22/5/17

Καρυωτάκης-Λειβαδίτης: Δυο ποιήματα για την απώλεια






Η νιότη από μόνη της είναι η εποχή της αισιοδοξίας και των ονείρων.

Δεν έχει σημασία, αν ίσως ο νέος άνθρωπος έχει την ατυχία να τυραννιέται από προβλήματα που άλλοι συνομήλικοί του δεν έχουν. Η απαισιοδοξία, η μελαγχολία του είναι ένα λεπτό στρώμα που επικάθηται πάνω σε μια απέραντη και απροσδιόριστη αισιοδοξία. Δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Η ίδια η νιότη του τον υποχρεώνει να κοιτάζει τη ζωή με ελπίδα, τον παρασύρει σε ωραία οράματα, του υπόσχεται ένα μέλλον όπου τα όνειρά του θα γίνουν πραγματικότητα. Δεν έχουν σημασία οι αναποδιές και οι αποτυχίες και οι τυχόν απογοητεύσεις. Μια μικρή ανάπαυλα είναι για να ανασυνταχθεί και να ξαναμπεί στον κόσμο έτοιμος για όλα.

Η ζωή απλώνεται μπροστά του ατελείωτη κι ο θάνατος είναι ένα πολύ μακρινό ενδεχόμενο  για να ασχοληθεί με αυτό. Εδώ η ζωή είναι παντοδύναμη. Εδώ η ζωή υπόσχεται τον έρωτα, υπόσχεται χαρές, φιλίες μεγάλες και παντοτινές, υπόσχεται ωραίους αγώνες για ένα καλύτερο κόσμο, ιδέες που γεμίζουν τον νέο άνθρωπο με ευφορία και όρεξη να τις υπηρετήσει. Ο κόσμος είναι απέραντος και τον καλεί. Θα μπει μέσα του και θα ζήσει τη ζωή που λαχταρά και θα δημιουργήσει.

Ο μικρόκοσμός του αποτελείται από τα πρόσωπα που υπάρχουν στη ζωή του με ένα αυτονόητο τρόπο. Οι γονείς και τα αδέλφια είναι παρόντες, οι φίλοι το ίδιο και υπάρχει πάντα μια αγαπημένη ή ένας αγαπημένος που ολοκληρώνει το προσωπικό περιβάλλον του, αυτό με το οποίο πορεύεται μέσα στο χρόνο. Κι αν κάτι λείπει από αυτά, ο νέος άνθρωπος μπορεί να το ονειρευτεί και να ελπίσει ότι κάποια στιγμή θα το αποχτήσει.

Ο νέος ζει τη νιότη του θέλει δεν θέλει. Είναι τόσο δυνατή η ορμή της φύσης που δεν μπορεί να κάνει αλλιώς. Ζει τη νιότη του και τη χαίρεται, τη θεωρεί αυτονόητη, δεν ασχολείται με αυτό που θα έρθει, όταν η νιότη θα έχει φύγει.

Έπειτα, χωρίς καλά καλά να το καταλάβει, ο νέος γίνεται μεσόκοπος, μετά γέρος. Κοιτάζει πίσω του και βλέπει μια ζωή πολλά υποσχόμενη που κατέληξε σε τοίχο. Παράλληλα, κι αυτό τον πονά πολύ, βλέπει τις απώλειες αυτής της ζωής. Όλα εκείνα που τον περιέκλειαν προστατευτικά, που έδειχναν γερά, σταθερά θεμελιωμένα γύρω του έχουν καταρρεύσει. Ό,τι αγάπησε δεν υπάρχει πια.

Λέει ο Κώστας Καρυωτάκης σε ένα ποίημά του:

Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.

Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν’ αφήσω κάποιο δείλι.

Τα ωραία κι απλά κορίτσια—ω αγαπούλες!—
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.

Ακολουθεί άλλη μία στροφή που θα την παραθέσουμε πιο κάτω.

Λέει και ο ποιητής Τάσος  Λειβαδίτης σε ένα δικό του ποίημα:

Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε

Ακολουθούν δύο ακόμη στίχοι που θα τους προσθέσουμε παρακάτω.

Και ο Καρυωτάκης και ο Λειβαδίτης κοιτάζουν από απόσταση τη νιότη τους και βιώνουν αυτό το πικρό συναίσθημα της απώλειας. Η ίδια η νιότη, όταν αποχωρεί, είναι μια μεγάλη απώλεια. Και μαζί της αποχωρούν πολλά όμορφα πράγματα που μας συνόδευαν εκείνα τα χρόνια, όνειρα που θέλαμε να πραγματοποιήσουμε, φιλίες που πιστέψαμε, έρωτες που ομόρφυναν τη ζωή μας, ελπίδες που γλύκαιναν τη σκέψη μας, άνθρωποι που αγαπήσαμε και τώρα δεν υπάρχουν πια.

Ένας ολόκληρος κόσμος, ο δικός μας κόσμος, έχει χαθεί για πάντα. Η ζωή μάς οδήγησε σιγά σιγά, χωρίς να το καταλάβουμε, σε έναν αλλότριο κόσμο, όπου ζούμε περίπου ως παρείσακτοι. Τίποτα δεν μας θυμίζει εκείνη τη φωτεινή εποχή που μας περιέκλειε με την αδιόρατη τρυφερότητά της, τότε που ήμασταν το κέντρο του κόσμου και γύρω μας προστατευτικοί στέκονταν οι φίλοι, οι δικοί, οι αγαπημένοι.

Ο Καρυωτάκης πιο λυρικός, πιο αναλυτικός μιλά για ένα κόσμο που έχει φυλλορροήσει: όπως μάδησαν τα ρόδα, μάδησαν και οι ελπίδες. Τα χρόνια σαν βαρκούλες αρμένισαν στο πέλαγος και δεν ξαναγύρισαν. Τα μέρη που μεγάλωσε και χάραξαν τη μνήμη του, δεν τα ξαναείδε. Οι αγάπες της νιότης του σκόρπισαν στους πέντε ανέμους. Οι παλιοί φίλοι χάθηκαν για πάντα. Ακόμα και η μελαγχολία της νιότης του που είχε ένα δικό της χρώμα, ένα δικό της άρωμα, έπαψε να έχει την κρυφή γοητεία της. Έγινε ένα στεγνό πράγμα.

Παρ’ όλα αυτά ο πρώτος στίχος του ποιήματος μάς προδιαθέτει με μια καρτερική αποδοχή και με μια περίπου σαρκαστική διάθεση:

Αχ, όλα έπρεπε να’ ρθουν καθώς ήρθαν!

Πώς αλλιώς μπορούσε να γίνει; Ο χρόνος περνώντας από πάνω μας αφαιρεί, συνέχεια αφαιρεί, έχει τους δικούς του νόμους και κανείς μας δεν μπορεί να πάει ενάντιά τους. Πρέπει να το αποδεχτούμε αυτό με ένα σιγανό «Αχ!», με ένα ταπεινό αναστεναγμό, με μια συγκρατημένη μελαγχολία. Έτσι γίνεται πάντα. Φεύγει ο κόσμος της νιότης μας κι εμείς είμαστε αδύναμοι, δεν μπορούμε να τον κρατήσουμε κοντά μας. Ούτε φυσικά να τον επαναφέρουμε.

Ο Λειβαδίτης, πιο λιτός, πιο λακωνικός, αναφέρει απλά τις απώλειές του τοποθετώντας καίριες λέξεις σε μικρές, γυμνές προτάσεις (υποκείμενο και ρήμα μόνο και η προσωπική συμμετοχή με τις λέξεις «μου-με»):

Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε

Κάθε στίχος είναι και μια βαριά απώλεια. Τα χρόνια περνούν και μια νέα απώλεια προστίθεται κάθε τόσο. Πεθαίνει η μητέρα. Τον εγκαταλείπει η αγαπημένη. Τον προδίδουν οι σύντροφοι. Η ζωή άδειασε. Δεν έχει μείνει τίποτα.

Ας προσθέσουμε και τον τελευταίο στίχο του ποιήματος παραλείποντας όμως τον προτελευταίο:

Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε
(ακολουθεί ένας στίχος)
Όλα έγιναν.

Όλα έγιναν λοιπόν. Ή, όπως λέει ο Καρυωτάκης: Όλα έπρεπε να’ ρθουν καθώς ήρθαν.

Ο αμείλικτος χρόνος αφαίρεσε σιγά σιγά τη σάρκα της ζωής και την άφησε ένα σκελετό. Καμιά χάρη πια, καμιά ομορφιά. Ό,τι έχει απομείνει είναι ένα αποστεωμένο παρόν.

Μέχρι εδώ οι δύο ποιητές φαίνεται να συμβαδίζουν. Ωστόσο ο στίχος του Λειβαδίτη που παραλείψαμε, καθώς και η τελευταία στροφή του Καρυωτάκη που επίσης παραλείψαμε, μας κατευθύνουν σε διαφορετικούς δρόμους.

Ιδού τώρα ολόκληρα τα ποιήματα:

Κ. Καρυωτάκης:

Μόνο

Αχ, όλα έπρεπε να ’ρθουν καθώς ήρθαν!
Οι ελπίδες και τα ρόδα να μαδήσουν.
Βαρκούλες να μου φύγουνε τα χρόνια,
να φύγουνε, να σβήσουν.

Έτσι, όπως εχωρίζαμε τα βράδια,
για πάντα να χαθούνε τόσοι φίλοι.
Τον τόπο που μεγάλωνα παιδάκι
ν’ αφήσω κάποιο δείλι.

Τα ωραία κι απλά κορίτσια—ω αγαπούλες!—
η ζωή να μου τα πάρει, χορού γύρος.
Ακόμη ο πόνος, άλλοτε που ευώδα,
να με βαραίνει στείρος.

Όλα έπρεπε να γίνουν. Μόνο η νύχτα
δεν έπρεπε γλυκιά έτσι τώρα να ’ναι,
να παίζουνε τ’ αστέρια εκεί σαν μάτια
και σαν να μου γελάνε.


Τ. Λειβαδίτης:

Η μητέρα μου πέθανε
η αγαπημένη μου έφυγε
οι σύντροφοι με προδώσανε
τα χρόνια περάσανε
τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος.

Όλα έγιναν.

«Τώρα μπορώ να κοιμάμαι ήσυχος», λέει ο Λειβαδίτης. Τίποτα πια δεν μπορεί να με πονέσει. Γεύτηκα το θάνατο, την προδοσία, την εγκατάλειψη. Άλλο να δώσω στη ζωή δεν έχω. Άδειασα. Τα βράδια κλείνω τα μάτια και βυθίζομαι σ’ ένα σκοτάδι χωρίς όνειρα. Έζησα τη ζωή, ποτίστηκα από την πίκρα της, τελείωσα. Υπάρχω, χωρίς να περιμένω τίποτα. Υπάρχω νεκρός.

Ο Καρυωτάκης αντίθετα υπάρχει βιώνοντας ένα τελευταίο συναίσθημα: αυτό της στέρησης. Όλα έπρεπε να γίνουν, το αποδέχεται καρτερικά, να του αφαιρεθούν μία μία οι ελπίδες και οι χαρές της ζωής. Όμως η ζωή έξω από αυτόν συνεχίζει να είναι γλυκιά και σαν από ειρωνεία, σαν από σαρκασμό και με μια ιδέα αλαζονείας τού χαμογελά απόμακρη και απρόσιτη: «Για σένα δεν έχω τίποτα. Θα μείνεις έτσι, απόλυτα στερημένος από όλα. Θα τα βλέπεις, αλλά δεν θα τα έχεις».

Στο ποίημα του Λειβαδίτη το υποκείμενο είναι ήδη νεκρό.

Στο ποίημα του Καρυωτάκη το υποκείμενο κείτεται καταγής βαριά τραυματισμένο.


Δεν υπάρχουν σχόλια: