια και
ασχολήθηκε με τον κόσμο που περνούσε από το πεζοδρόμιο μπροστά του. Συγχρόνως ένιωθε
πάνω του καρφωμένα τα βλέμματα όλων, αλλά το είχε συνηθίσει, δεν τον ενδιέφερε.
Ούτε και είχε αλαζονεία με τόση ομορφιά. Ήταν
όμορφος, αυτό ήταν ένα γεγονός, τίποτα περισσότερο. Τον κοίταζαν, επειδή ήταν
όμορφος. Κι αυτό επίσης ήταν κάτι φυσικό, το ίδιο θα έκανε κι αυτός, αν έβλεπε
κάποιον ομορφότερό του. Αλλά δεν είχε συναντήσει ποτέ του κανέναν.
Παλιότερα, πριν αρχίσει αυτή την επίμονη
αναζήτηση εκείνου που θα ήταν ωραιότερος από αυτόν ή έστω ίσος του, κοίταζε τις
όμορφες γυναίκες. Ήταν τόσο εύκολο να βρεθεί στο κρεβάτι μαζί τους που σύντομα
έχασε το ερωτικό ενδιαφέρον του. Εξακολουθούσε όμως να τις παρατηρεί με το
ζωηρό ενδιαφέρον ενός εστέτ που λατρεύει τα αντικείμενα τέχνης.
Οι όμορφες γυναίκες φάνταζαν στα μάτια του σαν
εξαίρετα καλλιτεχνήματα ή σαν κοσμήματα φτιαγμένα από σπάνιους πολύτιμους
λίθους ή μερικές φορές σαν εξωτικά πουλιά με παραδείσιο φτέρωμα. Μπορούσε να
μένει εκστατικός με τις ώρες να τις παρατηρεί και να γεμίζει με ομορφιά όλη του
η ύπαρξη. Όταν όμως ερχόταν η ώρα του κρεβατιού κι αυτές αφαιρούσαν από πάνω
τους όλα εκείνα τα αστραφτερά στολίδια που τόνιζαν την ομορφιά τους, όταν
αποκάλυπταν το αρμονικό τους σώμα με τις τέλειες αναλογίες, μια ανεξήγητη
απογοήτευση τον καταλάμβανε. Δεν ένιωθε κανένα πόθο γι’ αυτές, το σώμα του
παρέμενε αδρανές.
Κάπως του φαινόταν ότι η γυναικεία ομορφιά δεν
μπορούσε να ενωθεί με τη δική του, σαν να επρόκειτο για δυο στοιχεία της φύσης
που δεν μπορούν να αναμιχθούν και στέκουν ξέχωρα. Έφερνε στο μυαλό του διάφορα
παραδείγματα, όπως παραδείγματος χάριν το λάδι και το νερό, δυο υγρά που
αρνούνται να ενωθούν και το καθένα θέλει να είναι μόνο του με ξεκαθαρισμένα τα
όριά του. Ενώ θα ήταν ωραίο αν λόγου χάριν αυτός ήταν κάτι σαν αλάτι και χυνόταν
μέσα στο νερό που θα ήταν η γυναίκα. Το αλάτι θα γινόταν ένα με το νερό και το
νερό από γλυκό θα γινόταν αρμυρό.
Κάποτε προσπάθησε να το εξηγήσει αυτό σε μια
ερωμένη του, αλλά εκείνη τον άκουγε, χωρίς να καλοκαταλαβαίνει, ενώ ένα ελαφρό
τρέμουλο στο σώμα της δεν έκρυβε την ανυπομονησία της να ενωθεί μαζί του.
Δυσκολεύτηκε πολύ να την ικανοποιήσει έπειτα και από τότε είχε μια σειρά
αποτυχημένων επαφών με πανέμορφες γυναίκες.
Κατέληξε έτσι κάποτε στο συμπέρασμα ότι η
γυναικεία ομορφιά ήταν γι’ αυτόν κάτι ξένο, σχεδόν αλλόκοτο, κάτι που δεν
μπορούσε να μετρηθεί, να συγκριθεί με τη δική του αρσενική ομορφιά. Ήταν μια
αλλότρια ομορφιά. Μπορούσε να τη θαυμάζει ατελείωτες ώρες, αλλά δεν μπορούσε να
την ερωτευτεί. Έτσι παραιτήθηκε από τους γυναικείους έρωτες. Δεν τον ενδιέφεραν
πια.
