15/11/11

Ένας πρόγονος που τον έλεγαν Φιλόλαο




Προτείνω μια βόλτα στους δρόμους της αρχαίας Ρώμης. Για τις ανάγκες της περιήγησης θα πάρω το όνομα Φιλόλαος και θα γίνω γραικύλος, δηλαδή ξεπεσμένος Έλληνας μετανάστης που πουλά κουλτούρα σε ξιπασμένους Ρωμαίους.
Ζούμε πολλοί Έλληνες εδώ στη Ρώμη. Μας έφεραν οι Ρωμαίοι ως δούλους και ως αιχμαλώτους, όταν κατάκτησαν την Ελλάδα. Αλλά και άλλοι πολλοί συμπατριώτες μας ήρθαν αργότερα από μόνοι τους για να κάνουν την τύχη τους, μια και οι Ρωμαίοι ξετρελάθηκαν με τον πολιτισμό μας και ήθελαν να μας μιμηθούν. Κάποιοι από μας κατάφεραν να αναρριχηθούν και να γίνουν δεκτοί στα ρωμαϊκά σαλόνια, αλλά αυτοί ήταν πραγματικά μορφωμένοι. Οι υπόλοιποι είμαστε φτωχοδιάβολοι και οι Ρωμαίοι δεν μας έχουν σε εκτίμηση.

Στην αρχή μάλιστα οι πιο συντηρητικοί από αυτούς δεν μας χώνευαν καθόλου και γι αυτό μας κόλλησαν το παρατσούκλι γραικύλοι, δηλαδή μικροί, ασήμαντοι Έλληνες. Ο Κάτων ο Πρεσβύτερος  είχε βγάλει και νόμο στην εποχή του που απαγόρευε να μένουν οι έλληνες φιλόσοφοι  στη Ρώμη, αλλά η απαγόρευση δεν κράτησε πολύ. Αργότερα μας επιτέθηκε και ο Κικέρων. Αυτός πια μας εξευτέλισε τελείως. Μας χαρακτήρισε παραμυθάδες, τεμπέληδες, φλύαρους, ξερόλες, δόλιους, μηχανορράφους, άστατους, κενούς και επιπόλαιους που εκθέτουμε τους λαμπρούς προγόνους μας για να σκεπάσουμε την τωρινή  μιζέρια μας.

Όπως βλέπετε πάντα οι ξένοι έχουν ένα κακό λόγο στο στόμα τους για μας. Κι εσείς απ’ ό,τι ξέρω, 2000 χρόνια αργότερα, τα ίδια ακούτε από αυτούς τους πρώην βάρβαρους. Τι να κάνουμε, δεν μας αγαπούν  οι άξεστοι που εμείς τους δώσαμε τα φώτα πολιτισμού. Τέλος πάντων. Τώρα αυτοκράτορας είναι ο Αδριανός που αγαπά τα ελληνικά γράμματα και οπωσδήποτε νιώθουμε καλύτερα με τόση αυτοκρατορική εκτίμηση.

Η αλήθεια είναι πως πολλοί από μας είμαστε τέτοιοι, όπως ακριβώς μας έχει περιγράψει ο Κικέρων. Άνθρωποι φτωχοί που δεν έχουμε στον ήλιο μοίρα αποφασίσαμε να μεταναστεύσουμε στη Ρώμη, όπου ακούγαμε ότι έχουν πάθει  κάτι σαν παροξυσμό εκεί με τον ελληνικό πολιτισμό και ψάχνουν για έλληνες δασκάλους. Ε, δεν είμαστε και όλοι μας σοφοί. Αναγκαστικά κάνουμε πονηρίες για να ξεγελάσουμε τους νεόπλουτους Ρωμαίους και να νομίσουν πως είμαστε σπουδαίοι.  Έτσι βρέθηκα κι εγώ στη Ρώμη, ήξερα πέντε κολλυβογράμματα και εντυπωσίασα κάποιες κυράδες που ήθελαν να μάθουν ελληνικά. Πήραν όμως είδηση κάποια στιγμή πως ήμουν άσχετος και μ’ έδιωξαν. Εδώ και πολύ καιρό είμαι άνεργος και τα φέρνω δύσκολα βόλτα. Ας είναι. Δεν σκοπεύω να σας ζαλίσω με τα προσωπικά μου. Πρόθεσή μου είναι να σας ξεναγήσω στη Ρώμη, τη λαμπρότερη, πλουσιότερη  και σπουδαιότερη πόλη του κόσμου.

Προτείνω να αποφύγουμε τη βιτρίνα, δηλαδή τα πολυτελή μέγαρα, τα αγάλματα και τους ναούς, τα ανάκτορα, τις βασιλικές, τα αμφιθέατρα, τις αψίδες θριάμβου, τα λουτρά και τα υδραγωγεία. Λίγο πολύ αυτά τα ξέρετε. Προτιμώ να σας δείξω μια άλλη Ρώμη που συνήθως τα βιβλία παραλείπουν, τη Ρώμη της πλέμπας, δηλαδή την πραγματική Ρώμη, στην οποία ζει σχεδόν ένα εκατομμύριο κόσμος. Οι πλούσιοι, αυτούς που βλέπετε στις ταινίες του Χόλυγουντ, είναι ελάχιστοι σε σύγκριση με μας. Εμάς το Χόλυγουντ δεν μας δείχνει, εκτός αν είμαστε χριστιανοί. Αλλά και τότε μας δείχνει καθαρούς και περιποιημένους, σαν και σας, ας πούμε. Αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική.  Για να καταλάβετε τι εννοώ, θα σας πω μόνο ότι το ένα τρίτο, μπορεί και παραπάνω, από τους κατοίκους της Ρώμης ζει από τη δημόσια φιλανθρωπία. Μιλάμε δηλαδή για μεγάλη φτώχεια και κακομοιριά.

Έχετε ακούσει φυσικά τη φράση «άρτον και θεάματα». Όλη σχεδόν η πλέμπα της Ρώμης τρέφεται δωρεάν, αλλά επειδή η αργία είναι μήτηρ πάσης κακίας – όπως έλεγαν οι σοφοί μας πρόγονοι, αιωνία τους η μνήμη – η ρωμαϊκή πολιτεία βρήκε τρόπο να απασχολεί τον όχλο και να τον αποχαυνώνει. Οργανώνει συνέχεια γιορτές. Είναι τόσες πολλές που θα σας κουράσω, αν τις απαριθμήσω. Γιορτές που σημειώνουν τις αλλαγές στη διάρκεια των μηνών, δημόσιες πανηγύρεις, διάφοροι αγώνες ( σακκοδρομίες, μουλαροκαβαλαρίες, ιπποδρομίες, μονομαχίες, θηριομαχίες), γιορτές προς τιμήν των Καισάρων, γιορτές προς τιμήν των θεών, γιορτές με κάθε πρόφαση τέλος πάντων, σύνολο σχεδόν 200 γιορτές το χρόνο. Κανείς λαός σε καμιά εποχή και σε καμιά χώρα δεν έχει τόσο πολύ διασκεδάσει με τις δημόσιες γιορτές όσο οι Ρωμαίοι.

Με τόσα θεάματα και τόση δημόσια ελεημοσύνη οι φτωχοί της Ρώμης έχουν τελείως ναρκωθεί. Έχει αλλάξει και η κοινωνία, εδώ που τα λέμε, έχουν κατακλύσει την πόλη δούλοι και μετανάστες από όλο τον κόσμο και πρόσφατα που έγινε απογραφή, βρεθήκαμε να ζούμε στη Ρώμη 1.200.000 άνθρωποι.

Πώς ζούμε όμως είναι το ζήτημα. Γιατί εμείς οι φτωχοί , είτε είμαστε Ρωμαίοι είτε μετανάστες, έχουμε σοβαρά προβλήματα. Πρώτα-πρώτα υποφέρουμε από ένα απίστευτο συνωστισμό. Η πόλη έχει χτιστεί σε ανώμαλο έδαφος και η έκτασή της είναι περιορισμένη. Ένα εκατομμύριο διακόσιες χιλιάδες άνθρωποι ζούμε κυριολεκτικά ο ένας πάνω στον άλλον μέσα σε στενάκια και σοκάκια βρώμικα, μπερδεμένα, ελικοειδή, ασφυκτικά και σκοτεινά. Δυστυχώς δεν υπάρχει υπηρεσία συντήρησης των δρόμων και με τη συμφόρηση της κυκλοφορίας η αρτιμέλειά μας κινδυνεύει κάθε μέρα.

Καθώς ο πληθυσμός αυξάνει συνεχώς, χωρίς παράλληλα να αυξάνει και η έκταση της πόλης, οι Ρωμαίοι δεν έχουν άλλη λύση από το να την επεκτείνουν προς τα πάνω. Μέσα σ’ αυτά τα στενά δρομάκια χτίζουν τις insulae, πολυκατοικίες δηλαδή πέντε και έξι ορόφων με πολλά μικρά διαμερίσματα, των δύο δωματίων συνήθως. Σύμφωνα με την επίσημη απογραφή η Ρώμη έχει πάνω από 46.000 πολυκατοικίες, ενώ οι πλούσιες μονοκατοικίες είναι μόνο 1800. Το ασανσέρ δεν έχει εφευρεθεί ακόμη, οπότε καταλαβαίνετε τι σημαίνει να ανεβοκατεβαίνεις πέντε και έξι ορόφους πολλές φορές την ημέρα. Το πρόβλημα το λύσαμε με πρακτικό τρόπο. Γυρίζουμε όλη μέρα έξω και πάμε στο σπίτι μας μόνο για να κοιμηθούμε.


Όπως βεβαίως συμβαίνει και στον καιρό σας, οι κατασκευαστές  κυνηγούν το κέρδος εις βάρος της ασφάλειας του κτηρίου. Έτσι οι πολυκατοικίες μας δεν είναι πολύ σταθερές, τα υλικά είναι κακής ποιότητας και οι τοίχοι και τα πατώματα πολύ λεπτά. Αποτέλεσμα: κάθε τόσο καταρρέουν.

Επίσης αρπάζουν φωτιά πολύ εύκολα. Διότι μαγειρεύουμε σε φουφούδες, έχουμε μαγκάλια για να ζεσταινόμαστε τις κρύες μέρες του χειμώνα και λύχνους, κεριά και δαυλούς για να βλέπουμε τη νύχτα. Καταλαβαίνετε λοιπόν ότι ο κίνδυνος είναι πάντα πολύ μεγάλος. Οι πυρκαγιές είναι για μας καθημερινό θέαμα, δεν περνά μέρα που να μην ξεσπάσουν μερικές.  Παραλίγο να καώ κι εγώ προ καιρού, όταν λαμπάδιασε η πολυκατοικία που έμενα. Ευτυχώς το πήρα είδηση έγκαιρα και πετάχτηκα στο δρόμο. Ήμουν τυχερός, γιατί έμενα στο δεύτερο όροφο. Όσοι έμεναν πιο ψηλά, δεν πρόλαβαν και κάηκαν σαν τα ποντίκια.  Το καλό πάντως με μας τους φτωχούς είναι πως δεν έχουμε έπιπλα. Έτσι, μόλις ξεσπάσει πυρκαγιά, αρπάζουμε τα ψευτοπράγματά μας και τρέχουμε έξω.

Εννοείται ότι δεν έχουμε ύδρευση. Μην ακούτε που λένε για τα περίφημα ρωμαϊκά υδραγωγεία. Αυτά είναι για τους πλούσιους και για το μεγαλείο της Ρώμης που έχει πάνω από 1300 κρήνες.  Όμως εξυπηρετούνται μόνο όσοι μένουν σε ισόγεια διαμερίσματα που είναι και οι πιο εύποροι. Πιο ψηλά  δεν μπορεί να ανέβει το νερό, επειδή δεν έχει πίεση. Έτσι εμείς οι φτωχοί που μένουμε στους ορόφους, πρέπει να το φέρνουμε  από την πιο κοντινή κρήνη. Δεν είναι και πολύ εύκολη δουλειά, ειδικά αν μένεις στον έκτο όροφο. Αναγκαστικά τα διαμερίσματά μας είναι παραδομένα στη βρώμα. Αλλά την έχουμε συνηθίσει, δεν μας πειράζει.

Όπως έχουμε συνηθίσει και τις μυρωδιές των περιττωμάτων μας. Το αποχετευτικό σύστημα της Ρώμης είναι σπουδαίο, αλλά τα διαμερίσματα δεν είναι συνδεδεμένα με αυτό. Πρέπει λοιπόν να βγαίνουμε στους δρόμους για να κάνουμε την ανάγκη μας. Αν μας περισσεύουν τίποτα ψιλά, πληρώνουμε και μπαίνουμε σε ένα δημόσιο αποχωρητήριο. Εκεί καθόμαστε πάνω σε τρυπητές λεκάνες όλοι μαζί παρέα και πιάνουμε την κουβέντα. 


Βέβαια η πιο εύκολη λύση είναι να πετάμε από το παράθυρο το περιεχόμενο των ουροδοχείων μας, αλλά καμιά φορά καταβρέχουμε κανένα περαστικό και βρίσκουμε το μπελά μας. Άλλη λύση είναι να χρησιμοποιούμε τις μικρές υδρίες που έχουν οι γναφείς μπροστά στα μαγαζιά τους για να συλλέγουν δωρεάν ούρα για τη βιοτεχνία τους.

Άλλοι πάλι, αν το επιτρέπει ο ιδιοκτήτης της πολυκατοικίας, αδειάζουν τα δοχεία τους σε ένα τενεκέ που είναι τοποθετημένος στο ισόγειο, κάτω από τη σκάλα. Ο ιδιοκτήτης όμως της πολυκατοικίας που μένω εγώ, μας το έχει απαγορεύσει κι έτσι αναγκάζομαι να τα πηγαίνω στο γειτονικό σκουπιδόλακκο. Η  Ρώμη έχει πολλούς δρόμους με τέτοιους σκουπιδόλακκους. Σ’ αυτούς τους σκουπιδόλακκους μπορούν να αφήσουν τα νεογέννητά τους και όσες γυναίκες δεν τα θέλουν. Έρχονται τακτικά εδώ οι στείρες κυρίες που εξαπατούν το σύζυγό τους και καμώνονται τις έγκυες και διαλέγουν κάποιο μωρό. 


Από την άλλη, τα ενοίκια είναι δυστυχώς πολύ ακριβά και για να τα βγάλει πέρα ο κοσμάκης υπενοικιάζει  ένα δωμάτιο σε κάποιον άλλο φτωχό. Είναι φοβερός ο συνωστισμός που επικρατεί στις πολυκατοικίες μας. Φτωχολογιά, οικογένειες με πολλά παιδιά, κλέφτες και άλλα ύποπτα στοιχεία ζούμε στοιβαγμένοι στα δωματιάκια μας και δεν συζητώ για τους κορέους και τα άλλα έντομα που συγκατοικούν μαζί μας ούτε για την ακαθαρσία που επικρατεί παντού. Αλλά, είπαμε, τα έχουμε συνηθίσει αυτά.

Σας είπα ήδη ότι οι πολυκατοικίες μας είναι χτισμένες η μια δίπλα στην άλλη σε ένα δαίδαλο στενών, ελικοειδών και βρώμικων δρόμων. Την ημέρα οι δρόμοι αυτοί είναι γεμάτοι κόσμο. Όσοι δεν έχουμε δουλειά,  περιφερόμαστε εδώ κι εκεί, ανακατευόμαστε με τους ζητιάνους, χαζεύουμε τα εμπορεύματα που έχουν απλώσει οι μαγαζάτορες, πιάνουμε την κουβέντα με τους μπαρμπέρηδες που ξυρίζουν τους πελάτες τους στη μέση του δρόμου, βλέπουμε τους σαράφηδες να κουδουνίζουν τα νομίσματά τους και τους τεχνίτες να χτυπούν με τα σφυριά τους και συγχρόνως σπάνε τη μύτη μας οι μυρωδιές από τα αχνιστά λουκάνικα που επιδεικνύουν οι κάπηλοι στις ζεστές κατσαρόλες τους. Όλοι αυτοί οι μεροκαματιάρηδες έχουν καταλάβει τους δρόμους και μπορείτε να φανταστείτε τι στριμωξίδι, τι οχλοβοή και τι μπόχα επικρατεί.  Ο θόρυβος σφυροκοπά τα αυτιά μας όλη μέρα, αλλά εμείς τον έχουμε συνηθίσει, δεν μας πειράζει.


Μόλις όμως πέσει η νύχτα, τα μαγαζιά κλείνουν και οι δρόμοι αδειάζουν. Γυρίζουμε όλοι  στα σπίτια μας, κλειδωνόμαστε μέσα και διπλοαμπαρωνόμαστε.  Γιατί οι δρόμοι της Ρώμης είναι θεοσκότεινοι, δεν υπάρχει ούτε ένας φανός πουθενά. Κανείς φρόνιμος άνθρωπος δεν τολμά να κυκλοφορήσει έξω μετά τη δύση του ήλιου. Μόνο οι κλέφτες και οι κακοποιοί τριγυρίζουν στα σκοτάδια και αλίμονο σ’ αυτόν που θα πέσει πάνω τους.

Αλλά μη νομίζετε ότι τη νύχτα ησυχάζουν τα αυτιά μας. Μόλις σκοτεινιάσει, αρχίζουν να μπαίνουν στην πόλη τα κάρα με τις προμήθειες που χρειαζόμαστε οι κάτοικοι της Ρώμης. Αυτά δεν επιτρέπεται να έρχονται στην πόλη την ημέρα που οι δρόμοι είναι πήχτρα από κόσμο.  Όλη τη νύχτα λοιπόν αντηχούν οι φωνές των αχθοφόρων και ο θόρυβος των τροχών και δεν μας αφήνουν να κλείσουμε μάτι. Τελικά η Ρώμη εκτός από μεγάλη ρύπανση υποφέρει και από μεγάλη ηχορύπανση και λάβετέ το αυτό παρακαλώ υπόψη σας, γιατί νομίζετε ότι εμείς εδώ πέρα στον αιώνα μας περνάμε πολύ ειδυλλιακά.


Όπως είδατε ζούμε κάτω από πολύ ανθυγιεινές συνθήκες, κυκλοφορούμε σε δρόμους ακάθαρτους, όπου ο ένας πέφτει πάνω στον άλλον,  και κατοικούμε στοιβαγμένοι σε βρώμικες πολυκατοικίες παρέα με τα ποντίκια και τους ψύλλους.  Μη σας φαίνεται λοιπόν παράξενο που το 80% των κατοίκων πεθαίνει, πριν φτάσει τα τριάντα χρόνια. Μας θερίζει ο τυφοειδής πυρετός, η δυσεντερία και αρκετές φορές η ελονοσία και η πανούκλα.

Αλλά έτσι είναι όλες οι πόλεις της εποχής μας και έτσι θα συνεχίσουν να είναι για πολλούς ακόμα αιώνες. Και το Παρίσι της Γαλλικής Επανάστασης και το Λονδίνο του Ντίκενς ίδια και χειρότερα θα είναι. Μη σας παρασύρουν λοιπόν όσα βιβλία και όσες ταινίες σάς δείχνουν παλάτια και μέγαρα και πλούσιες κυρίες μέσα στα μετάξια. Δεν φαντάζεστε τι ψείρες κάνουν βόλτες κάτω από τα μετάξια τους και τι κοριοί κατοικοεδρεύουν στα κρεβάτια τους.

Και να, αγαπητοί μου,  που με την κουβέντα φτάσαμε στην πολυκατοικία που μένω. Υπενοικιάζω ένα δωματιάκι εδώ στον τέταρτο όροφο, στο δυάρι κάποιου τεχνίτη που δουλεύει σ’ ένα λεβητοποιείο. Αυτός με τη γυναίκα του και τα πέντε παιδιά του μένουν στο άλλο δωμάτιο. Είχαν κι άλλο ένα παιδί, αλλά το πούλησαν, δεν τα έβγαζαν πέρα οι κακομοίρηδες. Κι αυτά τα πέντε όμως που έχουν κρατήσει πεινάνε τα καημένα. Τα βλέπω καμιά φορά να τριγυρίζουν στους δρόμους και να κλέβουν ό,τι βρουν. Τέλος πάντων.


Δεν ξέρω, αν θέλετε να ανεβούμε για να ρίξετε μια ματιά  στο φτωχικό μου, όμως λέω να το αποφύγουμε καλύτερα. Χρωστάω μερικά νοίκια και η σπιτονοικοκυρά, όποτε με πετύχει, με κυνηγά με το σκουπόξυλο. Έτσι κι εγώ περιφέρομαι όλη μέρα στους δρόμους και μόνο τη νύχτα γυρίζω στο δωματιάκι μου για έναν ύπνο. Και το πρωί από τα χαράματα το σκάω αθόρυβα και βγαίνω πάλι στους δρόμους.
Όπως βλέπετε, έχω μεγάλο πρόβλημα, αγαπητοί κύριοι. Κι έτσι ρυπαρός και ρακένδυτος όπως είμαι, ποιος ευκατάστατος Ρωμαίος θα με εμπιστευθεί για να μάθω ελληνικά στα παιδιά του;

Γι αυτό και χάριν της ξενάγησης που σας έκανα με όλη την ειλικρινή μου ευχαρίστηση, παρακαλώ, ό,τι προαιρείσθε...  Σας ευχαριστώ πολύ. Σας ευχαριστώ πάρα πολύ. Να είστε καλά, καλοί μου άνθρωποι. Πάω αμέσως τώρα να πιω μερικά ποτηράκια στην υγεία σας.  

Ο Φιλόλαος χάνεται μέσα στα μισοσκότεινα σοκάκια κι εμείς επανερχόμαστε ανακουφισμένοι στον αιώνα μας.

Πατάμε το κουμπί κι ανοίγουμε την τηλεόραση για να μάθουμε τα τελευταία νέα. Πατάμε άλλο κουμπί κι ανάβουμε το φως, γιατί έχει σκοτεινιάσει. Πατάμε τρίτο κουμπί και παίρνει μπροστά το πλυντήριο για να μας πλύνει τα ρούχα. Πατάμε άλλο κουμπί και ετοιμάζουμε το δείπνο μας. Πατάμε κι άλλο κουμπί, γιατί θέλουμε να ακούσουμε μουσική από το ραδιόφωνο. Παίρνουμε τα σκουπίδια μας, πατάμε ένα κουμπί και βρισκόμαστε στο ισόγειο. Αφήνουμε τα σκουπίδια στον κάδο, ξαναπατάμε το κουμπί και ανεβαίνουμε στον πέμπτο όροφο. Πατάμε ένα κουμπί και έχουμε τρεχούμενο νερό. Πατάμε άλλο κουμπί και έχουμε ζεστό νερό για το μπάνιο μας. Πατάμε ένα κουμπί και είναι η τουαλέτα μας πεντακάθαρη και ευωδιαστή. Πατάμε ένα κουμπί και ζεσταίνεται το διαμέρισμα, επειδή κρυώνουμε λιγάκι. Πατάμε ένα κουμπί και δροσίζεται το διαμέρισμα, επειδή ζεσταινόμαστε λιγάκι. Πατάμε ένα κουμπί και μπαίνουμε στο διαδίκτυο. Όλη μέρα πατάμε κουμπιά. Και συγχρόνως είμαστε  συνέχεια μέσα στη γκρίνια και τη μουρμούρα. Έχουμε ξεχάσει τον κακομοίρη το Φιλόλαο και τη μιζέρια του.

Τι να κάνει άραγε τώρα...μάλλον θα τα έχει κοπανήσει με το πουρμπουάρ που του δώσαμε και θα απαγγέλλει τίποτα τρύπιους ελληνικούς στίχους που έχει αποστηθίσει. Και οι άλλοι στο καπηλειό που θα τα έχουν κοπανήσει κι αυτοί, θα τον ακούνε με το στόμα ανοιχτό.
 

Πηγή: «Η καθημερινή ζωή στη Ρώμη» του Ζερόμ Καρκοπινό. Εκδ. Ωκεανίς.

4 σχόλια:

AKG είπε...

Γλαφυρότο κι εφιαλτικότατο.
Φαντάσου όμως, Καίτη, τι θα λένε και για μας ως προγόνους το 4011, ας πούμε.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

AKG, το έχω σκεφτεί πολλές φορές αυτό που λες και είμαι σίγουρη ότι στους μακρινούς μας απογόνους θα φαντάζουμε βάρβαροι με άγριες συνήθειες και ακατέργαστη ηθική.

Δάφνη Χρονοπούλου είπε...

Θαυμάσιο!! Θα το αγοράσω. Ευχαριστώ Καίτη που μου το έμαθες! (Η πιό ευχάριστη χρήση του Διαδικτύου είναι αυτές οι ανακαλύψεις).

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Γεια σου, Δάφνη. Μεγάλη υπόθεση το διαδίκτυο, συμφωνώ.