14/4/12

Οι βασίλισσες των σκουπιδιών (διήγημα)

                                      Renoir   "Le Bal au Le Moulin de la Galette".

Η Κατερίνα και η Βασιλική είναι μόνες. Όταν σμίγουν, η μοναξιά τους δεν ακυρώνεται, γίνεται δυο φορές μοναξιά.
Κουβεντιάζουν βέβαια και λένε πολλά. Λένε τα νέα τους, τα νέα της οικογένειάς τους, των συγγενών τους, των γνωστών τους, τα νέα του κόσμου γενικώς. Κατά την όρεξή τους πότε το γυρίζουν στα γερμανικά, πότε στα γαλλικά. Καμιά φορά και στα ιταλικά. Δεν το κάνουν από επίδειξη, το κάνουν από συνέπεια. Θέλουν να εξασκούν τις ξένες γλώσσες που έμαθαν.
Παράλληλα δεν έχουν καμιά αμφιβολία  ότι σ’ αυτό το χύδην κόσμο που βρέθηκαν, δεν είναι δυο τυχαίες περιπτώσεις. Μπορεί μάλιστα να είναι αυτό η αιτία της μοναξιάς τους. Που οι άλλοι δηλαδή δεν αναγνωρίζουν την αξία τους, που βλέπουν μόνο δυο, πώς να το πούμε, ασήμαντα κορίτσια, άχρωμα, δεν βλέπουν δυο βασίλισσες, όπως πραγματικά είναι. Διότι η Κατερίνα και η Βασιλική είναι βασίλισσες μπροστά σ’ αυτά τα γυναικάκια  τα αστοιχείωτα και τα αυθάδικα που ξεφωνίζουν και ξερνούν ανοησίες.
Τέλος πάντων.

Απόψε συναντήθηκαν ξανά και, ενώ φλυαρούν αδιάκοπα πάνω από μια ώρα, πάλι μόνες, ολομόναχες είναι. Απόψε ειδικά το τονίζουν αυτό και άλλοι παράγοντες:
Πρώτον, η μέρα και η ώρα.
Είναι Σαββατόβραδο και όλοι βγαίνουν έξω να διασκεδάσουν. Υπάρχει διάχυτη στην ατμόσφαιρα μια αναμονή, μια ανυπομονησία για τις ώρες που έρχονται. Θα γίνουν διάφορα απόψε, συναντήσεις, φιλιά και αγκαλιάσματα, στα κέντρα περιμένουν οι μουσικές και οι χοροί  και έπειτα, κατά τα ξημερώματα, περιμένουν τα κρεβάτια με τους αναστεναγμούς. Τίποτε από αυτά δεν περιμένει την Κατερίνα και τη Βασιλική, τίποτα απολύτως.
Δεύτερον, ο τόπος.
Τα κορίτσια βολτάρουν άσκοπα στη λεωφόρο. Όλα είναι πολύχρωμα και φωτεινά. Τα καφέ ορθάνοιχτα προς τα έξω, τραπεζάκια στα πεζοδρόμια, πιτσαρίες, μπαρ, ψησταριές, ρεστοράν, κινηματογράφοι. Ο κόσμος κυκλοφορεί, κάθεται, έχει πολλούς άντρες εδώ. Έχει και από αυτά τα θηλυκά τα εκτός βολής. Φωνάζουν, γελούν τρανταχτά και είναι τριγυρισμένα από άντρες, πολλούς άντρες. Την Κατερίνα και τη Βασιλική δεν τις τριγυρίζει κανείς, είναι μόνες, η μία με την άλλη.
Τρίτον, η εποχή.
Είναι καλοκαίρι, δεν έχει κρύο και βροχή να κάθονται μέσα και να ξεχνιούνται με την τηλεόραση. Τώρα, τους λέει η εποχή, πρέπει να βγείτε και να κυκλοφορήσετε, κορίτσια, να γνωρίσετε, να αγαπήσετε, τώρα που είστε νέες, εικοσιτριών χρονών. Να φορέσετε τα ξώπλατά σας, να δείξετε τα μπούτια σας, να ισορροπήσετε πάνω στα ψηλά τακούνια σας, να το λέτε καθαρά σε όσους σας κοιτάζουν πως θέλετε να αγαπηθείτε.
Όμως η Κατερίνα και η Βασιλική δεν τα καταφέρνουν καλά σ’ αυτό τον τομέα. Κάτι πάνω τους είναι μίζερο και αποπνέει δυστυχία, κανείς δεν τις κοιτάζει, κανείς δεν τις ποθεί, κι ας είναι εικοσιτριών χρονών. Υπάρχει ένα σινικό διάφανο τείχος που τις διαχωρίζει από τους υπόλοιπους.
Και είναι και  παράταιρες, έτσι όπως πηγαίνουν πλάι-πλάι. Η μια είναι ψηλή και σωματώδης, η άλλη μικροσκοπική σαν σαμιαμίθι. Είναι κάπως αστείες δηλαδή. Εκτός αν τις πάρεις στα σοβαρά, οπότε είναι τραγικές.
Ας είναι.
Αυτό ειδικά το καλοκαίρι είναι μεγάλο και θολό.
Τα κορίτσια μόλις έχουν πάρει το πτυχίο τους και ψάχνουν για δουλειά. Η Βασιλική κάπου έχει βολευτεί  προσωρινά σ’ ένα γραφείο. Η Κατερίνα δεν έχει βρει ακόμα τίποτα. Χρήματα πολλά δεν έχουν -  ένας λόγος παραπάνω που αποπνέουν αυτή την απροσδιόριστη μιζέρια. Μπορούν πάντως  να πιουν ένα καφέ, αν το αποφασίσουν. Ή καμιά μπίρα σ’ ένα από τα μπαρ της λεωφόρου. Ή να πάνε σινεμά και να πιουν εκεί μια κόκα κόλα βλέποντας την ταινία. Προς το παρόν δεν έχουν καταλήξει. Βολτάρουν  πάνω κάτω στη λεωφόρο και κοιτάζουν τους άλλους που δεν τις κοιτάζουν, λες και η μοναξιά τους είναι ένα σήμα κατατεθέν  που οι άλλοι βλέπουν και προσπερνούν αμέσως.
Μόνες λοιπόν μέσα σ’ ένα κόσμο βουερό και φλύαρο που πάει πάνω κάτω -  κι αυτό είναι το θηλυκό, κρυφό παράπονό τους: δεν υπάρχει δηλαδή κανείς άντρας γι αυτές;
Υπάρχει, πώς δεν υπάρχει.
Κάποιοι ενδιαφέρονται, τις κοιτάζουν επίμονα και τους χαμογελούν. Τα κορίτσια αηδιάζουν. Δεν εννοούν τέτοιους άντρες, γαμώτο! Από τους άλλους εννοούν. Σαν αυτόν λόγου χάριν  που είναι μέσα στο αστραφτερό ασημί του αυτοκίνητο. Ούτε που τους έριξε μια ματιά.
Ο ηρωισμός των κοριτσιών είναι αυτός: μάχονται για θέσεις που δεν είναι προορισμένες για κείνες. Και παρά την καθημερινή διάψευση αυτές επιμένουν να αισιοδοξούν. Εξάλλου είναι ακόμα πολύ νέες.
Εδώ και λίγη ώρα δυο νεαροί τις έχουν πάρει στο κατόπι.  Με την άκρη του ματιού της η Κατερίνα  τους κοιτάζει. Είναι δυο λαϊκά αγόρια, ασήμαντα. Μάλλον μικρότεροί τους. Ωστόσο θέλει να σιγουρευτεί, μπορεί να είναι όμορφοι τουλάχιστον. Σταματά, γυρίζει και τους κοιτάζει κατ’ ευθείαν στα μάτια.
-Σκουπίδια, αποφαίνεται μετά.
Η Βασιλική είναι πιο επιεικής, στο βάθος κολακεύεται. Χασκογελά και δίνει θάρρος στα αλάνια. Μπορεί όμως να το κάνει και από ανάγκη, μπορεί η μοναξιά της να είναι  πιο βαριά από  της Κατερίνας. Στο κάτω-κάτω είναι δυο αγόρια. Αυτό έχει σημασία. Η μοναξιά σπάει, όταν εισχωρούν μέσα της  δυο αντρικά σώματα.
-Σκουπίδια, ξαναλέει η Κατερίνα θυμωμένη.
Επειδή η δική της μοναξιά ταπεινώνεται πολύ, όταν προσπαθούν να εισχωρήσουν μέσα της δυο ανάξια αντρικά σώματα.
Οι νεαροί χαμογελούν ανύποπτοι, συνεχίζουν να τις παρακολουθούν, κάτι πετάνε, μια κουβέντα για προσέγγιση. Η Βασιλική πίσω από τα μυωπικά γυαλιά της τους παρατηρεί κι αφήνει ένα γελάκι. Τους προκαλεί κι η Κατερίνα γίνεται έξαλλη:
-Μα δεν τους βλέπεις; Είναι εντελώς ασήμαντοι.
-Και τι πειράζει;  χαμογελά η Βασιλική.
-Πειράζει! Απαντά κοφτά η Κατερίνα και κοιτάζει τα ασημί αστραφτερά αυτοκίνητα που στέκονται στα φανάρια. Δίπλα στους οδηγούς κάθονται εκείνες οι εκτός βολής, οι ασήμαντες σίγουρες.
-Πειράζει! ξαναλέει με μίσος.
Κατηφορίζουν τη λεωφόρο και αγνοούν τους νεαρούς, συζητούν για διάφορα, για αδιάφορα πράγματα. Οι νεαροί  από πίσω, δεν απογοητεύονται.
Η Κατερίνα βράζει από θυμό. Έτσι δηλαδή θα τους κουβαλούν στην πλάτη τους σ’ όλο το μήκος της λεωφόρου, σαν δυο έντομα, σαν δυο ψείρες που τις τσιμπούν στο σβέρκο; Κανονικά πρέπει να απλώσουν το δείκτη του χεριού τους, ο δείκτης μόνο είναι αρκετός, και να τους λιώσουν. Κλιτς, θα έκαναν κάτω από την πίεση του δείκτη τους και θα μεταβάλλονταν σε λιωμένη σκιά. Είναι απλό, τουλάχιστον για την Κατερίνα. Το έχει κάνει πολλές φορές στο παρελθόν.
Αλλά απόψε δεν το αποφασίζει. Είναι κι αυτή η καλοκαιρινή βραδιά που περνά μέσα στη βαρεμάρα και τη γενική απόρριψη, κάτι πρέπει να κάνουν για να μην πεθάνουν από πλήξη.
Την ίδια ώρα η Βασιλική σειέται και λυγιέται.
Η Κατερίνα την κοιτάζει περιφρονητικά.
-Μα σοβαρολογείς;  Θα πήγαινες ποτέ σου μ’ αυτά τα αλητάκια;
-Δεν είναι αλητάκια, δυο παιδιά είναι, απαντά η Βασιλική και ξερογλείφεται.
Η Κατερίνα δεν καταλαβαίνει τον ψυχισμό της, θυμώνει τώρα και μ’ αυτήν. Πώς γίνεται να τα ξεπουλά όλα για δυο παιδαρέλια της δεκάρας; Τόσο ζόρι δηλαδή τραβά; Δεν βλέπει τα χάλια τους;
-Μια χαρά είναι τα παιδιά, τι έχουν; λέει σεινάμενη η Βασιλική  και τους ρίχνει κλεφτές ματιές.
-Καλά, λέει απότομα η Κατερίνα, ενώ στο μυαλό της σχηματίζεται ήδη το καταχθόνιο σχέδιο.
Με αυτό το σχέδιο πετυχαίνονται πολλά πράγματα μαζί. Πρώτον, θα βγει η βραδιά που είναι απόψε βαριά κι ασήκωτη. Δεύτερον, θα βγουν από τη μέση τα αλητάκια και θα εξουδετερωθούν. Τρίτον, θα ικανοποιηθεί η φτηνιάρικη φύση της Βασιλικής. Και τέταρτον θα πάρει κι αυτή  την εκδίκησή της.
-Εν τάξει, λέει, θα γίνει το δικό σου. Όμως θα γίνει με τους όρους που θα θέσω εγώ.
Η Κατερίνα εξηγεί και η Βασιλική  ακούει συλλογισμένη.
-Είναι ανάγκη να το κάνουμε έτσι; Ρωτά έπειτα.
-Ναι. Θα δεις που θα το διασκεδάσουμε.
-Εν τάξει, υποχωρεί ανυποψίαστη  αυτή.
Μέσα της σκέφτεται πως η Κατερίνα έχει πολλές ιδιορρυθμίες και από πάνω είναι και αυταρχική. Αν της πει όχι, θα χάσουν τα αγόρια και είναι κρίμα.
-Τέλος πάντων, εν τάξει, λέει ανόρεχτα.
Στρέφονται προς τα πίσω, χαμογελούν στους νεαρούς. Εκείνοι παίρνουν θάρρος, πλησιάζουν.
Στην καφετέρια κατόπιν γίνονται οι συστάσεις, καμιά έκπληξη. Τεχνιτάκια είναι, ήρθαν κι αυτά στην πρωτεύουσα να κάνουν την τύχη τους. Ήρθαν να γνωρίσουν γκόμενες κι έπεσαν πάνω στη Βασιλική και την Κατερίνα.
Ας πρόσεχαν.
-Εγώ είμαι από Ουκρανία, λέει η Κατερίνα με προσποιητή προφορά. Με λένε Ταμάρα.
Η Βασιλική δεν αντέχει τόση προσποίηση. Λέει πως τη λένε Μπέτυ και πως είναι ελληνίδα.
Οι νεαροί ανακάθονται αμήχανοι, δεν είναι ακριβώς αυτή η ατμόσφαιρα που θα ήθελαν. Όχι πως αυτές οι δύο είναι τίποτα ξεχωριστό, αλλά κάτι απροσδιόριστο πλανιέται στον αέρα και τους μπερδεύει.
-Είμαι καθαρίστρια, συνεχίζει η Ταμάρα και ρουφά με το καλαμάκι το φραπέ της.
Η Βασιλική, όχι, τόση ταπείνωση δεν την αντέχει.
-Εγώ δουλεύω σε γραφείο, λέει.
Αφήνει να εννοηθεί πως έχει βγάλει τουλάχιστον το λύκειο. Κοιτάζει τους νεαρούς πίσω από τα χοντρά γυαλιά της και τους λιμπίζεται. Έχει παραδοθεί άνευ όρων στην τεστοστερόνη τους κι η Κατερίνα είναι έξαλλη μαζί της. Της χαλά τα σχέδια, δεν αφήνει να εκτυλιχθεί το σενάριο, όπως το φαντάζεται.
Αλλά η Βασιλική δεν είναι ποιήτρια όπως η Κατερίνα, γι αυτό αγωνίζεται για λίγη αξιοπρέπεια. Μόνο που εδώ, σ’ αυτή την ιστορία, καλοκαίρι και σαββατόβραδο, που οι έρωτες φουντώνουν κι εκείνες είναι πεταμένες στα σκουπίδια, η αξιοπρέπεια είναι απολύτως περιττή, όχι μόνο περιττή,  είναι και ανάρμοστη. Όλα πρέπει να μοιάζουν με σκατά. Αυτό απαιτεί η ζωή που θέλει να γίνει μυθιστόρημα.
-Είμαι πολύ κουρασμένη, λέει η Ταμάρα. Δούλευα ως τις πέντε, κομμάτια έχω γίνει.
Αρχίζει να διεκτραγωδεί μια άθλια ζωή.
Οι νεαροί δεν ξέρουν τι να πουν. Αλλιώς περίμεναν να εξελιχθούν τα πράγματα. Κάνουν μια προσπάθεια να φέρουν την κουβέντα εκεί που θα ήθελαν και η Κατερίνα τους κοιτάζει και καγχάζει σιωπηλά. Είναι του χεριού της αυτά τα δυο κουτάβια, ό,τι θέλει μπορεί να τα κάνει. Ίσως σε άλλη περίπτωση να ένιωθε γι αυτά λίγη συμπάθεια, απόψε όμως όχι. Όχι απόψε που περνούν συνέχεια από τη λεωφόρο τα ασημιά αυτοκίνητα με κείνους μέσα και δίπλα τους εκείνες.
Η Βασιλική βουβή. Αρνείται να συμμετάσχει στο παιχνίδι, δεν βλέπει καμιά γοητεία σ’ αυτόν τον επιπλέον ξεπεσμό.  Η Βασιλική, είπαμε,  δεν είναι ποιήτρια, δεν μπορεί επομένως να συλλάβει τη δραματική σημασία αυτής της πράξης, να αυξάνει δηλαδή κάποιος με δική του θέληση τον ξεπεσμό του κι έπειτα να τον αντιγυρίζει στη ζωή που τον ταπεινώνει, δεν μπορεί να αντιληφθεί το μεγαλείο μιας τέτοιας χειρονομίας.
-Εγώ είχα κλίση από μικρή στα γράμματα, λέει και ρουφά κι αυτή τον καφέ της με το καλαμάκι.
Οι νεαροί έχουν αποσυντονιστεί, κάθονται σαν χαμένοι.
-Dummkopf, λέει η Κατερίνα στη Βασιλική. Was haben wir schon gesagt?
Η Βασιλική κουνά τους ώμους.
-Das kann ich wirklich nicht tun, απαντά.
-Κάτι της είπα στη γλώσσα μου, εξηγεί στους νεαρούς η Κατερίνα.
Οι νεαροί τις κοιτάζουν σαστισμένοι.  Δεν μπορούν να ξεχωρίσουν τους ήχους, δεν καταλαβαίνουν ότι ακούν γερμανικά. Κάνουν ωστόσο άλλη μια προσπάθεια.
-Και πώς τα περνάτε, κορίτσια; ρωτά ο ένας, ο πιο θαρραλέος.
-Πώς να τα περνάμε; επαναλαμβάνει η Κατερίνα στα σπαστά ελληνικά της και συνεχίζει τη διεκτραγώδηση.
Καθαρίστρια λοιπόν στα πλουσιόσπιτα της Εκάλης και είναι κι ένας αδελφός ανεπρόκοπος , άνεργος,  και κάτι γέροντες γονείς στο Κίεβο που περιμένουν κάθε μήνα την επιταγή, χάλια η κατάσταση, πολλή κούραση και ευτυχώς που υπάρχει και η Μπέτυ να κάνουν καμιά βόλτα πότε-πότε, τη Μπέτυ τη γνώρισε τότε που καθάριζε γραφεία, είναι τώρα μερικά χρόνια. Αλλά την έδιωξαν αποκεί και τώρα καθαρίζει τα αρχοντικά της Εκάλης και υπομένει τις παραξενιές των πλούσιων.
