Όταν ήμουν παιδί, έβλεπα,
χωρίς να παραξενεύομαι, άλλα παιδιά που τριγυρνούσαν στο δρόμο και πουλούσαν
διάφορα στους περαστικούς ή στους θαμώνες των καφενείων και των
ζαχαροπλαστείων. Η Ελλάδα ήταν φτωχή τότε, επομένως κάποιοι που δεν τα έβγαζαν
πέρα έστελναν τα παιδιά τους στο δρόμο να γίνουν μικροπωλητές. Τα παιδιά αυτά
είχαν σπίτι, είχαν γονείς ή τέλος πάντων κάποιους μεγάλους να τα νοιάζονται,
δεν ήταν αφημένα στο έλεος του Θεού. Το θέαμα πάντως ήταν τόσο κοινό που κανείς
δεν έδειχνε να σοκάρεται. Οι ευαισθησίες μας εξάλλου εκείνο τον καιρό ήταν
περιορισμένες, προείχε η επιβίωση.
Αργότερα, όταν ο τόπος άρχισε
να ξεφεύγει σιγά-σιγά από τη φτώχια, οι ευαισθησίες μας αυξήθηκαν και τα παιδιά
αυτά λιγόστεψαν. Στο τέλος εξαφανίστηκαν σχεδόν. Μετά, όταν μπήκαμε στην εποχή
της ευμάρειας, οι δρόμοι γέμισαν πάλι από παιδιά που ανήκαν όμως σε άλλη κατηγορία. Ήταν παιδιά από ξένες
φτωχές χώρες που περιφέρονταν στους δρόμους πουλώντας ευτελή προϊόντα ή έστεκαν
στα φανάρια και καθάριζαν τα τζάμια των αυτοκινήτων. Αυτή τη φορά τα πράγματα
ήταν πολύ πιο σκληρά. Γιατί τα περισσότερα από αυτά τα παιδιά, όπως μαθαίναμε
από τα ΜΜΕ, τα είχαν πουλήσει οι γονείς τους ή τα είχαν νοικιάσει σε ενήλικες
αλλοδαπούς που είχαν στήσει κανονική επιχείρηση στηριζόμενοι στον οίκτο των
καθημερινών ανθρώπων.