31/3/25

Μακάριοι οι αλλοδαποί

 

Με κοίταζαν οι διπλανοί


στο μαγαζάκι του καφέ


αλλοδαποί εργάτες


ή άνεργοι, ποιος ξέρει,


και για το δράμα τους ποιος νοιάζεται


και για την πονηριά τους


και για το σπίτι τους,


τη μάνα τους, τα αδέρφια τους,


τα παιδιά και τις γυναίκες τους.


 

Εγώ πάντως δεν νοιάστηκα,


πονούσε η ψυχή μου,


καθόμουνα σκυφτή και κάπνιζα


και κοίταζα τον κόσμο απογοητευμένη.



Μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι,


μακάριοι οι πεινώντες και οι διψώντες


και όσοι με κοιτάζουν με φθόνο


ή με λαγνεία


και όσοι λογαριάζουν πόσα λεφτά


έχω στην τσάντα μου


και όσοι χαϊδεύουν το μαχαίρι


στην τσέπη του παντελονιού τους.



Μακάριοι οι αλλοδαποί


που τέτοιο σαν τον δικό μου πόνο


ποτέ τους δεν θα νιώσουν.



30/3/25

Μελαγχολία

 Έρχεται ύπουλα η μελαγχολία 


κι εγώ τη διώχνω.


29/3/25

Η Ματέινια

 




Η Ματέινια τρώει ψάρι,

πίνει και γλυκό κρασί
για να κατεβάσει γάλα,
να βυζάξει το παιδί.

Δώδεκα χρονώ η Ματέινια,
πού το βρήκε το παιδί
και κρατάει το, και γυρίζει,
και δεν το `χει για ντροπή.

Σώπα `σύ, μικρή μου κόρη,
μη μου παραπονεθείς,
είσαι νέα και ωραία,
και θα καλοπαντρευτείς.



Τραγουδά ο Χρόνης Αηδονίδης.

"Τα αηδόνια της Ανατολής (τραγούδια Θράκης και Μ. Ασίας)".

https://www.youtube.com/watch?v=oIpYV0ZF7oU

24/3/25

Τίποτε δεν συμβαίνει

 

Απλώθηκε στα μάτια μου


κάτι σαν βλέννα


κι ο κόσμος έγινε θολός,


ξεθώριασαν τα χρώματά του.


 

Τα αφτιά μου βούλωσαν,


μιλούν οι άλλοι


κι εγώ ακούω ένα βουητό


με λέξεις ανακατεμένο.


 

Ξέπεσε το κορμί μου,


βαριά σέρνω το βήμα μου


από το ένα δωμάτιο στο άλλο.


 

Τίποτε δεν συμβαίνει.


 

Μα γι’ αυτή τη ζωή


πάλεψα με το Χάρο;



22/3/25

Δικηγόρος κλαίουσα

 

 

Η Κάκια λίγο αναποδιασμένη κοπέλα ήτανε, καλή κατά βάθος και πολύ τίμιος άνθρωπος, αλλά λίγο επιθετική με τους φίλους της, κυρίως αν έκαναν κανένα γλωσσικό λάθος. Τους επιτιμούσε αμέσως και αυστηρά κι εμείς οι φίλοι της προσέχαμε πολύ μη μας έρθει κατακέφαλα κανένας κεραυνός της.

 

Κατά τα άλλα, καλά περνούσαμε, αν και ήταν κοφτή  στις απαντήσεις της και αρκετά πικρόχολη. Δε βαριέσαι, καθένας με τα ελαττώματά του, μήπως εμείς ήμασταν τέλειοι;

 

Μόνο που είχε κάλο στο κεφάλι και ήθελε σώνει και καλά  να γίνει δικηγόρος. Έξυπνη και επιμελής ήταν, πέρασε τις σχετικές εξετάσεις και αμέσως νοίκιασε ένα γραφειάκι κάπου στην Ομόνοια. Το εξόπλισε τέλεια και μας το παρουσίασε περήφανη.

 

Μπράβο, όλα καλά, αλλά πού θα βρει πελάτες; αναρωτιόμουν, καθώς η Κάκια δεν ήταν και πολύ κοινωνική και ο κύκλος των γνωριμιών της ήταν πολύ στενός. Μπορεί να ξεπέσει κανείς χωρικός, σκεφτόμουν, αν και το γραφειάκι της ήταν χαμένο μέσα στους πολύπλοκους διαδρόμους του κτιρίου.

 

Περνούσε ο καιρός, άνθρωπος δεν πατούσε στο γραφείο της και η Κάκια είχε αρχίσει να απελπίζεται. Για μένα αυτό ήταν φυσικό, αλλά δεν της έλεγα τίποτα για να μην την απελπίσω περισσότερο. Αναρωτιόμουν επίσης, αν της τύχαινε καμιά υπόθεση, πώς θα τα έβγαζε πέρα με τον αναποδιασμένο χαρακτήρα της και την ελάχιστη πείρα που είχε παλιότερα σε κάποιο δικηγορικό γραφείο.

 

Τέλος πάντων περίμενα υπομονετικά τις εξελίξεις, οι μήνες περνούσαν, το νοίκι έπεφτε κανονικά στον ιδιοκτήτη, πελάτης πουθενά. Μέχρι που πια απελπίστηκε τελείως και ετοιμάστηκε να κλείσει το γραφείο.

 

Και τότε, έγινε το θαύμα και εμφανίστηκε πελάτης. Η Κάκια πέταξε στους ουρανούς. Προετοιμάστηκε όσο καλύτερα μπορούσε για την υπεράσπισή του, έξυπνη ήταν, μορφωμένη ήταν, όλα θα πήγαιναν καλά. Δεν ήταν και καμιά υπόθεση σπουδαία, για κάποια μικρή χρηματική αποζημίωση επρόκειτο ή κάτι τέτοιο.

 

Τώρα, γιατί εγώ ήμουν επιφυλακτική, δεν ξέρω. Πού πάει ξυπόλυτη στ’ αγκάθια, σκεφτόμουν και επέπληττα τον εαυτό μου για τις απαισιόδοξες σκέψεις μου. Γιατί η Κάκια ήταν μεν αναποδιασμένη, αλλά ήταν και ευαίσθητη. Αν της έλεγαν γιατί είσαι κοντή ή για έχεις τσιριχτή φωνή ή κάτι παρόμοιο, μπορούσε να πέσει στα Τάρταρα. Πώς θα αντιμετώπιζε τον συνήγορο του αντιδίκου της που θα την κανοναρχούσε με σκληρά επιχειρήματα;

 

Τέλος πάντων, η δίκη έγινε κι εγώ την άλλη μέρα πέρασα από το γραφείο της να μάθω τα αποτελέσματα. Η Κάκια μού διηγήθηκε τα καθέκαστα. Φυσικά είχε χάσει τη δίκη. Αλλά αυτό δεν μου προξένησε έκπληξη, το περίμενα.

 

Αυτό που δεν περίμενα και μάλλον κανείς δεν το περίμενε  μέσα στην αίθουσα του δικαστηρίου ήταν να δουν την Κάκια να κλαίει. Η Κάκια έβαλε τα κλάματα, γιατί δεν άντεξε τις επιθέσεις του αντίδικού της και του συνηγόρου του. Σάστισε, τα έχασε, πικράθηκε με όσα της καταλόγισαν, ένιωσε αδικημένη, ένιωσε ανίκανη να αντεπιτεθεί και η μόνη της διέξοδος ήταν να βάλει τα κλάματα.

 

Τώρα, να βλέπεις κοτζάμ δικηγόρο να κλαίει, επειδή δεν τα βγάζει πέρα με την υπόθεσή της, δεν είναι και το καλύτερο πράγμα.

 

Και λοιπόν, η Κάκια μετά από αυτό το φιάσκο κατάλαβε ότι δεν ήταν γεννημένη για δικηγόρος. Έκλεισε το μαγαζί και έγινε δικαστίνα. Και πολύ καλή μάλιστα, όπως άκουσα να λένε.

 

(Μικρές ιστορίες)



18/3/25

Φτάνοντας στην τελευταία φάση


 

Θα είμαι καλή μαζί σου, αν κι εσύ μου υποσχεθείς ότι θα είσαι καλός μαζί μου.

 

Δεν σου ζητώ πολλά πράγματα.

Φρόνιμο σε θέλω και λογικό, να με καταλαβαίνεις και να με δικαιολογείς.

 

Όταν θα πέφτω πάνω σου σαν βαριά πλάκα και δεν θα μπορείς να κάνεις τίποτα, να κάθεσαι ήσυχος και να περιμένεις να περάσει αυτό.

 

Να πάψεις να ονειρεύεσαι θριαμβικές επανόδους σε εποχές που έχουν ανεπιστρεπτί παρέλθει. Είσαι μεγάλος πια, πολύ μεγάλος και το μόνο που μπορείς να κάνεις είναι να βλέπεις τους νέους να σουλατσάρουν ανέμελα και να λένε τις γνωστές σαχλαμάρες τους. Δεν θα ξαναγίνεις ποτέ σαν κι αυτούς. Και δεν χρειάζεται να ζηλεύεις. Πριν το καλοκαταλάβουν, θα έχουν φτάσει στην ηλικία σου και θα ζηλεύουν τη νεότερη γενιά.

Έτσι πάει ο κόσμος, αγαπητέ μου.

 

Εσύ βέβαια έχεις τώρα παράπονα ότι δεν είχες μιαν ανέμελη νεανική ζωή. Να, αυτά δεν μου αρέσουν, δεν σε θέλω γκρινιάρη και μουτρωμένο και ό,τι έγινε, έγινε, πέρασε τώρα, το πήρε ο χρόνος και το διέλυσε και οι αναμνήσεις σου δεν έχουν καμιά αξία εδώ που τα λέμε, ποιος νοιάζεται γι’ αυτές, μόνο εσύ.

 

Ας τις παραμερίσουμε λοιπόν και ας δεχτούμε το νέο που αντιπροσωπεύω εγώ, τη βαριά πλάκα, την απουσία επιθυμιών, την ανασφάλεια για την υγεία σου, την εξαφάνιση των φίλων -τι να κάνουν κι αυτοί, στην ίδια θέση με σένα βρίσκονται  - την απάθειά σου, την ανία σου.

 

Αν με υπακούσεις και είσαι καλός μαζί μου, σου υπόσχομαι ότι δεν θα ρίχνω πάνω σου κάθε μέρα τη βαριά πλάκα, θα σε αφήνω να κοιτάζεις τον κόσμο με απάθεια και με αρκετή ψυχραιμία και κάποιες στιγμές θα σου επιτρέπω να χαμογελάς με όσα βλέπεις γύρω σου.

 

Σε θέλω καλό μαζί μου, υπάκουο, συνεργάσιμο.

Θα τα πάμε καλά οι δυο μας. Θα δεις.

 

Και τώρα πες μου ευχαριστώ που σ’ αφήνω να ζήσεις.



17/3/25

Άδεια χέρια

 

Πες μου τι να γράψω.


Δεν γίνεται να στέκομαι


στη μέση του κόσμου


σαστισμένη,


χωρίς ελπίδα,


άδεια από καθετί


και συ να μου λες: ζήσε!


Πώς να ζήσω με τα χέρια αδειανά;


16/3/25

Το αγγελάκι

 

 


Πέθανε το αγγελάκι.

Το διάβασα προχθές στις εφημερίδες. Είχαν και μια φωτογραφία του, μεγάλης γυναίκας, τίποτε δεν έδειχνε από τα λαμπερά του χρώματα, τότε που ήταν δέκα τριών χρονών.

 

Πέθανε στα 78 της χρόνια μετά από μια μάλλον αδιάφορη καριέρα στο πανεπιστήμιο, στον τομέα της φιλοσοφίας.

 

Το αγγελάκι είχε έρθει στο σχολείο μας, ήταν μια τάξη πάνω από μας, αλλά όλες την ξέραμε. Δεν βλέπεις κάθε μέρα αγγελάκια. Αυτό λες και είχε κατέβει από τον ουρανό. Είχε τόσο φωτεινά χρώματα, πάλλευκο δέρμα με λίγο ροζ στα μάγουλα, καταγάλανα μάτια και πλούσια κόκκινα μαλλιά, ένας σπάνιος συνδυασμός για μας εδώ τις μεσογειακές.

 

Όταν τη βλέπαμε στα διαλείμματα, μου φώναζε η Σόνια: «Τέτη, Τέτη, το αγγελάκι!». Το ίδιο έκανα κι εγώ: «Σόνια, Σόνια, το αγγελάκι!» Στεκόμαστε έκθαμβες και την κοιτάζαμε, ενώ αυτή πάντα χαρούμενη, πάντα γελαστή μιλούσε με τις φίλες της. Εμάς εννοείται μας αγνοούσε, αλλά δεν είχαμε την απαίτηση να ρίξει τη ματιά της πάνω μας, ένας άγγελος κοιτάζει άλλα πράγματα.

 

Το αγγελάκι ξεχώριζε σε όλο το σχολείο. Ήταν από καλό σπίτι, καλή μαθήτρια και ασφαλώς θα μάθαινε και ξένες γλώσσες. Το αγγελάκι ήταν η χαρά των ματιών μας.

 

Τέλειωσε το σχολείο, σκορπιστήκαμε. Τυχαία διάβασα κάποτε στην εφημερίδα ότι διέπρεπε στο Παρίσι, στο πλάι ενός διάσημου φιλόσοφου της εποχής. Μια τέτοια κούκλα δεν μπορούσε να περάσει απαρατήρητη.

 

Αργότερα έμαθα ότι εργαζόταν σε ένα ελληνικό πανεπιστήμιο. Αυτά και τελειώσαμε.

 

Ή μάλλον όχι. Τελειώσαμε προχθές, όταν έμαθα ότι πέθανε.

 

Γιατί πεθαίνουν και τα αγγελάκια. Με τα χρόνια η χάρη τους λιγοστεύει, τα χρώματά τους ξεθωριάζουν, η ζωή τα περιποιείται δεόντως.

 

Το χαρούμενο γελαστό αγγελάκι δεν ζει πια ανάμεσά μας.

Μένει όμως ζωντανό στις αναμνήσεις μας.



13/3/25

Μια νύχτα

 

 

 

Πήγε εντεκάμισι η ώρα


και η νύχτα έξω


έχει απλωμένες τις φτερούγες της.


 

Ξεκίνησε πριν λίγο


κι έχει μπροστά της


πολλές ώρες ακόμα,

 

πολλές ώρες ακόμα


για να χαράζει με τα γαμψά της νύχια


την ψυχή σου.


 

Στάσου στο ύψος σου,


αδιαφόρησε,


κανένα βογκητό μην ακουστεί,


κανένας στεναγμός.


 

Μια νύχτα είναι


όπως όλες,


θα περάσει.


 

Μην τη φοβάσαι.



10/3/25

Η ζωή μου

 

Θέλω τη ζωή μου,


αυτή την άχαρη ζωή,


τη μοναχική,


με τις καθημερινές μου συνήθειες,


με τα τραγούδια μου,


τις σκέψεις μου,


τα βραχύχρονα σχέδιά μου,


τα καθημερινά μου αντικείμενα


πάντα ακίνητα στη θέση τους.


 

Την θέλω αυτή τη ζωή,


είναι δική μου,


δεν μοιάζει με άλλη καμιά.


Έχει ένα γλυκόπικρο άρωμα


κι ένα σαρκαστικό χαμόγελο


πίσω απ' το σοβαρό μου πρόσωπο,


έχει μια περιφρόνηση οικεία


εμένα προς εμένα


που τόσο έχω συνηθίσει.


 

Την αγαπώ αυτή τη ζωή,


είναι μοναδική,


είναι όμορφη


μες στα κουρέλια της,


έχει μια γοητεία μυστική.


 

 

Συχώρεσέ με, αγάπη μου,


που τόσα χρόνια


σε είχα πεταμένη στη γωνιά.



 

9/3/25

Ο κόσμος του Τρόμου

 


 

Πας για μια εξέταση ρουτίνας και σου λέει ο γιατρός "ο αριστερός σας πνεύμονας είναι γεμάτος νερό". Λες από μέσα σου "τώρα δεν τη γλιτώνω, ας κάνω όσο πιο γρήγορα γίνεται".

 

"Τώρα" λες, "τώρα αφαιρέστε το νερό και χωρίς αναβολή."

 

Σου κάνουν παρακέντηση, βγάζουν το υγρό. "Ναι, αλλά θα μείνετε μια μέρα μέσα". "Να μείνω" λες. Και μένεις πέντε μέρες. Εντάξει, είναι ιδιωτική κλινική, οι άνθρωποι θέλουν τα λεφτά σου.

 

Εγώ εν τω μεταξύ αρνάκι του Θεού. Ό,τι μου λένε το κάνω.

 

"Α, είναι πολύ επιθετική", λένε οι αρμόδιοι στους δικούς μου. "Δεν μας αφήνει να κάνουμε τη δουλειά μας".

 

Και τότε μπαίνει μπροστά το βαρύ πυροβολικό: δυνατά ψυχοφάρμακα. "Για να κάτσει ήσυχη", λένε οι αρμόδιοι.

 

Πέντε μέρες καθόμουν ήσυχη, κοιμόμουν συνέχεια. Έρχονταν οι δικοί μου να με δουν, κοιμόμουν. Πότε πότε άνοιγα τα μάτια, μετά τα ξανάκλεινα και έπεφτα σε βαθύ ύπνο.

 

Εγώ το αρνί του Θεού. Και να περνούν οι μέρες. Και αύριο θα φύγεις. Και ξανά: αύριο θα φύγεις. Και ξανά. Και ξανά.

 

Το κρεβάτι παιδικό, στενό. Κάγκελα γύρω γύρω και τα πόδια πέντε μέρες λυγισμένα για να χωρέσουν.

 

Κι εγώ δεν ήμουν πια εκεί. Ήμουν σε ένα περίεργο δωμάτιο, γεμάτο βαριά, σιδερένια πράγματα, ήταν αδύνατο να πατήσω στο πάτωμα τα πόδια μου. Εγκλωβισμένη, ακίνητη. Και μόνη. Καμιά φορά εμφανιζόταν κάποια νοσοκόμα. Της ζητούσα να με βάλει για λίγο να καθίσω σε καρέκλα τουλάχιστον. "Αυτό απαγορεύεται", μου απαντούσε, "μπορεί να πέσεις και να χτυπήσεις και δεν θα πληρώσω εγώ είκοσι χρόνια φυλακή για χάρη σου".

 

Ξαφνικά μέσα στη μαύρη νύχτα άναβαν τα φώτα και μια νοσοκόμα με γλυκά λογάκια με μπούκωνε με χάπια. Το στόμα μου θεόπικρο.΄Έπειτα έσβηναν ξανά τα φώτα. Ολομόναχη. Σε ένα δωμάτιο όπου δεν μπορούσα να κουνηθώ.


Πραγματικότητα και παραίσθηση είχαν γίνει ένα. Πραγματικότητά μου ήταν τώρα η παραίσθηση. Ο παλιός, γνωστός κόσμος είχε χαθεί.

 

Τι θέλουν από μένα; Αναρωτιόμουν. Οι απαντήσεις που έδινα στον εαυτό μου ήταν όλες φριχτές: Κάνουν πειράματα, το διασκεδάζουν, στο τέλος θα με σκοτώσουν.

 

Προσπαθούσα με το λίγο λογικό μυαλό που μου είχε απομείνει να σκεφτώ λογικά: προφανώς έχω τρελαθεί. Ο κόσμος δεν είναι αυτός που ζω, ο γνωστός μου κόσμος είναι αλλού, εγώ τώρα ζω στον κόσμο ενός τρελού μυαλού κι εδώ θα μείνω για πάντα.

 

Αυτή ήταν η πιο απελπισμένη σκέψη μου: θα έμενα για πάντα σε ένα βουβό δωμάτιο, γεμάτο πράγματα, ώστε να μη μπορώ να αποδράσω, σε ένα παιδικό κρεβάτι με κάγκελα, ώστε να μη μπορώ να σηκωθώ, θα έρχονταν οι νοσοκόμες και θα με μπούκωναν φάρμακα κι εγώ θα έμενα ακίνητη για πάντα.

 

Μετά κοιμόμουν και έβλεπα πάλι το ίδιο πράγμα, το ίδιο δωμάτιο, το ίδιο κρεβάτι, την ίδια ακινησία, την ίδια μοναξιά και τις νοσοκόμες που έρχονταν και με γλυκά λογάκια με πότιζαν φαρμάκι.

 

Πέντε μέρες.

 

"Θέλω να φύγω", είπα.

"Θέλω να φύγω, θέλω να φύγω, θέλω να φύγω".

 

Το μόνο που έλεγα.

 

Την παραμονή της πέμπτης μέρας μού έδωσαν πιο ελαφρά φάρμακα. Το άλλο πρωί ξύπνησα και είδα τον ξάδερφό μου να μπαίνει στο δωμάτιο. Ο γνωστός, παλιός κόσμος είχε επανέλθει.

 

"Θέλω να φύγω σήμερα! Όχι άλλη αναβολή", του είπα.

 

Μέχρι να ετοιμαστεί το εξιτήριο, καθόμουν σε αναμμένα κάρβουνα. Κάτι θα βρουν και θα με κρατήσουν πάλι μέσα, σκεφτόμουν. Δεν βρήκαν. Το είχαν πάρει απόφαση ότι θα έβγαινα.

 

Ο κόσμος του Τρόμου χάθηκε.

Είμαι πάλι εδώ μαζί σας.

 

Θέλετε πιστέψτε το, θέλετε όχι.