 Μέσα σε μισή ώρα τους έχει εξουθενώσει. Δεν ξέρουν τι να πουν, ο καφές τέλειωσε κι εκείνοι κάθονται και παίζουν με τα χέρια τους. Η Βασιλική προσπαθεί να απαλύνει τα πράγματα με κάτι άσχετες παρατηρήσεις, όμως η γοητεία της γνωριμίας έχει πια εξανεμιστεί. Η Κατερίνα ανάβει το τελευταίο της τσιγάρο και παρατηρεί την εξουθένωση των νεαρών. Για μια στιγμή, μόνο για μια στιγμή, η αηδία της υποχωρεί και νιώθει λύπηση. Φτωχά μου μικρά, χάσατε τη βραδιά σας απόψε.
Αλλά τότε περνά πάλι από τη λεωφόρο ένα ασημί αυτοκίνητο με κείνον μέσα και κείνην δίπλα του. Το βλέμμα τους πέφτει πάνω της αδιάφορο, διατρέχει την παρέα και αποσύρεται, στο βάθος είναι απορριπτικό, η Κατερίνα δεν έχει καμιά αμφιβολία.
-Πρέπει να φύγουμε τώρα, λέει και σηκώνεται.
Η Βασιλική  τη μιμείται ανόρεχτα. Γιατί, καλά περνούσαν.
Τέλος πάντων.
-Μα...είναι ακόμα  νωρίς, διαμαρτύρονται τα αγόρια που επιμένουν να ελπίζουν σε μια δωρεάν συνουσία.
-Φοβάμαι τον αδελφό μου, είναι πολύ άγριος, λέει η Κατερίνα.
Τόση υπερβολή και να μην παίρνουν είδηση.
-Να σας πάμε τουλάχιστον λίγο πιο κάτω;
-Καλύτερα όχι, μη με δει ο αδελφός μου που τριγυρίζει εδώ γύρω κι έχουμε μετά φασαρίες.
Υποχωρούν μουδιασμένοι και η Κατερίνα τους κοιτάζει με καλυμμένη μοχθηρία.
Δεν θα γαμήσετε, μικρά μου, τσάμπα πήγε η βραδιά σας.
-Θα μας δώσετε το τηλέφωνό σας; τολμά να πει ο ένας τους.
-Δώστε μας εσείς το δικό σας, προλαβαίνει η Κατερίνα τη Βασιλική.
Επειδή είναι και αυτός ο αδελφός που αν ακούσει στο τηλέφωνο αντρική φωνή και μπλα μπλα μπλα...
Η Βασιλική βουβή, αμέτοχη στις δυσάρεστες εξελίξεις. Γράφουν οι νεαροί τα τηλέφωνά τους σε μια χαρτοπετσέτα και τη δίνουν.
Τα κορίτσια τούς αποχαιρετούν γλυκά, προχωρούν λίγα μέτρα στη λεωφόρο, ύστερα στρίβουν στο πρώτο δρομάκι. Ερημιά.
-Πέρασε κι αυτή η βραδιά, λέει αδιάφορα η Κατερίνα.
Η Βασιλική δε λέει τίποτα, είναι απογοητευμένη.
Περπατούν  σιωπηλές στο έρημο δρομάκι, δυο γυναικείες σιλουέτες, μια ψηλή, μια κοντή,  ένα αστείο ντουέτο. Από πάνω έρχεται η βουή της λεωφόρου. Εκεί τα φώτα, εκεί ο κόσμος, εκεί η ζωή και οι έρωτες.
Εκεί η ζωή και οι έρωτες.
Εδώ αυτές μόνες.
 Η Κατερίνα κάνει πατσαβούρι με τα δάχτυλά της τη χαρτοπετσέτα και την πετά στα σκουπίδια που είναι σωριασμένα στην άκρη του πεζοδρομίου.
 Εδώ  λοιπόν μόνες οι βασίλισσες.
Οι βασίλισσες των σκουπιδιών.
                          Steve Sayitz "Lonely Women Through Lonely Eyes".

Το διήγημα δημοσιεύεται στο "Λογοτεχνικό Μπιστρό της Στέλλας".