Τρεις δρόμους μπορούμε να πάρουμε στη ζωή: της αυτοκτονίας,
της αυτοθυσίας και της αναισθησίας. Υπάρχει και ένας τέταρτος, αυτόν θα τον
αφήσω για το τέλος.
Ο κόσμος που ζούμε είναι ένας τρομαχτικός κόσμος. Δεν το
καταλαβαίνουμε, επειδή γεννηθήκαμε μέσα σ’ αυτόν εφοδιασμένοι με την απαραίτητη
σκληρότητα από τη μητέρα φύση και αμέσως πέσαμε στα βαθιά νερά του.
Ακόμα και το παραχαϊδεμένο παιδί που οι γονείς του στέκονται
από πάνω του έτοιμοι να ικανοποιήσουν όλες τις επιθυμίες του, ακόμα και αυτό
ξέρει πως εδώ που ήρθε δεν είναι όλα ρόδινα. Θα πέσει και θα χτυπήσει, θα
περάσει παιδικές αρρώστιες, θα θυμώσει και θα κλάψει κάποια στιγμή. Αργότερα
στο σχολείο θα βρεθεί αντιμέτωπο με τον ανταγωνισμό, την αντιζηλία, την
αντιπαλότητα, τον μόχθο για να μάθει γράμματα, την άνιση βαθμολογία, τον
αδιάφορο ίσως ή άδικο δάσκαλο, την επιθετικότητα των άλλων παιδιών. Παράλληλα
οι γονείς του το συμβουλεύουν να προσέχει, γιατί κυκλοφορούν άνθρωποι που
μπορεί να του κάνουν κακό. Ακούει από τους μεγάλους για κλέφτες, ληστές,
δολοφόνους, ακούει για θανάτους και στις παιδικές ταινίες που παρακολουθεί μαθαίνει
ότι υπάρχει το κακό που το καλό – εννοείται- το νικά στο τέλος.
Όλοι μας λοιπόν, και οι παραχαϊδεμένοι και όσοι κακοπάθησαν
στην παιδική τους ηλικία – αυτοί ακόμα περισσότερο – μεγαλώνουμε με πλήρη
συνείδηση ότι βρισκόμαστε σε ένα κόσμο επικίνδυνο και πρέπει συνεχώς να
προσέχουμε. Τόσο πολύ έχει εντυπωθεί αυτό στη συνείδησή μας που το βλέπουμε ως
κάτι αυτονόητο, αναμενόμενο και λογικό.
Αν ωστόσο κάποιος από μας ξυπνήσει από τον λήθαργό του και
δει γύρω του τι γίνεται, τότε έχει να επιλέξει ανάμεσα στην αυτοκτονία, την
αυτοθυσία και την αναισθησία.
Όποιος νιώσει αβάσταχτη απελπισία, επιλέγει να αποχωρήσει
από τη ζωή, καθώς καταλαβαίνει ότι είναι ένας απέναντι σε ένα πελώριο Κακό που
διαφεντεύει τον κόσμο με αμέτρητες μορφές. Ελάχιστοι προχωρούν σ’ αυτή τη λύση
και συνήθως είναι άτομα με αδύνατα νεύρα που η θλίψη τους έγινε κατάθλιψη.
Όποιος πάλι δει το Κακό και αντέξει, τότε παρά τη θλίψη του
επιλέγει να ζήσει και να αφοσιωθεί σ’ αυτούς που υποφέρουν. Βάζει στην άκρη την
προσωπική του ζωή και μόνο του μέλημα είναι η ανακούφιση των άλλων, αυτών που
τυραννιούνται από αρρώστιες, από φτώχεια και πείνα, από πολέμους, από άνιση
μεταχείριση. Μέσα σε αυτούς τους ανθρώπους της αυτοθυσίας περιλαμβάνω και όσους
καταναλώνουν τη ζωή τους για να προστατέψουν και να περιθάλψουν τα οικόσιτα και
τα άγρια ζώα που κινδυνεύουν. Πάλι όμως κι αυτοί δεν είναι πολλοί. Είναι βέβαια
περισσότεροι από τους αυτόχειρες, αλλά παραμένουν πάντα λίγοι, ελάχιστοι.
Περισσότεροι είναι εκείνοι που επιλέγουν την αναισθησία –
και όχι, δεν εννοώ εσάς ούτε εμένα. Οι άνθρωποι αυτοί αδιαφορούν πλήρως για τα
βάσανα του κόσμου και περνούν τη ζωή τους όσο γίνεται πιο καλά με ασχολίες που
τους δίνουν ευχαρίστηση. Καμιά δυστυχία του κόσμου δεν τους συγκινεί και, αν
χρειαστεί να επιχειρηματολογήσουν επ’ αυτού, έχουν τα επιχειρήματά τους. Τα
οποία στηρίζονται μάλιστα στη λογική. Δεν μπορώ να τους κατηγορήσω, γιατί
βρίσκω ότι είναι συνεπείς σ’ αυτό που πιστεύουν. Το να είναι κανείς αναίσθητος
μπροστά στην ατελείωτη δυστυχία της ζωής είναι, θεωρώ, μια άμυνα για να επιβιώσει
με τις λιγότερες δυνατές απώλειες σε τούτο τον σκληρό κόσμο.
Η αυτοκτονία, η αυτοθυσία και η αναισθησία είναι οι τρεις
τρόποι για να αντιμετωπίσει ένας άνθρωπος τον κόσμο μας με απόλυτη συνέπεια.
Η τέταρτη οδός είναι αυτή που ακολουθούμε εμείς οι
υπόλοιποι, εμείς οι περισσότεροι, η συντριπτική πλειοψηφία της ανθρωπότητας.
Ευαίσθητοι, όταν το θυμηθούμε, αναίσθητοι, όταν ξεχαστούμε.
Πρόθυμοι να βοηθήσουμε, όταν το πρόβλημα φτάσει μπροστά στη μύτη μας, άπραγοι,
όταν το πρόβλημα είναι λίγο πιο πέρα. Αγανακτισμένοι, θορυβώδεις,
καταγγελτικοί, όταν μια είδηση ή μια φωτογραφία πληγώνει τη σκέψη ή την όρασή
μας, χαλαροί, γελαστοί και άνετοι μπροστά σε γιορτινά τραπέζια, κοψίδια, κρασιά
και τα παρόμοια. Αυτοκτονικοί, όχι, δεν είμαστε, η θλίψη και η οργή μας είναι βραχείας
διάρκειας, ξεθυμαίνει τα αμέσως επόμενα λεπτά, καθώς έχουμε κι άλλα πράγματα να
κάνουμε που μας παρασύρουν στην καθημερινότητά μας.
Δεν είμαστε επομένως συνεπείς.
Αυτοί που αυτοκτονούν από απελπισία είναι συνεπείς:
αρνούνται να ζήσουν σε ένα κόσμο που θεωρούν απόλυτα άδικο και που έχουν
απορρίψει.
Αυτοί που αναλώνουν όλη τη ζωή τους για να ανακουφίσουν όσους είναι βουτηγμένοι στη δυστυχία είναι
συνεπείς: μάχονται κάτι πολύ ισχυρότερό τους, αλλά μειώνουν έστω ελάχιστα τη
δυστυχία του.
Αυτοί που ζουν αναίσθητα τη ζωή τους αδιαφορώντας για τους
άλλους είναι συνεπείς: αυτό πιστεύουν ότι είναι το καλύτερο να κάνουν και αυτό
κάνουν, μια και η δυστυχία είναι τελικά ατελείωτη.
Εμείς οι υπόλοιποι δεν είμαστε συνεπείς. Πατάμε σε δυο
βάρκες. Κατασιγάζουμε τη συνείδησή μας με τίποτα πρόχειρες φιλανθρωπίες της
στιγμής και μετά ασχολούμαστε με τα δικά μας που τα θεωρούμε σπουδαιότερα.
Βρίζουμε τους ισχυρούς της Γης ότι δεν κάνουν τίποτα, ενώ ούτε κι εμείς κάνουμε
τίποτα. Γαβγίζουμε όπως τα σκυλιά, όταν περνά κανείς ξένος έξω από την αυλή,
και μετά, όπως τα σκυλιά, έχοντας κάνει το χρέος μας, πάμε να ροκανίσουμε
ήσυχοι το κόκαλό μας.
Το επιχείρημα που παραθέτουμε είναι γνωστό: μα δεν μπορώ να
κάνω τίποτα, είμαι ένας αδύναμος πολίτης που ζει μακριά από το κέντρα εξουσίας.
Ναι, ασφαλώς δεν μπορούμε να αποτρέψουμε ένα πόλεμο ή μια οικονομική
κρίση. Όμως οι άνθρωποι της αυτοθυσίας δεν προβάλλουν τέτοιες δικαιολογίες. Ρίχνονται
στον αγώνα, ο καθένας στο πεδίο που τον έχει συγκινήσει περισσότερο. Τους βλέπουμε
στις ζούγκλες, στα πεδία των μαχών, στις χώρες που μαστίζονται από τη φτώχεια, την
πείνα και την αμάθεια, στα νοσοκομεία, στις φυλακές, στα άσυλα, παντού όπου υπάρχει
δυστυχία βλέπουμε αυτούς τους ανθρώπους που έχουν βάλει στην άκρη την προσωπική
τους ζωή και τα έχουν δώσει όλα στον αγώνα κατά του κακού. Είναι ήρωες, είναι άγιοι.
Είναι συνεπείς με τις αρχές τους.
Εμείς όχι, είμαστε πολύ καθημερινοί τελικά. Αρκούμαστε στα γαβγίσματα
και στη δημοσίευση φριχτών φωτογραφιών. Κατά τα άλλα περνάμε ήσυχα και όσο γίνεται
πιο ευχάριστα τη ζωή μας. Συνεπείς προς το αρχαίο ρητό:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου