13/2/16

Άνθρωποι που μπήκαν κρυφά στην Ιστορία






Η Ιστορία, ως γνήσια αριστοκράτισσα, επιλέγει να μνημονεύσει τους εκλεκτούς, ενώ τους αμέτρητους άλλους που ήρθαν σε τούτη τη ζωή κι έφυγαν χωρίς να κάνουν κάτι ξεχωριστό, τους αφήνει να τους καταπιεί η λήθη.

Όλοι αυτοί οι ανώνυμοι είναι κάτι σαν ντεκόρ στο μέγα δράμα της ανθρωπότητας που παίζεται στον κόσμο μας. Ούτε καν κομπάρσοι δεν είναι. Γιατί δεν φαίνονται πουθενά. Ανήκουν σε μια συγκεχυμένη και ακαθόριστη μάζα που αναλόγως την περίπτωση ονομάζεται ορδή, λαός, έθνος, κοινωνία. Έρχονται και φεύγουν και κανείς δεν τους παίρνει είδηση. Είναι εντελώς αναλώσιμοι, άσημοι και αφανείς.

Κάποιοι όμως ελάχιστοι καταφέρνουν άθελά τους και τρυπώνουν σε μια μικρή γωνιά της Ιστορίας. Ιδέα δεν έχουν ότι το όνομά τους θα μείνει στους αιώνες. Ούτε και τους νοιάζει, εδώ που τα λέμε (αν εξαιρέσουμε βέβαια τον Ηρόστρατο).

Γύρω τους συμβαίνουν κοσμοϊστορικά γεγονότα, πόλεμοι, επαναστάσεις, κατακτήσεις, τυραννίες, διάλυση κρατών, γέννηση νέων κρατών, πολιτικές δολοφονίες, λιμοί, λοιμοί και καταποντισμοί που η ευσυνείδητη Ιστορία καταγράφει επιμελώς στα χοντρά της βιβλία αναφέροντας σχολαστικά όλα τα ονόματα των πρωταγωνιστών, αλλά και εκείνων που έπαιξαν δευτερεύοντα ή τριτεύοντα ρόλο στα συμβάντα.

Ανάμεσα σ’ αυτούς λοιπόν τους εκλεκτούς οι αφανείς και αναλώσιμοι ζουν τη χαμοζωή τους και κατατρίβονται με τα καθημερινά τους, που είναι ακριβώς τα ίδια, μα ακριβώς τα ίδια, με τα δικά μας καθημερινά. Φιλοδοξίες δεν έχουν. Τους αρκεί η καθημερινότητά τους και τους περισσεύει.

Αλλά η θεά Τύχη έχει άλλα σχέδια γι’ αυτούς.

Έτσι ο Θαμνέας βρέθηκε ξαφνικά να μνημονεύεται 2.500 χρόνια αργότερα από την εποχή που έζησε, χωρίς ο άνθρωπος να έχει ιδέα ότι απαθανατίστηκε. Ο λόγος; Ένα πριόνι που είχε δανειστεί κάποτε από τον γείτονά του.

«Θαμνεύ, κάθες υπό τω οδώ τας θύρας του κάπου πρίονα».
(Θαμνέα, βάλε το πριόνι κάτω από το κατώφλι της θύρας του κήπου).

Αυτό το μήνυμα τού άφησε  ο γείτονάς του χαράζοντάς το σε ένα θραύσμα αγγείου και το θραύσμα δεν έγινε σκόνη στους αιώνες, διατηρήθηκε μέχρι τις μέρες μας. Και μαζί του διατηρήθηκε και η μνήμη του Θαμνέα.

Ποιος άραγε να ήταν αυτός ο Θαμνέας που έζησε κάπου στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας στα μέσα του 6ου π Χ αιώνα; Νέος ήταν, γέρος ήταν, όμορφος άσχημος, έξυπνος, κουτός, δεν θα μάθουμε ποτέ. Πλούσιος όμως δεν πρέπει να ήταν, αφού αναγκάστηκε να δανειστεί το πριόνι του γείτονά του.

Γύρω του εν τω μεταξύ συνέβαιναν κοσμοϊστορικά γεγονότα. Δείτε μερικά:

560 πΧ: Ο βασιλιάς της Λυδίας Κροίσος υποτάσσει τους Έλληνες της Μ. Ασίας.
550: Ο Φαραώ Άμασις Β΄ καταλαμβάνει την Κύπρο.
548: Ήττα Κροίσου από τον βασιλιά της Περσίας Κύρο.
546: Οι Πέρσες υποτάσσουν τους Έλληνες της Μ. Ασίας και των νησιών.

Αλλά ο Θαμνέας, απλός άνθρωπος του λαού, θέλει απλώς ένα πριόνι για να κάνει τη δουλειά του.

Γνωρίζει ασφαλώς τον Πεισίστρατο, τον τύραννο της Αθήνας, καθώς και τους γιους του Ιππία και Ίππαρχο. Επίσης γνωρίζει τον Σόλωνα. Αυτούς η Ιστορία τους αγκάλιασε με στοργή, ενώ τον Θαμνέα τον αγνόησε. Εκείνος όμως βρήκε τρόπο να τρυπώσει στην αγκαλιά της. Χάρη στον γείτονα που ήθελε πίσω το πριόνι του.


Ο Ολυμπιόδωρος έζησε κι εκείνος στο ίδιο μέρος λίγες δεκαετίες αργότερα (τέλη του 6ου αι.). Αυτός έμεινε στην Ιστορία από τον υβριστή του:

«Τίτας Ολυμπιόδωρος καταπύγων», λέει το σχετικό θραύσμα αγγείου.
(Ο τίτας ο Ολυμπιόδωρος είναι π***της....)


Δεν ξέρουμε ποια ήταν η συνέχεια αυτού του υβριστικού χαράγματος, αν δηλαδή έπεσε ξύλο ή έγινε και κανένα φονικό ή αν απλώς ο τίτας (κάτι σαν παρατσούκλι) ο Ολυμπιόδωρος συνέχισε ανενόχλητος να είναι καταπύγων. Πάντως η Ιστορία, ήθελε δεν ήθελε, τον κατέγραψε στα κιτάπια της.

Και ενώ οι καθημερινοί άνθρωποι ανταλλάσσουν κακίες, γύρω τους τα κοσμοϊστορικά γεγονότα συνεχίζονται:

510 πΧ: καταλύεται η τυραννία του Πεισίστρατου. Ο Κλεισθένης βάζει τις βάσεις για τη δημοκρατική μεταρρύθμιση της Αθήνας.
508: Πελοποννήσιοι, Θηβαίοι και Χαλκιδείς εναντίον της Αθήνας. Νίκη της Αθήνας.
504: Επανάσταση των Ιώνων κατά του Δαρείου. Οι Αθηναίοι καταλαμβάνουν τις Σάρδεις και τις πυρπολούν.

Τα ζουν όλα αυτά ο Ολυμπιόδωρος και ο υβριστής του, μπορεί και να συμμετέχουν στις πολεμικές επιχειρήσεις της πόλης τους, όμως άλλα είναι τα ενδιαφέροντα της Ιστορίας και άλλα αυτά των καθημερινών ανθρώπων.


«Ευμελίς ήκε ως τάχος Αρκέσιμος».
(Ευμηλίδα, έλα το γρηγορότερο. Αρκέσιμος).

Είμαστε πάντα στην Αρχαία Αγορά της Αθήνας, πενήντα περίπου χρόνια αργότερα. Τι τη θέλει επειγόντως την Ευμηλίδα ο Αρκέσιμος; Είναι ερωτευμένος μαζί της; Μήπως είναι μαμή η Ευμηλίδα και η γυναίκα του Αρκέσιμου γεννά; Συμβαίνει κάτι άλλο; Δεν θα το μάθουμε ποτέ. Το χάραγμα στο θραύσμα του αγγείου διαιωνίζει τα ονόματά τους, όχι όμως το λόγο που πρέπει οπωσδήποτε να συναντηθούν.

Εν τω μεταξύ τα κοσμοϊστορικά γεγονότα συνεχίζονται. Έχουν ξεκινήσει και έχουν τελειώσει οι Περσικοί πόλεμοι. Η Ευμηλίδα και ο Αρκέσιμος σίγουρα έχουν συγκλονιστεί από τις εκστρατείες του Μαρδόνιου, του Δάτη και του Αρταφέρνη, του Ξέρξη εναντίον της Ελλάδας. Γνωρίζουν από πρώτο χέρι τη μάχη στο Μαραθώνα και στις Θερμοπύλες, τη ναυμαχία της Σαλαμίνας και τη μάχη των Πλαταιών. Πιθανόν να έχουν δει από κοντά τον Μιλτιάδη, τον Θεμιστοκλή, τον Κίμωνα. Ζουν ήδη σε μια ισχυρή Αθήνα που έχει επιβάλει τη ναυτική της ηγεμονία στον ελλαδικό χώρο.

Αλλά η καθημερινή ζωή συνεχίζεται: «Ευμηλίδα, τρέξε γρήγορα!».


Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα, πάντα στο ίδιο μέρος: Η Σικέλα είναι ένα πολύ ζωηρό θηλυκό, παραπάνω από όσο πρέπει ζωηρό. Να είναι απλώς ένα τσουλάκι ή κάτι χειρότερο; Το χάραγμα στο θραύσμα του αγγείου δεν μας το διευκρινίζει. Μας λέει μόνο:

«Σικέλα καταπύγαινα»
(Η Σικέλα είναι ξεκωλ...).

Και ενώ η Σικέλα διαπομπεύεται για τις σεξουαλικές της προτιμήσεις, η Ιστορία καταγράφει σοβαρή τις αλλεπάλληλες νίκες του Αθηναϊκού στόλου κατά των Περσών. Ο Περικλής δεσπόζει στην πολιτική σκηνή της Αθήνας, η οποία ζει τον χρυσό αιώνα της. Η πόλη για πρώτη φορά γνωρίζει τόσο πλούτο, τόση δύναμη και τόση δόξα.

Η Σικέλα ζει πολύ κοντά στον Περικλή και τους άλλους μεγάλους της εποχής της: τον Σωκράτη, τον Αισχύλο, τον Σοφοκλή, τον Ευριπίδη, τον Αριστοφάνη, τον Φειδία, τον Καλλικράτη και άλλους πολλούς, πάρα πολλούς διάσημους της εποχής της. Έχει άραγε δει κανέναν από κοντά; Πολύ πιθανό, αν και τα δικά της ενδιαφέροντα είναι άλλου τύπου.

Το 431 ξεσπά ο Πελοποννησιακός πόλεμος. Τέσσερις φορές εισβάλλουν στην Αττική οι Λακεδαιμόνιοι και τη λεηλατούν. Ο κόσμος εγκαταλείπει τα κτήματά του και συγκεντρώνεται μέσα στα τείχη της Αθήνας. Το 420 εξαπλώνεται στην πόλη ο φοβερός λοιμός που αποδεκατίζει τον πληθυσμό.

Τι να απέγινε τελικά η Σικέλα; Να χάθηκε άραγε κι αυτή σε κείνο τον λοιμό; Άγνωστο. Το όνομά της όμως στο θραύσμα του αγγείου την κράτησε στην αιωνιότητα. Αντίθετα ο υβριστής της έγινε πολτός.


Ας αναφερθούμε τώρα και σε κάποιους επώνυμους Αθηναίους του 4ου αιώνα που το όνομά τους βρέθηκε χαραγμένο σε όστρακα εξοστρακισμού. Κάποιοι συμπολίτες τους που δεν τους χώνευαν  και ήθελαν να τους βγάλουν από τη μέση πρόβαλαν ηθικής τάξεως επιχειρήματα:

«Μεγακλής Ιπποκράτους μοιχός».

Πρόκειται για τον Μεγακλή της οικογένειας των Αλκμεωνιδών, ισχυρό πολιτικό άνδρα και συνεργάτη του Πεισίστρατου.

«Κίμων Μιλτιάδου Ελπινίκην λαβών ίτω».
(Ο Κίμων, ο γιος του Μιλτιάδη, να πάρει την Ελπινίκη και να φύγει).

Η Ελπινίκη, αδελφή του Κίμωνα, επενέβαινε υπέρ το δέον στα πολιτικά πράγματα και φαίνεται ότι είχε αιμομικτικές σχέσεις μαζί του.

Αλλά ούτε και ο Θεμιστοκλής γλίτωσε τη ρετσινιά:

«Θεμιστοκλής καταπύγων Νεοκλέους».
(Ο Θεμιστοκλής, ο γιος του Νεοκλέους, είναι π***της....).

Είναι φανερό ότι και στην αρχαία Αθήνα κάποιες ομοφυλοφιλικές υπερδραστηριότητες τις έβλεπαν με το ίδιο μάτι που τις βλέπει και η εποχή μας.

Ένας Αθηναίος με χιούμορ ή πολύ πεινασμένος ο δύστυχος θέλησε να εξοστρακίσει την πείνα:

«Τον λιμόν οστρακίδδω».
(Την πείνα εξοστρακίζω).


Επιστρέφουμε στους ανώνυμους.

Ο Άσσων που ζούσε στην Πάρο γύρω στο 550 πΧ  με πολύ καμάρι γράφει πάνω σε ακατέργαστο παριανό μάρμαρο:

« Άσσων τέσσερα και εβδομηκοντούτης εών τας οικίας εξεποίησεν».
( Ο Άσσων που είναι εβδομήντα τεσσάρων χρονών ολοκλήρωσε το χτίσιμο των σπιτιών).

Το σπίτι και τα βοηθητικά οικήματα που έχτισε ο ηλικιωμένος Παριανός έγιναν στην πάροδο των αιώνων σκόνη μέσα στη σκόνη, όμως η επιγραφή στο μάρμαρο επέζησε για να μας θυμίζει τον γέροντα Άσσονα που κατάφερε να τα χτίσει. Ελπίζουμε να τα χάρηκε μερικά χρόνια, πριν γίνει κι εκείνος σκόνη μέσα στη σκόνη.

Την ίδια εποχή σε ένα βράχο του λόφου Φασκομηλιά (λίμνη Βουλιαγμένης) ένα ευαίσθητο βοσκόπουλο, ο Σωτιμίδης, χαράζει ποιητικώ τω τρόπω τη θλίψη της μοναξιάς του:

«Σωτιμίδης είναί φημι οίος παρά την ορίαν».
(Ο Σωτιμίδης είμαι, μονάχος στην άκρη του κόσμου).

Και με το χάραγμα αυτό, ένας μελαγχολικός βοσκός που ήρθε κι έφυγε, χωρίς να τον προσέξει κανείς, κατάφερε να περάσει στην αιωνιότητα. Αν τουλάχιστον το  ήξερε, ίσως η μοναξιά του γινόταν κάπως πιο υποφερτή.


Εκεί γύρω στα 525-500 ο Έρρων, όπως μας πληροφορεί η  χάλκινη πινακίδα που βρέθηκε στο μαντείο της Δωδώνης, έχει μόνο ένα χρήσιμο παιδί και θέλει να αποχτήσει κι άλλα εξίσου χρήσιμα από τη γυναίκα του Κρηταία:

«Έρρων τίνα κα θεών ποτθέμενος γενεά οι γένοιτο  εκ Κρηταίας ονάσιμος ποτ τα εάσα».
(Ο Έρρων ρωτά ποιον θεό, αν έχει για προστάτη, θα αποχτήσει από την Κρηταία τέκνο χρήσιμο εκτός από αυτό που ήδη έχει).

Όπως είπαμε, μπορεί να συμβαίνουν στον κόσμο συγκλονιστικά γεγονότα που για χιλιάδες χρόνια θα μνημονεύονται από τις μελλούμενες γενεές, όμως ο Έρρων, οικογενειάρχης άνθρωπος, αυτό που μόνο θέλει είναι να αυξήσει την οικογένειά του με πολλά ακόμα χρήσιμα παιδιά που θα τον βοηθούν στις δουλειές του.

Όχι πως αγνοεί αυτός και όλοι οι υπόλοιποι τι γίνεται γύρω του, αλλά η προσωπική ζωή έχει πάντα την προτεραιότητα και αυτό ισχύει για όλους μας. Η Ιστορία πάλι έχει άλλα μέτρα και σταθμά.

Έρρων λοιπόν και Κρηταία: ένα ανδρόγυνο που θέλει πολλά παιδιά. Θα μπορούσαν να είναι οι ένοικοι του διπλανού μας διαμερίσματος.


Εκατόν είκοσι πέντε χρόνια αργότερα ο Κλεώτας (που μπορεί να είναι και ο τρισέγγονος του Έρρωνα και της Κρηταίας) ρωτά τον Δία και τη Διώνη στο ίδιο μαντείο:

«Ερούται Κλεούτας τον Δία και την Διώνην αι έστι αυτοί προβατεύοντι όναιον και ωφέλιμον».
(Ρωτά ο Κλεώτας τον Δία και τη Διώνη, αν θα είναι χρήσιμο και ωφέλιμο γι’ αυτόν να έχει πρόβατα).

Ασφαλώς ο Κλεώτας θα είχε δει στον ουρανό τον κομήτη που εμφανίστηκε τότε και θα ένιωσε μάλλον και τον ισχυρό σεισμό που ταρακούνησε την Πελοπόννησο και γκρέμισε δυο πολιτείες.

Εν τω μεταξύ οι Έλληνες τρώγονται μεταξύ τους και στο χορό μπαίνει τώρα και ο μέγας βασιλέας της Περσίας. Οι Σπαρτιάτες για πρώτη φορά δοκιμάζουν την πικρή γεύση της ήττας στη μάχη των Λεύκτρων (371) από τους Θηβαίους. Η Θήβα γίνεται ισχυρή πολιτική δύναμη και δυο στρατηγοί της ξεχωρίζουν: ο Επαμεινώνδας και ο Πελοπίδας.

Δεν ξέρουμε, αν ο αφανής Κλεώτας που θέλει μόνο να γίνει ένας βοσκός προβάτων έχει πάρει μυρωδιά τι γίνεται στην Ελλάδα. Η χάλκινη πινακίδα όμως που διασώθηκε μάς παρέδωσε το όνομά του. Σύγχρονος του Επαμεινώνδα και του Πελοπίδα λοιπόν. Ένα βοσκός απλώς.

Κλεώτα, σου στέλνουμε τους χαιρετισμούς μας από τα βάθη του μέλλοντος χρόνου και ελπίζουμε ο χρησμός να ήταν ευνοϊκός και να απέχτησες ένα χρήσιμο και ωφέλιμο κοπάδι  προβάτων .


Στις Θεσπιές της Βοιωτίας το 450-430 πΧ ο Μογέας (που μπορεί, τι μπορεί, σίγουρα ήταν γιος κάποιου γενναίου Θεσπιέα  που έδωσε τη ζωή του στις Θερμοπύλες το 480), χαρίζει στη γυναίκα του Εύχαρι έναν κότυλο, μια κούπα κρασιού, για να πίνει και να ευχαριστιέται. Χαράζει μάλιστα στο εξωτερικό τοίχωμα την ευχή του:

«Μογέα δίδωτι ται γυναικί δώρον Ευχάρι τευτετριφάντου κότυλον, ως χάδαν πίη».
( Ο Μογέας δίνει δώρο στη γυναίκα του Εύχαρι, κόρη του Ευτετριφάντου, αυτόν τον κότυλο για να πίνει, μέχρι να σκάσει).

Μπεκρού του βγήκε η γυναίκα του Μογέα, αλλά αυτός δεν φαίνεται καθόλου να ενοχλείται. Μάλλον μπεκρής θα ήταν κι αυτός και θα τα κοπάναγαν παρέα. Εκτός κι αν είχε σκοπό να την ξεκάνει με αυτό τον τρόπο.

Για τον ηρωικό πατέρα του και τους άλλους ήρωες της προηγούμενης γενιάς που έπεσαν μέχρις ενός μαχόμενοι στο πλευρό των Τριακοσίων του Λεωνίδα, όσο έπρεπε να θρηνήσουν, θρήνησαν και όσο έπρεπε να νιώσουν περήφανοι, ένιωσαν. Η ζωή όμως προχωρεί και η Εύχαρις θέλει να πιει τα ποτηράκια της. Ας αναλάβει η Ιστορία δια τα περαιτέρω σχετικά με τις Θερμοπύλες.


Στα τέλη του 5ου και αρχές του 4ου αιώνα δυο άλλα χαράγματα σε βράχο στους Φούρνους της Ικαρίας μάς γνωρίζουν τρεις νεαρούς στρατιώτες που ερωτεύονται ο ένας τον άλλον:

«Επίγονος καλός οις δοκεί των φρουρών».
(Ο Επίγονος είναι όμορφος για όσους φρουρούς τον γουστάρουν).

«Και τάλλα σπεύδων Απολλοκράτει Δαμόδωρος, Επίγονον ποθών φυλάττω Κορσιητών ακρόπολιν».
(Εγώ ο Δημόδωρος τον θέλω βέβαια πολύ τον Απολλοκράτη, όμως τον Επίγονο ποθώ, καθώς φυλάω σκοπιά στην ακρόπολη των Κορσιητών).

Από ένα άλλο χάραγμα του βράχου μαθαίνουμε ότι ο ωραίος Επίγονος είναι Σαμιώτης. Άρα τα αγόρια αυτά είναι φρουρά της Σάμου στο σημείο αυτό της Ικαρίας.

Θα γνωρίζουν βέβαια οι νεαροί αυτοί  ότι η μισητή Αθήνα νικήθηκε από τη Σπάρτη (404) και ότι ο Λύσανδρος επέβαλε εκεί τους τριάντα τυράννους. Μπορεί επίσης να γνωρίζουν ότι η δημοκρατία επανήλθε στην Αθήνα δυο χρόνια αργότερα. Όσο για το νησί τους, ο Λύσανδρος κανόνισε να το συμπεριλάβει στη συμμαχία της Σπάρτης.

Εντάξει, οι μεγάλοι παίζουν με τις τύχες των Ελλήνων, όμως τούτοι εδώ οι νεαροί που το αίμα τους βράζει έχουν άλλες προτεραιότητες.

Αχ, Επίγονε, μας έκαψε η ομορφιά σου...


Λίγες δεκαετίες αργότερα, στις αρχές του 4ου αιώνα, ο Κλείνις από την Αρκαδία αποφασίζει να ελευθερώσει τέσσερις δούλους του. Λέει η χάλκινη απελευθερωτική επιγραφή που βρέθηκε κοντά στις Βάσσες της Φιγαλείας:

«θεός  τύχα
Κλείνις αφήκε Κόμαθον, Έλυθρον, Ομβρίαν, Χοιροθύωνα. Ει δε τις επιθιγάνη τούτοις, ιερά τα χρήματα είναι πάντα, είτε Ιστίας είτ’ άλλος τις τ’ απόλλωνι τω Βασίτα και τω Πανί τω Σινόεντι και ταρτέμι τα Κοτιλέω και τα Ορθασία».

(Θεός, Τύχη
Ο Κλείνις ελευθέρωσε τον Κόμαθο, τον Έλυθρο, τον Ομβρία, τον Χοιροθύωνα. Αν κάποιος απλώσει χέρι πάνω τους, είτε ο Ιστίας είτε κάποιος άλλος, να περιέλθει όλη η περιουσία του ως ιερή στον Απόλλωνα τον Βασσίτη και στον Πάνα τον Σινόεντα και στην Άρτεμη του Κωτιλίου και την Ορθασία).

Το Κωτίλιον είναι βουνό κοντά στις Βάσσες της Φιγαλείας όπου βρίσκεται ο ναός του Απόλλωνα των Βασσών.

Και εδώ λοιπόν έξι καταδικασμένοι στην αφάνεια άνθρωποι, ένας αφέντης, τέσσερις δούλοι και ένας έκτος, μάλλον ύπουλος άνθρωπος, κατάφεραν να ξεγελάσουν την Ιστορία και να χωθούν από μια χαραμάδα στον σεπτό της ναό.

Εμείς το μόνο που μπορούμε να κάνουμε είναι να χαρούμε με καθυστέρηση είκοσι τεσσάρων αιώνων μαζί με τους τέσσερις δούλους που ανέκτησαν την ελευθερία τους και να συγχαρούμε τον Κλείνι για τη φιλάνθρωπη πράξη του.


Εκατό περίπου χρόνια αργότερα, είμαστε τώρα στον 3ο αιώνα πΧ,  ένα άλλο χάραγμα στην εξωτερική επιφάνεια ενός αμφορέα από την Ελεύθερνα της Κρήτης που ισοδυναμεί με τις δικές μας ετικέτες που κολλάμε στα μπουκάλια του κρασιού, αναφέρει:

«Επί Ιέρωνος
αθαλάσσιος
Ηρακλής»

Ο παραγωγός του κρασιού εδώ πληροφορεί την πελατεία του για το έτος παραγωγής του κρασιού (επί Ιέρωνος), βεβαιώνει ότι είναι χωρίς συντηρητικά (αθαλάσσιος, χωρίς δηλαδή θαλασσινό νερό που το χρησιμοποιούσαν για τη συντήρηση του κρασιού) και δηλώνει ότι πρόκειται για δυνατό ποτό (Ηρακλής).

Οι Κρητικοί πίνουν το κρασάκι τους λοιπόν, ενώ εν τω μεταξύ συμβαίνουν τα εξής τρομερά πράγματα στον κόσμο:

Ο Φίλιππος νικά τους νότιους Έλληνες στη μάχη της Χαιρώνειας (338) και γίνεται ο απόλυτος ρυθμιστής των πολιτικών πραγμάτων στην Ελλάδα. Στη συνέχεια ο Αλέξανδρος ακάθεκτος σαρώνει την Ανατολή. (Ισσός, Τύρος, Αίγυπτος, Γαυγάμηλα, Σούσα, Περσέπολις, Εκβάτανα, Υρκανία, Παρθία, Βακτρία, Σογδιανή, Σαμαρκάνδη, Τασκένδη, Ιμαλάια, Ινδίες).

Οι Κρητικοί είναι στην πλειονότητά τους φιλομακεδόνες.
Εις υγείαν του Αλέξανδρου λοιπόν! Πάντα τέτοια!


Και φτάνουμε σιγά-σιγά στα χρόνια της Ρωμαιοκρατίας. Η Αθήνα είναι μια πόλη της κουλτούρας και τα πάει καλά με τους Ρωμαίους κατακτητές. Οι Αθηναίοι παίρνουν ρωμαϊκά ονόματα, είναι φρόνιμα παιδιά και μελετούν πολύ.

Σε μια πλάκα λευκού μαρμάρου που βρέθηκε στην Αρχαία Αγορά διαβάζουμε:

«Βιβλίον ουκ εξενεχθήσεται, επεί ωμόσαμεν.
ανυγήσεται από ώρας πρώτης μέχρι έκτης».
(Δεν θα βγει βιβλίο από τη βιβλιοθήκη, γιατί δώσαμε όρκο. Η βιβλιοθήκη θα είναι ανοιχτή από την πρώτη ως την έκτη ώρα).

Τα κοσμοϊστορικά γεγονότα συμβαίνουν τώρα εκτός Ελλάδος. Ας ασχοληθούν οι Ρωμαίοι μ’ αυτά. Εδώ στην Ελλάδα έχουμε ησυχία. Και μια και οι κουτο-Ρωμαίοι μάς θαυμάζουν τόσο, ας τους φλομώσουμε κι εμείς με τη σοφία μας.

Ο Αθηναίος φιλόσοφος Τίτος Φλάβιος Πάνταινος ιδρύει μια νέα βιβλιοθήκη για να μπορούν να εμβαθύνουν οι Αθηναίοι ακόμα περισσότερο στην ελληνική σοφία.

Μια δεύτερη επιγραφή που βρέθηκε στις ανασκαφές αναφέρεται στις δωρεές της βιβλιοθήκης:

 «Στην Αθηνά Πολιάδα και στον αυτοκράτορα Καίσαρα Αύγουστο Νέρβα Τραϊανό Γερμανικό και στην πόλη των Αθηναίων, ο ιερέας των Μουσών φιλοσόφων Τίτος Φλάβιος Πάνταινος, γιος του Φλαβίου Μενάνδρου, Προϊσταμένου της Σχολής, δώρισε την έξω στοά, το περιστύλιο και τη βιβλιοθήκη με τα βιβλία και όλο τον εξοπλισμό της, από δικούς του πόρους, μαζί με τα παιδιά του, τον Φλάβιο Μένανδρο και την Φλαβία Σεκουνδίλλα».

Έτσι μπήκε στην Ιστορία και μάλιστα από την κύρια είσοδο αυτός εδώ ο πλούσιος Αθηναίος με το ρωμαϊκό όνομα, μπήκε και ο πατέρας του, μπήκαν και τα παιδιά του. Αναρωτιέμαι ωστόσο, γιατί βάφτισε την κόρη του Φλαβία Σεκουνδίλλα. Να ήταν μόνο από μόδα ή μήπως ο Πάνταινος είχε παντρευτεί καμιά Ρωμαία;

Τι να πεις... Αυτοί οι πλούσιοι με όλους τα κάνουν τελικά πλακάκια.

Ακόμα και με την Ιστορία.