Τη δεκαετία του ’50 οι
Έλληνες δεν ταξίδευαν. Κάθονταν στον τόπο τους όλο το χρόνο, γιατί τα χρήματα
δεν τους περίσσευαν και άρα η μόδα των διακοπών ήταν έξω από τη λογική της
εποχής.
Και εννοείται ότι δεν
υπήρχαν τα μπάνια του λαού. Τα Χανιά είναι παραθαλάσσια πόλη, έτσι οι νέοι της
εποχής και οι λίγο μεγαλύτεροι έκαναν τα μπάνια τους, άλλοι όμως και ίσως οι
περισσότεροι, απέφευγαν τη θάλασσα όπως ο διάολος το λιβάνι.
Κατά τα άλλα το καλοκαίρι
ήταν απλώς μια εποχή που ο κόσμος φύλαγε τα χειμωνιάτικα ρούχα του και φόραγε
τα καλοκαιρινά.
Οι γονείς μου δεν ήταν Χανιώτες. Οι συγγενείς της μητέρας μου ζούσαν στο Ηράκλειο, οι συγγενείς του πατέρα μου στην Τρίπολη. Έτσι εγώ έκανα τα ταξιδάκια μου, πότε στο Ηράκλειο και πότε στην Τρίπολη.
Σχεδόν κάθε καλοκαίρι,
όταν ο μπαμπάς έπαιρνε την άδειά του, μπαίναμε στο καράβι για να πάμε στην
Αθήνα, μετά παίρναμε το τρένο για να πάμε στην Τρίπολη, μετά το λεωφορείο για
να πάμε στο Καστρί κι εκεί μας περίμενε με τα μουλάρια ένας συγγενής, καθότι
στο χωριό του πατέρα μου εκείνα τα μακρινά χρόνια δεν πήγαινε δρόμος.
Ανεβαίναμε στα μουλάρια, ντλιν ντλον έκαναν τα κουδουνάκια τους, και φτάναμε
στο χωριό την ώρα που νύχτωνε. Με άλλα λόγια ταξιδεύαμε δυο μέρες για να
φτάσουμε στο απομονωμένο χωριό του πατέρα μου.
Ένας δηλαδή ακόμα λόγος
αποτρεπτικός για μετακινήσεις ήταν οι κακές συγκοινωνίες. Για ένα παιδί όμως αυτή
όλη η περιπέτεια ήταν κάτι σαν παραμύθι.
Στην επιστροφή ξανά η
ίδια διαδρομή: ανεβαίναμε πριν χαράξει στα μουλάρια, έκλαιγαν τα αδέλφια του
πατέρα μου – πού πάει ο αδελφός μας στην
ξενιτιά, εκεί μακριά στην Κρήτη – φτάναμε στο Καστρί, παίρναμε το λεωφορείο,
φτάναμε στην Τρίπολη, παίρναμε το τρένο, φτάναμε στην Αθήνα, αλλά εδώ στην
Αθήνα μέναμε μερικές μέρες, πριν πάρουμε το πλοίο από τον Πειραιά για τα Χανιά.
Λόγος ιδιαίτερος δεν
υπήρχε, αλλά να μη μείνουμε λίγο στην πρωτεύουσα, αφού έτσι κι αλλιώς βρεθήκαμε
εδώ; Να δούμε και τον θείο Αλέκο, τον ξάδερφο της μαμάς που χρόνια τώρα είχε
εγκατασταθεί εδώ, να δούμε κι ένα δυο άλλους φίλους και κυρίως – κυρίως- να
ψωνίσει η μαμά ρούχα και μπιζού και άλλα τρελά πραγματάκια που δεν υπήρχαν στην
επαρχιακή μας πόλη εκείνα τα καθυστερημένα χρόνια.
Πώς έβλεπε ένα παιδί
επαρχιακής πόλης την Αθήνα του ’50;
Μα ήταν ένα θαύμα! Ένα
φανταχτερό παραμύθι! Μια Γη της Επαγγελίας!
Ούτε που περνούσε από το
νου μου ότι η οδός Σοφοκλέους, όπου ήταν το ξενοδοχείο μας, ήταν ένας κακόφημος
δρόμος. Εμείς εκεί καταλύαμε πάντα, ξενοδοχείον «Άτλας», που ο ιδιοκτήτης του
ήταν συγγενής ενός συναδέλφου του μπαμπά και μας έκανε φιλική τιμή.