Στράφηκε τότε στους άνδρες. Μαζί τους ένιωθε
κατά κάποιο τρόπο πιο οικεία, εδώ το μέτρο σύγκρισης ήταν το ίδιο. Ένα ανδρικό
σώμα όμοιο με το δικό του, με τις ίδιες προδιαγραφές, επέτρεπε την εξοικείωση
και παράλληλα προκαλούσε για αναμέτρηση. Ήθελε να δει ίσως την ομορφιά του
διπλασιασμένη ή ίσως ένιωθε πως ένας άλλος άνδρας θα εκτιμούσε με μεγαλύτερη
ακρίβεια το φυσικό του κάλλος. Ή μπορεί όλα αυτά να ήταν απλώς δικαιολογίες και
το μόνο που επιθυμούσε ήταν να συνευρεθεί ερωτικά με ένα άλλο όμορφο σώμα.
Με τον ίδιο ζήλο, με τον ίδιο ερωτικό πόθο,
όπως παλιότερα με τις γυναίκες, έψαξε να βρει όμορφους άνδρες για το κρεβάτι
του. Βρήκε αρκετούς, αλλά κανένας δεν ήταν σαν κι αυτόν. Στην αρχή το παρέβλεπε
αυτό. Ήταν ο ενθουσιασμός του για τις νέες ηδονές που ανοίγονταν μπροστά του
που τον έκανε να μη δίνει σημασία σε κάποιες λεπτομέρειες, όπως σε μια μύτη λίγο
πιο μεγάλη από όσο επέτρεπαν οι κανόνες της αρμονίας ή σε μια φωνή που έβγαινε
από ένα μάλλον ελαττωματικό λαρύγγι ή σε ένα βλέμμα που έκρυβε ανεπιτυχώς μια
δόση χυδαιότητας. Ίσως ήταν τώρα πιο
αυστηρός στις επιλογές του, επειδή απέναντί του δεν είχε το αλλότριο αλλά το
οικείο, κάτι που γνώριζε πολύ καλά και μπορούσε να το ζυγίσει και να το
μετρήσει με μαθηματική ακρίβεια.
Παρ’ όλα αυτά στην αρχή δεν έδινε σημασία σε
ασήμαντα και σχεδόν αόρατα ελαττώματα. Χαιρόταν την ομορφιά που είχε απέναντί
του και ήθελε να την απολαύσει ερωτικά με την ίδια ένταση που είχε απολαύσει τη
γυναικεία ομορφιά.
Όμως με τον καιρό πάλι ο ενθουσιασμός του
έπεσε. Αλλάζοντας συνέχεια συντρόφους έλπιζε ότι κάποια στιγμή θα έβρισκε τον
τέλειο για να ενωθεί μαζί του, όπως τέλειος ήταν ο ίδιος. Δεν τον βρήκε ποτέ. Η
ξεχωριστή ομορφιά του είχε αρχίσει να σκάβει μια βαθιά τάφρο ανάμεσα σε εκείνον
και τους άλλους, έδειχνε να θέλει να τον κρατήσει πέρα και μακριά από αυτούς.
Συχνά είχε την αίσθηση ότι ξέπεφτε κατά κάποιο
τρόπο σ’ αυτά τα κρεβάτια όπου ενωνόταν με εραστές κατώτερους, ότι μίαινε το
τέλειο σώμα του, ότι έδινε τα άγια τοις κυσί. Οι τελευταίοι του εραστές
ξύπνησαν μάλιστα μέσα του μιαν αναπάντεχη και αναίτια βιαιότητα. Κάποιους από αυτούς τους χτύπησε με
μανία και το περίεργο είναι ότι εκείνοι συνέχισαν να σέρνονται από πίσω του και
να τον παρακαλούν για την εύνοιά του. Και μόνο αυτό, η εκούσια ταπείνωσή τους
δηλαδή, ήταν αρκετή για να τους απορρίψει και να τους εγκαταλείψει για πάντα. Επειδή
με αυτό τον τρόπο αποδείκνυαν τη διαφορά και την ανισότητα ανάμεσά τους.
Εκείνος ήταν πάντα ο καλύτερος.
Η σερβιτόρα έφερε τον καφέ και τον ακούμπησε
στο τραπεζάκι. Στάθηκε για λίγο αναποφάσιστη κοιτάζοντάς τον, μετά
απομακρύνθηκε. Κάποιος από απέναντι είχε καρφώσει εδώ και ώρα τα μάτια επάνω
του. Δεν του έδωσε σημασία, ανήκε στην κατηγορία εκείνων με τους οποίους δεν θα
πήγαινε ποτέ. Ήπιε μια γουλιά καφέ και συνέχισε να κοιτάζει αφηρημένα τους
περαστικούς.
Υπάρχει μια αίσθηση μοναξιάς, όταν ξεχωρίζεις
από τους άλλους. Και ο θαυμασμός τους είναι κάτι σαν παρηγοριά, σαν ανταμοιβή
γι’ αυτή τη μοναξιά που βιώνεις αναγκαστικά. Συχνά μάλιστα ο θαυμασμός αυτός σε
παρασύρει σε μια εξωστρεφή αλαζονεία, περιφρονείς τους άλλους και δεν διστάζεις
να τους το δείξεις. Παλιότερα είχε κι αυτός παρασυρθεί από μια τέτοια φτηνή
αλαζονεία και είχε προσβάλει πολλούς. Τώρα πια δεν το κάνει. Τώρα υποφέρει από
μια σιωπηλή αλαζονεία που έχει πολλή μοναξιά μέσα της. Εξωτερικά δείχνει απλός
και ανεπιτήδευτος. Ασκήθηκε πολύ μέχρι να το πετύχει αυτό. Ίσως τον βοήθησε
λιγάκι και η ίδια η ζωή που δεν του έφερε τον εραστή που ονειρευόταν.
Αναρωτιόταν τελευταία πώς θα τον ήθελε αυτό
τον εραστή, με τι σώμα, με τι χαρακτηριστικά. Κάθε φορά που το σκεφτόταν αυτό,
ερχόταν στο μυαλό του η δική του μορφή.
Του άρεσε να στέκεται στον καθρέφτη και να
κοιτάζεται, να χαϊδεύει τα μαλλιά του, το σώμα του, Παράλογες εικόνες περνούσαν
τότε από το μυαλό του. Φανταζόταν να είναι στο κρεβάτι με ένα αντίγραφό του και
να κάνει μαζί του έρωτα, έναν έρωτα άλλοτε χαλαρό και γλυκό και άλλοτε βίαιο,
γεμάτο πάθος. Όταν συνερχόταν, σκεφτόταν απογοητευμένος ότι ποτέ δεν θα έβρισκε
το αντίγραφό του ή έστω κάποιον που να του μοιάζει τόσο πολύ. Θα ξόδευε την
ομορφιά του και το ερωτικό του πάθος με εραστές που θα δέχονταν την εύνοιά του
με ευγνωμοσύνη, με εραστές πάντα κατώτερους που θα του άφηναν στο τέλος μια
γεύση ανικανοποίητου και μια αίσθηση αποτυχίας.
Τέλειωσε τον καφέ του και σηκώθηκε. Ο άλλος
απέναντι ανακάθισε στην καρέκλα και προσπάθησε να μαντέψει τις διαθέσεις του.
Του γύρισε την πλάτη και κατηφόρισε προς στο κάτω μέρος της πλατείας. Βλέμματα
από παντού, βλέμματα αδηφάγα, βλέμματα θαυμασμού, περιέργειας, απορίας, ερωτικά
βλέμματα. Ένιωσε τη μοναξιά του μεγαλύτερη. Βγήκε στη λεωφόρο, περπάτησε,
έφτασε στην επόμενη πλατεία, τη διέσχισε, κάπου κοντοστάθηκε, δεν ήξερε ποια
κατεύθυνση να πάρει. Η διάθεσή του γινόταν ολοένα πιο σκοτεινή.
Τελικά πήρε ένα ταξί και γύρισε σπίτι του.
