31/8/12

Ο λούζερ


 Γεννήθηκε όμορφος - μεγάλη χάρη αυτή της φύσης. Από μικρός συγκέντρωνε πάνω του τα βλέμματα των άλλων, βλέμματα θαυμασμού που αναπόφευκτα γέννησαν μέσα του την αλαζονεία. Δεν έφταιγε αυτός. Η φύση τον παγίδεψε μέσα στην ομορφιά του, γιατί εκτός από αυτήν, δεν φρόντισε να του δώσει τίποτε άλλο.
Εκείνος πίστεψε πως είχε κι άλλες χάρες. Επειδή όμως τα βλέμματα των άλλων συνέχιζαν να συγκεντρώνονται πάνω του αυξάνοντας την ολέθρια αλαζονεία του, σκέφτηκε πως δεν υπήρχε κανένας λόγος να κοπιάσει για τίποτα, πως οι εσωτερικές του χάρες θα έβρισκαν το δρόμο ανοιχτό για να ξεδιπλωθούν προς τα έξω. Έτσι εξακολούθησε να απολαμβάνει τεμπέλικα το θαυμασμό των άλλων και, όταν έπαψε να είναι παιδί, η αλαζονεία του είχε πλέον φτάσει στα ύψη. Διότι τώρα ανακάλυψε με περισσή ευχαρίστηση ότι οι γυναίκες τον τριγύριζαν ξετρελαμένες και δεν είχε παρά να απλώσει το χέρι και να διαλέξει την καλύτερη.


«Τι θα κάνεις, παιδί μου, στη ζωή σου;» ρωτούσαν οι μεγάλοι ανήσυχοι, γιατί εκείνος αναπαυμένος στην ομορφιά του δεν ήθελε να κάνει απολύτως τίποτα.
«Θα γίνω καλλιτέχνης», απαντούσε αόριστα και η ανησυχία των μεγάλων αύξανε. «Τι καλλιτέχνης, μάτια μου; Πού είναι τα ταλέντα σου;» Εκείνος τότε θύμωνε. «Δεν έχετε ιδέα εσείς από αυτά, λοιπόν μη με απασχολείτε με τις ανοησίες σας».
Οι μεγάλοι όμως ανησυχούσαν σοβαρά. Στο σχολείο περνούσε τις τάξεις με το ζόρι, επομένως ήταν μάταιο να επιμείνουν για σπουδές και πανεπιστημιακά πτυχία. Ίσως αν πήγαινε σε καμιά τεχνική σχολή; Εκείνος χαμογελούσε περιφρονητικά: «Τι θέλετε να γίνω, υδραυλικός;» Μα όχι, μπορούσε να πάει στη Σχολή Τουριστικών Επαγγελμάτων παραδείγματος χάριν. «Μάγειρας δηλαδή;» Ή να γίνει αστυφύλακας, άσχημα ήταν; Λιμενοφύλακας ίσως; Και τέλος πάντων είχαν και κάποιο μέσον και μπορεί να τον έβαζαν κλητήρα σε κάποιο υπουργείο, αν εκείνος ήθελε.
Αυτές οι συζητήσεις τον εξόργιζαν αφάνταστα. Ήθελε να τους φωνάξει κατάμουτρα: «Με είστε λοιπόν  τελείως τυφλοί, δεν βλέπετε την ομορφιά μου;» Επειδή όμως καταλάβαινε ότι αυτό το επιχείρημα δεν ήταν και πολύ ισχυρό, περιοριζόταν να τους πει: «Θα γίνω καλλιτέχνης. Τα είπαμε αυτά».
Έπειτα κλεινόταν στο δωμάτιό του και ονειροπολούσε. Η ζωή απλωνόταν γεμάτη υποσχέσεις μπροστά του, μια λεωφόρος στολισμένη με γιρλάντες, αυτός τη διάβαινε μεγαλόπρεπα και οι άλλοι τον έραιναν με άνθη. Οι γυναίκες έπεφταν στα πόδια του. «Πάρε με!» του φώναζαν κι έσπρωχναν η μια την άλλη, «πάρε με, εμένα πάρε!».
Έπιανε την κιθάρα του και γρατζουνούσε κάποια τραγουδάκια δικής του επινόησης. Θα μπορούσε να γίνει τραγουδοποιός, κάτι σαν το Σαββόπουλο ας πούμε. Οι φίλοι του που είχαν ακούσει ένα δυο τραγούδια του, τα έβρισκαν χαριτωμένα. Αλλά και ηθοποιός μπορούσε να γίνει με τέτοια ομορφιά. Αν και αυτός προτιμούσε να γίνει ποιητής. Άφηνε κάτω την κιθάρα κι έπιανε το μολύβι: «Σε μακρινές θάλασσες θέλω να ταξιδέψω...». Σταματούσε σκεφτικός. «Οι τοίχοι υγροί από το πούσι..» Σταματούσε πάλι. Εν τάξει, δεν είχε έμπνευση σήμερα, θα συνέχιζε μια άλλη φορά.
Αλλά η φύση με τη ζωή δεν συμβαδίζουν πάντα. Εκείνος βέβαια ήταν πολύ νέος τότε για να το ξέρει αυτό. Πίστευε πως αφού η φύση τον είχε προικίσει με τέτοια ομορφιά, καμιά πόρτα δεν θα έμενε ποτέ κλειστή στις χάρες του. Κι ακόμα είχε την εντύπωση πως εκτός από αυτή την προίκα η μητέρα φύση τον είχε εφοδιάσει και με άλλα ταλέντα. Έτσι με θάρρος και με αυτοπεποίθηση ξεκίνησε να χτυπά τις πόρτες.
Πέρασαν πολλά χρόνια από τότε, δεκαετίες. Είναι αλήθεια πως χτύπησε αμέτρητες πόρτες, σ’ αυτό τουλάχιστον δεν έδειξε καμία οκνηρία. Οι πόρτες όμως παρέμειναν κλειστές, κανείς δεν ενδιαφέρθηκε για την καλλιτεχνική παραγωγή του. Κάποιες λίγες φορές έπαιξε ως κομπάρσος σε μερικές τηλεταινίες, στεκόταν στο μπαρ κι έκανε πως έπινε το ποτό του ή σταματούσε στο περίπτερο και αγόραζε εφημερίδα. Όταν όμως τον έβαζαν να μιλήσει, είχε ένα τόνο η φωνή του βαρύγδουπο και κρύο και το πρόσωπό του παρέμενε ανέκφραστο. Έτσι δεν έγινε τελικά ηθοποιός. Τίποτα δεν έγινε, αν και αυτός συστήνεται ως καλλιτέχνης - και γιατί όχι άλλωστε;
Οι μεγάλοι παραμεγάλωσαν κάποια στιγμή και αποχώρησαν από το μάταιο τούτο κόσμο. Πέθαναν με το πικρό παράπονο πως άφηναν πίσω τους ένα φαντασιόπληκτο απόγονο που δεν μπορούσε να συντηρήσει τον εαυτό του.
Ο απόγονος σκέφτηκε κάποια στιγμή να γίνει ζιγκολό, αλλά ούτε και σ’ αυτή τη δουλειά - που θα μπορούσε κανείς με λίγη φαντασία να την πει καλλιτεχνική - δεν είχε ταλέντο. Δεν ήξερε να είναι ευγενικός, εύκαμπτος και εύχαρις. Οι κυρίες που τον είχαν προτιμήσει, θύμωσαν πολύ γρήγορα με την εγωιστική του συμπεριφορά και τον έδιωξαν κακήν κακώς. Μία από αυτές, πιο ωμή από τις άλλες, του εξήγησε ότι στη δουλειά αυτή ήταν ένα είδος υπαλλήλου και γι αυτό έπρεπε να φιλά το χέρι που του έδινε ψωμί και όχι να το δαγκώνει. Του έβαλε μετά στην τσέπη ένα καλό φιλοδώρημα και τον απέπεμψε.
Τώρα, στην έναρξη του γήρατος πλέον, κάνει τον απολογισμό της ζωής του και μια βαθιά οργή ανάβει μέσα του.
Δεν τα βάζει με τη φύση που τον παγίδεψε στην ομορφιά του, ο νους του δεν φτάνει ως εκεί. Τα βάζει με τη ζωή που τον ξεγέλασε - «τα όνειρα της ζωής του που βγήκαν όλα λάθος», όπως λέει και ο ομότεχνός του – τα βάζει με τους ανθρώπους που τον περιφρόνησαν κατάμουτρα αδιαφορώντας για την εκθαμβωτική του παρουσία, με το βολεμένο κατεστημένο που ζαχαρώνει με τις μελό αηδίες και αγνοεί προκλητικά το δικό του έργο, με τους πάσης φύσεως θεσμούς που κρατούν στην αφάνεια τους ταλαντούχους και προβάλλουν τους ατάλαντους, τα βάζει με όλους και με όλα και φτύνει δηλητήριο - κάτι σαν πρόσκαιρη ανακούφιση είναι αυτή η συνήθειά του.
Και τώρα ακυρώνεται και το τελευταίο του ατού: καταρρέει η ομορφιά του, τα μαλλιά του πέφτουν, κατέβασε διπλοσάγονο, τα δόντια του χάλασαν, αλλά λεφτά δεν έχει για τον οδοντογιατρό, πάχυνε και κρέμασε ένα αντιαισθητικό στομάχι και δεν είναι μόνο αυτό, είναι και οι πόνοι που άρχισαν στις κλειδώσεις, ανέβασε και πίεση, σάκχαρο και χοληστερίνη, γερνά και πρέπει να το πάρει απόφαση, να το πάρει απόφαση ότι...
Στο δρόμο, όταν περπατά, κανείς πια δεν γυρίζει να τον κοιτάξει, οι  γυναίκες λιγώνονται τώρα για άλλους νέους και ωραίους, αυτός στα μάτια τους είναι ένας παππούς. Μόνο κάτι σιτεμένες απέμειναν να τον τριγυρίζουν με κάποιο ενδιαφέρον. Νιώθει να τις μισεί αυτές τις σιτεμένες, είναι το όνειδός του αυτές οι μεσόκοπες κότες, η σφραγίδα της ντροπής του είναι αυτές οι χαζοχαρούμενες γριές, το σήμα κατατεθέν του είναι οι εμμηνοπαυσιακές αυτές γκόμενες που θέλουν χάδια και φιλιά. Τον πλημμυρίζει η οργή, τον τυφλώνει η οργή και δυστυχώς πρέπει να το πάρει απόφαση, να το πάρει απόφαση ότι τελικά είναι ένας...
Πώς βρέθηκε αυτός να ζει ασήμαντος ανάμεσα σε ασήμαντους; Τι έφταιξε και πήγαν όλα στραβά; αναρωτιέται σε σπάνιες στιγμές νηφαλιότητας. Κάθεται στο τραπέζι, παίρνει το μολύβι: «Οι τοίχοι υγροί από το πούσι και στα μάτια σου η αέναη απουσία του παντός...». Σταματά, σκέφτεται. Καμιά ιδέα δεν γεννιέται στο κεφάλι του, κόπηκε πάλι απότομα η έμπνευσή του. Πετά το χαρτί στο καλάθι των αχρήστων, παίρνει ένα άλλο:
Νυχτερινοί επισκέπτες απ’ το μέλλον
στάθηκαν στο κατώφλι μου.
«Πρέπει να το πάρεις απόφαση», μου είπαν,
«πρέπει να συνηθίσεις στην ιδέα,
είσαι ένας λούζερ».
Γελούν σαρδόνια και με υποχρεώνουν
να γελάσω κι εγώ μαζί τους.
Αφήνει κάτω το μολύβι, διαβάζει το ποίημα πολλές φορές και μετά αρχίζει να γελά σιγανά και πολύ πικραμένα.


.

Δεν υπάρχουν σχόλια: