Ένα φιλάκι, όταν έπαιζες, σου έκλεψα,
μελένιε μου Γιουβέντιε,
φιλάκι πιο γλυκό κι απ’ τη γλυκιά αμβροσία.
Μα δεν το πήρα ατιμώρητα,
γιατί θυμάμαι ότι πάνω από μια ώρα
με είχες σταυρωμένο στον πιο ψηλό σταυρό,
όσο εγώ συγγνώμη σού ζητούσα
και με τα δάκρυά μου δεν μπορούσα
να λιγοστέψω το θυμό σου.
Καθώς, μόλις συνέβη αυτό, εσύ και με τα δυο σου χέρια
ξέπλενες τα βρεγμένα χείλια σου με άφθονο νερό
για να μη μείνει ίχνος απ’ το άγγιγμα του στόματός μου,
λες και ήταν σάλια σιχαμένα της πιο βρωμιάρας πόρνης.
Κι ακόμα, δεν σταμάτησες
εμέ τον άθλιο να κατηγορείς για έρωτα κακοποιό
και με όλους τους τρόπους να με βασανίζεις,
ώστε εκείνο το φιλάκι μου έγινε από αμβροσία
πιο πικρό κι απ’ τον πικρό ελλέβορο.
Αφού μια τέτοια τιμωρία έβαλες στο δύστυχο έρωτά μου,
ποτέ πια αποδώ κι εμπρός εγώ φιλιά δεν πρόκειται να κλέψω.
Surripui tibi, dum ludis, mellite Iuventi,
suaviolum dulci dulcius ambrosia.
Verum id non impune tuli: namque amplius horam
suffixum in summa me memini esse cruce,
dum tibi me purgo nec possum fletibus ullis
tantillum vestrae demere saevitiae.
nam simul id factum est, multis diluta labella
guttis abstersisti omnibus articulis,
ne quicquam nostro contractum ex ore maneret,
tamquam commictae sprurca saliva lupae.
praeterea infesto miserum me tradere Amori
non cessasti omnique excruciare modo,
ut mi ex ambrosia mutatum iam foret illud
suaviolum tristi tristius elleboro.
quam quoniam poenam misero proponis amori,
numquam iam posthac basia surripiam.
(Η μετάφραση δική μου)