Γδύθηκε, ξάπλωσε στο κρεβάτι κι έκλεισε τα μάτια. Απέξω ερχόταν μουσική,
κάποιοι διασκέδαζαν.
Δεν ήταν ακριβώς κακή η διάθεσή του, ήταν μάλλον
θολή, κάτι αδιευκρίνιστο γυρόφερνε στο μυαλό του. Θα μπορούσε φυσικά, αν το ήθελε,
να μην ήταν απόψε μόνος. Φαντάστηκε τον εαυτό του με κάποιον δίπλα του και,
χωρίς να το καταλάβει, αυτός ο κάποιος πήρε τα δικά του χαρακτηριστικά.
Γύρισε στο πλευρό κι έφερε στο μυαλό του τους
τελευταίους εραστές του. Καλοκαμωμένοι άντρες, τίποτε περισσότερο από αυτό. Μια
αίσθηση βαρεμάρας τού χάλασε κι άλλο τη διάθεση. Γύρισε πάλι ανάσκελα κι
έστειλε τη σκέψη του σε όμορφες γυναίκες. Κάτι ψυχρό και ξένο τον τύλιξε.
Τίποτα λοιπόν. Δεν υπήρχε ένα πλάσμα στον κόσμο
αυτόν που θα μπορούσε να τον συγκινήσει. Το σώμα του από καιρό είχε πάψει να
αντιδρά στα ερωτικά καλέσματα του ενός και του άλλου.
Σηκώθηκε, άναψε το φως και στάθηκε μπροστά στον
καθρέφτη. Το είδωλό του τον κοίταξε με την ίδια ανεξιχνίαστη διάθεση, ίσως λίγο
πιο αινιγματικό, λίγο πιο σκοτεινό. Ασυναίσθητα τίναξε πίσω τα μαλλιά του και
θαύμασε το φωτεινό, ωραίο του πρόσωπο.
Έπρεπε να το πάρει απόφαση, δεν θα έβρισκε ποτέ
τον όμοιό του. Το σκέφτηκε αυτό ήρεμα και μια ιδέα μελαγχολικά. Δεν θα έβρισκε τελικά
ποτέ τον εραστή που ονειρευόταν. Η ομορφιά του θα σπαταλιόταν πάντα σε
ακατάλληλα κρεβάτια με εραστές και ερωμένες που θα σέρνονταν πάνω στο κορμί του
και λαίμαργα θα ζητούσαν να κάνουν δική τους την ομορφιά που αυτός τους χάριζε
άσκεφτα. Αλλά αυτή η ομορφιά ήταν δική του, δεν ανήκε σε κανέναν άλλον. Αυτή
την ομορφιά κανείς δεν ήταν άξιος να τη χαρεί.
Κοίταξε το είδωλό του ήσυχα, έγλειψε τα χείλια
του και μετά χάιδεψε το κορμί του. Το κορμί του ανταποκρίθηκε στα χάδια του,
μια γλυκιά ερωτική επιθυμία τον κατέκλυσε. Αφέθηκε ερεθισμένος στην παρόρμησή
του και έκανε έρωτα με το ωραίο του είδωλο, έναν έρωτα παθιασμένο που του έδωσε
μια πρωτόγνωρη ηδονή, ενώ απέξω η μουσική είχε δυναμώσει και κάποιοι γελούσαν
ασταμάτητα. Γύρισε έπειτα στο κρεβάτι του και ξάπλωσε. Έκλεισε τα μάτια κι ένας
γλυκός ύπνος χύθηκε στα μέλη του.
Από κείνο το βράδυ κανείς άνδρας και καμιά
γυναίκα δεν τον χάρηκαν πια. Μόνο αυτός μπορούσε να χαρεί την τέλεια ομορφιά
που του είχε δώσει η φύση.
Αυτός, ο ιδιοκτήτης της.
Ανάμεσα σε δυο μηδενικά παίζεται αδιάλειπτα ένα ακατανόητο
θέατρο.
-------
Ό,τι κι αν κάνουμε βρίσκεται πάντα μέσα στα όριά μας. Ας το
πάρουμε απόφαση.
-------
Αυτά που βλέπω δεν θα τα ξαναδώ.
-------
Νεκρά συναισθήματα κείτονται στον πάτο των αναμνήσεών μου.