Είχε και ασανσέρ το
ξενοδοχείο, μάλιστα. Τέτοιο πράγμα δεν υπήρχε στα Χανιά. Μπαίναμε μέσα,
κλείναμε τις πόρτες, πατούσαμε ένα κουμπί και το ασανσέρ μάς ανέβαζε στον όροφο
που μέναμε. Τι ωραίο! Σαν ταξιδάκι έμοιαζε.
Τα πρωινά με έπαιρνε η
μαμά και βγαίναμε να βολτάρουμε στα πολυκαταστήματα της πρωτεύουσας - στα Χανιά μόνο μικρά μαγαζάκια υπήρχαν τότε με
πολύ περιορισμένο εμπόρευμα.
Με το που βγαίναμε στο
δρόμο, πέφταμε πάνω στον υπαίθριο πωλητή σάντουιτς. Κατ’ αρχάς η λέξη
«σάντουιτς» ήταν καθαρά αθηναϊκή λέξη. Στα Χανιά μόνο γλειφιτζούρια πουλούσαν
στο δρόμο. Εδώ όμως μπορούσες να αγοράσεις σάντουιτς, ένα αφράτο ψωμάκι κομμένο
στη μέση που είχε μέσα μια υποψία από ζαμπόν και τυρί.
-Μαμά, θέλω σάντουιτς,
μαμά, σάντουιτς, πάρε μου σάντουιτς! φώναζα εγώ.
Η μαμά έκανε πως δεν με
άκουγε, τελικά όμως υπέκυπτε, γιατί δεν άντεχε τις φωνές μου. Έπαιρνα το
σάντουιτς και το καταβρόχθιζα ηδονικά. Εν τω μεταξύ προχωρούσαμε στους
πολύβουους δρόμους της Αθήνας, τι τραμ έβλεπα, τι τρόλεϊ, τι οχήματα
προχωρημένα ήταν αυτά, εμείς στα Χανιά μόνο λεωφορεία είχαμε και κάρα και
πολλές καράκες - έτσι τα λέγαμε τότε τα φορτηγά. Κι αν μπαίναμε και σε κανένα
τρόλεϊ, πω πω, τι όμορφα που ήταν, άλλο πράγμα, καμιά σχέση με λεωφορείο.
Και μετά μας περίμεναν τα
μυθικά μαγαζιά, τα μαγικά πολυκαταστήματα. Μινιόν, Δραγώνας, Λαμπρόπουλοι και ο
Ευθυμιάδης με τα πλεκτά. Εδώ να δεις ασανσέρ! Πολλά ασανσέρ που πήγαιναν πάνω
κάτω, η χαρά του παιδιού. Και άπειρα ρούχα και δοκιμαστήρια παρακαλώ – τι
πειρασμός αυτά τα δοκιμαστήρια!
Μια φορά δεν άντεξα,
μπήκα σε ένα, έβγαλα το φόρεμά μου και έπαιρνα πόζες στον καθρέφτη. Η μητέρα
μου με έχασε και με έψαχνε με την ψυχή στο στόμα, μέχρι που μια πωλήτρια
τράβηξε την κουρτίνα και με ξετρύπωσε. Άκουσα τα σχολιανά μου.
Έπειτα ήταν και τα
μπιζού. Η λέξη αυτή για ένα περίεργο λόγο ηχούσε άσχημα στα αυτιά μου και γι’
αυτό τα έλεγα καλλυντικά -άσχετο, αλλά κανείς δεν μου έδινε σημασία έτσι κι
αλλιώς. Η μαμά τρελαινόταν για μπιζού, όλα ψεύτικα εννοείται, αλλά τόσο όμορφα,
τόσο αστραφτερά και κομψά! Και τόσα πολλά! Τα χάζευα μαζί της με την κρυφή
λαχτάρα να μεγαλώσω τέλος πάντων κάποτε για να μπορώ να τα φορώ κι εγώ.
Μια φορά πάντως στην
Πανεπιστημίου μπήκαμε σε ένα κανονικό κοσμηματοπωλείο και η μαμά μετά από πολλά
παζάρια αγόρασε ένα υπέροχο βαρύ χρυσό βραχιόλι με ρουμπίνια. Το φορούσε καμαρωτή
στις γιορτές και, όταν έφυγε μετά από πολλά χρόνια από τη ζωή, το κληρονόμησα. Δεν
θυμάμαι να το φόρεσα ποτέ, καθώς πλέον η ζωή μου είχε πάρει άλλο δρόμο, πιο
ιντελεκτουέλ, και δεν ταίριαζε με το ίματζ μου. Το βραχιόλι αυτό μου το έκλεψαν
κάποια στιγμή – πρόκειται για μια θλιβερή ιστορία που δεν έχει θέση εδώ.
Ο μπαμπάς δεν μας
ακολουθούσε στα ψώνια. Πού πήγαινε, αγνοώ. Συναντιόμασταν κάποια στιγμή όλοι
μαζί και πηγαίναμε για φαγητό. Στου Τσίτα, στην Πανεπιστημίου. Εκεί πια έχανα
το μυαλό μου με τις απίθανες λιχουδιές που έβλεπα για πρώτη μου φορά. Δεν
θυμάμαι τι τρώγαμε, μόνο τη ρωσική σαλάτα θυμάμαι – μα τι απίστευτη γεύση είχε
αυτό το πράγμα το εντελώς άγνωστο στα Χανιά – και τα μυαλά πανέ που τα κατάπινα
λαίμαργα, ενώ ο μπαμπάς με πείραζε:
-Φάε μυαλό, Καίτη, για να
βάλεις μυαλό!
Τα απογεύματα βάζαμε τα
καλά μας και πηγαίναμε επίσκεψη στους φίλους και τους συγγενείς. Διασχίζαμε την
απέραντη Αθήνα, την ατελείωτη αυτή πόλη που ήταν γεμάτη από τις λαμπερές, πολύχρωμες
διαφημίσεις από νέον. Τις κοίταζα και δεν τις χόρταινα. Ειδικά αυτές που
άλλαζαν και τη μια έδειχναν αυτό και την άλλη εκείνο. Όπως τη θρυλική διαφήμιση
της μπίρας Φιξ στην Ομόνοια. Με είχε κυριολεκτικά μαγέψει. Τη μια έδειχνε τα
γράμματα που διαφήμιζαν την μπίρα και την άλλη έδειχναν ένα χαρούμενο τύπο που
κρατούσε ένα ποτήρι κι αυτό γέμιζε σιγά- σιγά με αφρισμένη μπίρα. (Σε μια
ασπρόμαυρη ταινία της εποχής έχω εντοπίσει αυτή τη διαφήμιση, όταν δείχνει την
πλατεία Ομονοίας).
Απαραίτητη επίσκεψη στον
θείο Αλέκο, ξάδερφο της μαμάς που έμενε ψηλά στου Γκύζη. Αποκεί έβλεπα απλωμένη
κάτω την Αθήνα τη νύχτα, μια απέραντη πόλη γεμάτη φωτάκια, μια ατελείωτη πόλη
ως το τέλος του ορίζοντα. Μια πόλη μαγική.
Ω, δεν υπήρχε περίπτωση!
Όταν μεγάλωνα, θα ερχόμουν να μείνω εδώ. Αυτό ήταν ξεκαθαρισμένο στο μυαλό μου
από τότε.
Τα βράδια γυρνούσαμε στο
ξενοδοχείο μας, αλλά ο μπαμπάς ένα βράδυ, αντί να κοιμηθεί, την είχε αράξει στο
παράθυρο και κάτι χάζευε. «Έλα μέσα!» του φώναζε η μαμά ξαπλωμένη ήδη στο κρεβάτι, αλλά αυτός
δεν της έδινε σημασία. «Έλα μέσα επιτέλους!» φώναζε αυτή εκνευρισμένη κι εγώ
τότε πολύ περίεργη σηκώθηκα και πήγα να δω τι έβλεπε τέλος πάντων ο μπαμπάς.
Κάτι γινόταν κάτω στο δρόμο, μια γυναίκα κουβέντιαζε με κάποιον μες τη νύχτα,
δεν πολυκατάλαβα.
Αλλά ήμουν πονηρό
κοριτσάκι και οπωσδήποτε αυτοί οι δύο στο δρόμο κάτι έλεγαν που ήταν ακατάλληλο.
Βεβαιώθηκα περί αυτού το άλλο απόγευμα που ντυμένη, έτοιμη για επίσκεψη σε
κάποιο φιλικό σπίτι, κατέβηκα και στάθηκα στην είσοδο του ξενοδοχείου για να
χαζέψω το δρόμο, όσο ακόμα οι γονείς μου ετοιμάζονταν. Και τότε ξαφνικά στάθηκε
μπροστά μου ο παιδεραστής και με κοίταζε και μετά μου έκλεισε με νόημα το μάτι.
Υποχώρησα καταντροπιασμένη με αργά, αδιάφορα βήματα προς τα μέσα και ο τύπος
έφυγε. Δεν το είπα ποτέ στους γονείς μου.
Στην Αθήνα τα σπίτια
έχουν παρκέ, έτσι το λένε το ξύλινο, καλογυαλισμένο πάτωμα. Εμείς στα Χανιά
είχαμε μωσαϊκό ή απλές σανίδες. Ωραίο είναι το παρκέ, πολύ ωραίο, μόνο που
γλιστράει. Ένα βράδυ βγαίνοντας από το ασανσέρ, νευρικό κοριτσάκι ήμουν, έκανα
να τρέξω, έδωσα μια τούμπα στο παρκέ και χτύπησα τον αγκώνα μου. Κλάματα,
φωνές, πονούσα, με πήγαν οι γονείς μου αλαφιασμένοι στο Πρώτων Βοηθειών, μου
έβγαλαν ακτινογραφίες, είχε ραγίσει ένα κοκαλάκι και με μπαντάρισαν κανονικά
για μερικές εβδομάδες.
Έχει και ηλεκτρικά
κουδούνια εδώ στην Αθήνα, όχι ρόπτρα, εκείνο το χεράκι στην πόρτα που το χτυπάς
και ακούει από μέσα ο νοικοκύρης. Εδώ πατάς ένα κουμπί κι αυτό κάνει ντριν και
ακούει ο άλλος από μέσα και σου ανοίγει. Όταν πήγαμε επίσκεψη στη νονά μου,
τους τρέλανα όλους. Πάταγα συνέχεια το κουμπί και δεν τους άφηνα σε ησυχία.
Υποθέτω ότι η νονά μου με μίσησε εκείνη τη μέρα.
Και μια φορά βρέθηκα και
σε ένα μέρος που το έλεγαν παιδική χαρά και είχε μέσα απίστευτα παιχνίδια για
παιδιά, δεν ήξερα πού να πρωτοπάω και ποιο να πρωτοδιαλέξω. Στα Χανιά, δεν λέω,
έπαιζα πολύ με τα γειτονόπουλά μου, μόνο που παίζαμε στα χώματα με πέτρες, ξύλα
και πεταμένα σύρματα και σίδερα. Τέτοιο πράγμα σαν την παιδική χαρά δεν είχαμε.
Α, είναι ωραία η Αθήνα,
είναι μια πόλη μαγική! Εδώ θα έρθω, όταν μεγαλώσω.
Γυρίζοντας έπειτα στα
Χανιά έλεγα στα παιδιά της γειτονιάς τι είδα και τι έζησα εκεί πέρα κι αυτά με
άκουγαν σιωπηλά και το μυαλό τους έφτιαχνε εικόνες παραμυθιού.
Η Ελλάδα του ’50, τώρα το
ξέρουμε καλά, ήταν μια ακίνητη χώρα. Μια κλειστή χώρα. Μια χώρα μαραμένη.
Και η Αθήνα, πού να ξέρω;
Εγώ την έβλεπα παραμυθένια. Ήταν όμως;
3 σχόλια:
- Μπράβο Καίτη! ...ανάσα μού 'δωσες ευχάριστη με την αφήγησή σου, που τά 'χει όλα!
Στην Ελλάδα του '50, όντας ακόμη σε χωριό στην Κρήτη, πρόφτασα να περάσω απ' την πρώτη δημοτικού στη δευτέρα, πριν την επόμενη δεκαετία ('60), όπου στα μέσα της μετεγκατασταθήκαμε στην Αθήνα.
Γλυκύς - κι ανάλαφρος συχνά - ο λόγος σου, με μιά δυό στάλες πάντοτε πικρίας να τον αναδεικνύουν παραπάνω.
Είχε' ελλείψεις η Ελλάδα τότε πολλές, κι η περιφέρειά της πιότερο· μά 'χε περίσσεια' άλλη, που νοσταλγούμε οι περισσότεροι· κι ας ήταν - για τους "σύγχρονους" - δύσκολα χρόνια...
Μιχάλη, χαίρομαι που το κείμενό μου σου ξύπνησε συναισθήματα. Ήταν δύσκολα χρόνια, αλλά η νοσταλγία έχει τον τρόπο της να τα ομορφαίνει.
Δημοσίευση σχολίου