Κάποτε θα πέθαινα γι’ αυτά. Πόσο γελοίο!
-------
Αυξάνονται γύρω μου οι νεκροί.
-------
Γιατί νιώθω αθάνατη, αφού ξέρω πως θα πεθάνω;
-------
Η ζωή, τι μεγάλη απάτη!
-------
Παρ’ όλα αυτά εξακολουθώ να δακρύζω, όταν βλέπω ταινίες
μυθοπλασίας.
-------
Οι ελπίδες μου συρρικνώθηκαν σε δυο τρία πραγματάκια του
παρόντος.
--------
Το μέλλον μου παραμένει σκοτεινό. Μπορώ να το καταστρέψω
αυτή τη στιγμή, να του αφαιρέσω κάθε δυνατότητα. Έχω την εξουσία, δεν έχω τη
θέληση.
--------
Οι γονείς μου ήθελαν παιδί και τους έκανα τη χάρη. Αυτοί οι
αγνώμονες έφυγαν ωστόσο. Ποτέ δεν ρωτήθηκα για τίποτα.
--------
Τοίχοι και τείχη. Τα επιβλέπει η Τύχη.
--------
Δεν υπάρχει Θεός. Υπάρχει ένα μάτι χωρίς καλοσύνη.
---------
Ο χρόνος από ένα σημείο και μετά δηλώνει την παρουσία του με
σφυριές.
--------
Ένα καλό μού έμεινε ωστόσο: η καλπάζουσα φαντασία.
Κόκκινος ήλιος.
Οι σκιές που πέφτουν
είναι μακριές σαν κυπαρίσσια,
κόκκινες σαν τη φωτιά,
περνούν από πάνω μου,
με χαϊδεύουν,
νιώθω την καυτή ανάσα τους
στο κορμί μου,
οι σκιές που πέφτουν
είναι κάτι σαν παρηγοριά
μέσα στην απέραντη σιωπή του τοπίου.
Περπατώ αργά, με κόπο,
χωρίς να σταματώ.
Κόκκινος ήλιος.
Οι πέτρες που με προσπερνούν
είναι ξερές και κόκκινες,
αφήνουν χαμηλόφωνες ανταύγειες
σαν εξαερωμένες γλώσσες φωτιάς,
γλείφουν τις άκρες του κορμιού μου,
είναι ήσυχες,
στέκονται κάτω από τον ήλιο
και περιμένουν,
δεν τις φοβάμαι,
με προσπερνούν μία-μία
κοιτάζοντάς με με ήσυχο μάτι
κι εγώ προχωρώ μέσα στο έρημο τοπίο,
σέρνω με δυσκολία τα βήματά μου.
Είναι πολύς καιρός
που έχασα τους χυμούς μου,
ξεραίνομαι σιγά-σιγά,
ζαρώνει το πετσί μου, κιτρινίζει,
αλλάζω χρώμα.
Το μέρος τούτο με απορροφά
και με εξατμίζει.
Είμαι ξερός από νερό,
ξερός από αίμα.
Κόκκινος ήλιος.
Οι γραμμές του ορίζοντα μπερδεύονται,
παίζουν με τα μάτια μου,
ανεβαίνουν πιο ψηλά,
ύστερα χαμηλώνουν,
σμίγουν, χωρίζουν,
οι γραμμές του ορίζοντα είναι τρεις,
τραβηγμένες από μια τεράστια πένα
βουτηγμένη στο αίμα,
περπατώ
προς τα κει
πιστεύοντας πως θα τις πλησιάσω κάποτε,
κοιτάζω,
είναι τρεις,
ξανακοιτάζω,
είναι μία,
ξανακοιτάζω,
χάθηκαν.
Ο ουρανός έμεινε κόκκινος
χωρίς ορίζοντα,
αλλά πρέπει να είναι εκεί,
προς τα εκεί,
κοιτάζω,
ξαναφάνηκαν,
είναι δύο, είναι τρεις, είναι μία,
ξαναχάθηκαν.
Τα μάτια μου θέλουν να δακρύσουν,
αλλά τα δάκρυα έχουν από ώρα εξαερωθεί,
με ξερά μάτια κοιτάζω κατά τον ορίζοντα.
Κόκκινος ήλιος.
Τι είμαι εγώ
μέσα στο κόκκινο τοπίο,
μια παράφορη αντίθεση είμαι
και το τοπίο το ξέρει,
μια χλωμή κουκίδα είμαι
που ακόμα διώχνει από πάνω της
κάθε κόκκινο,
η άρνηση είμαι του τοπίου,
όπου κλήθηκα να περπατήσω
και το τοπίο το ξέρει,
με άγρυπνο μάτι με παρακολουθεί,
ένα βήμα
κι ακόμα ένα,
μια χλωμή κουκίδα είμαι
που γέννησε το έκπληκτο τοπίο
κι εγώ από ένστικτο ξέρω
πως πρέπει τώρα να πορευτώ
ανάμεσα σε κόκκινες πέτρες,
μέσα από κόκκινους ίσκιους,
κάτω απ’ τον κόκκινο ήλιο,
να βαδίσω προς τον κόκκινο ορίζοντα.
Ξέρω πως πρέπει να καταπιώ το τοπίο,
αργά και με υπομονή,
χωρίς αγωνία,
με αγάπη.
Πρέπει να ρουφήξω όλο του το χρώμα,
όλη του τη θέρμη,
να το ενσωματώσω
για να λάβω υπόσταση.
Να γίνω κι εγώ
μια κόκκινη λεπτομέρεια
φτάνοντας στις κόκκινες γραμμές του ορίζοντα,
μια πέτρα σκληρή και πυρωμένη
που θα ρίχνει τον ίσκιο της
σαν καυτή ανάσα
στο άδειο τοπίο
και θα συντροφεύει με υπομονή
την άλλη χλωμή κουκίδα
που θα ξεκινήσει μετά από μένα
το βουβό και άνυδρο,
το μοναχικό της ταξίδι.
Οκτ. 1985
Καίτη Βασιλάκου, «Homo Aeternus», εκδόσεις Τύρφη, 2023
Η ηθική της τεχνητής νοημοσύνης και της ρομποτικής είναι ένας τομέας της φιλοσοφίας της επιστήμης που και στις μέρες μας εξακολουθεί να βρίσκεται σε άνθηση. Μια σειρά από ενδιαφέροντα θέματα, όπως ο κίνδυνος αυτονόμησης των μηχανών και η υποδούλωση του ανθρώπου που συνήθως στηρίζεται στον παράλογο φόβο μας για τις νέες τεχνολογίες, η αμφισβήτηση του ανθρώπου ως του πιο ευφυούς όντος στον πλανήτη, η σημασία των συναισθημάτων για την ορθή αντίληψη της πραγματικότητας διερευνώνται από τους φιλοσόφους μέσω πρωτότυπων νοητικών πειραμάτων.
Το θέμα της σχέσης ανθρώπου-μηχανής άλλωστε έχει απασχολήσει τον κινηματογράφο και τη λογοτεχνία εδώ και πολλές δεκαετίες – υπενθυμίζω την εμβληματική ταινία του Ρίντλει Σκοτ, Blade Runner του 1982, όπου τέσσερα ανδροειδή φτάνουν στη γη αναζητώντας τον επιστήμονα που τα δημιούργησε.
Σε αυτή την κατηγορία έρχεται το μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας Homo Aeternus της Καίτης Βασιλάκου να προσθέσει το δικό του λιθαράκι χρησιμοποιώντας τη μυθοπλασία προκειμένου να θέσει υπό συζήτηση μια σειρά από φιλοσοφικά ερωτήματα που αφορούν στις μελλοντικές εξελίξεις της σχέσης ανθρώπου-μηχανής και την αξία των θυμικών ψυχικών καταστάσεων για την ανθρώπινη ζωή. Η Βασιλάκου μάλιστα μην έχοντας αμφιβολίες ότι αυτό που διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα ικανότερα και πιο ευφυή δημιουργήματά του είναι τα συναισθήματα – η ευχή και κατάρα, θα λέγαμε, του ανθρώπινου είδους – κατασκευάζει έναν ήρωα ρομπότ που επαναστατεί κατά του κατεστημένου αποφασίζοντας να δοκιμάσει απαγορευμένες αισθήσεις και συναισθήματα ώστε να καταλάβει την ουσία του να είναι κανείς άνθρωπος και να εξηγήσει για ποιους λόγους το ανθρώπινο είδος καταστράφηκε με αποτέλεσμα να αναλάβουν την εξουσία οι μηχανές.
Μπορεί τα ρομπότ να είναι ευφυή και προγραμματισμένα να επιτυγχάνουν με ταχύτητα τους στόχους τους, αλλά αυτό δεν θα μπορούσε να συμβεί αν δεν ήταν απαλλαγμένα από θετικά και αρνητικά συναισθήματα. Γνωρίζουμε ωστόσο ότι δίχως την εις βάθος κατανόηση των συναισθημάτων και την ανάπτυξη της ενσυναίσθησης κανείς δεν μπορεί να θεωρηθεί πραγματικά ευφυής και ολοκληρωμένος ως προσωπικότητα.
Παρακολουθούμε λοιπόν τον Ρωμαίο, τον κεντρικό ήρωα, να μεταλλάσσεται σταδιακά -μέσω της μυστικής δοκιμής στο εργαστήριο συναισθημάτων όπως η ευχαρίστηση, ο έρωτας, ο πόνος, το πένθος– σε ένα υβριδικό είδος, κάτι ανάμεσα σε άνθρωπο και μηχανή. Ως απόρροια της επαφής του με αισθήσεις και συναισθήματα στον Ρωμαίο δημιουργούνται σταδιακά αμφιβολίες για τις πεποιθήσεις του, άγχη και φιλοδοξίες για το μέλλον, απλές και πιο περίπλοκες επιθυμίες καθώς και ηθικά διλήμματα για ζητήματα που θεωρούσε ότι ήταν λυμένα.
Τα ρομπότ της ιστορίας μας διαχωρίζονται με το πέρασμα του χρόνου σε όσα παραμένουν υπάκουα στους νόμους και τους κανόνες του εγχειριδίου της κατασκευής τους, αλλά και σε απείθαρχες ή απλώς φιλοπερίεργες μηχανές που θέλουν να γνωρίσουν τα ανθρώπινα συναισθήματα. Ξαφνικά αντί για ρομπότ που απλώς κάνουν εξαιρετικά τις εργασίες που τους έχουν ανατεθεί, αρχίζουν να μετατρέπονται σε περίπλοκους, διαφοροποιημένους μεταξύ τους χαρακτήρες.
Ένα ενδιαφέρον ερώτημα που προκύπτει από την ανάγνωση της ιστορίας είναι τι διαφοροποιεί τους ανθρώπους μεταξύ τους σε επιτυχημένους και λιγότερο επιτυχημένους: είναι απλώς ο διαφορετικός βαθμός ευφυίας ή η ικανότητα να χειρίζεται κανείς σωστά τα συναισθήματά του, περιορίζοντας τις συνέπειες των αρνητικών και παρατείνοντας τα οφέλη των θετικών;
Η Καίτη Βασιλάκου γράφει με ακρίβεια και ενάργεια, η φροντισμένη γλώσσα αναδεικνύει τα νοήματα δύσκολων θεμάτων σε ένα μυθιστόρημα που έτσι και αλλιώς διαβάζεται με ενδιαφέρον λόγω της θεματολογίας αλλά και των έξυπνων επιλογών και τεχνασμάτων της συγγραφέως που διατηρεί το ενδιαφέρον μας αμείωτο. Ο αναγνώστης θέλει να δει πώς θα εξελιχθεί η ιστορία και παρόλο που ο πρωταγωνιστής δεν είναι άνθρωπος αλλά ρομπότ, ταυτίζεται μαζί του και συμπάσχει.
Το Homo Aeternus κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Τύρφη, όπως και το προηγούμενο εξίσου καλαίσθητο βιβλίο της Καίτης Βασιλάκου με τίτλο Σκοτεινοί έρωτες (2022) που περικλείει δυο ωραίες, αριστοτεχνικά γραμμένες νουβέλες που πραγματεύονται τον έρωτα με τρόπο ασυνήθιστο και γοητευτικό.
https://www.fractalart.gr/homo-aeternus/