24/2/24

15. Κολύμπι στη βρόμικη θάλασσα ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 



 

Κάτω ο χωματόδρομος είναι ήσυχος. Πού και πού περνά κανένας ταμπάκης βρόμικος, με κείνη την καφέ βρόμα που έχουν πάνω τους οι ταμπάκηδες. Από την απέναντι μεριά του χωματόδρομου είναι τα εργαστήρια των ταμπάκηδων που βγαίνουν κατευθείαν στη θάλασσα κι εκεί πετούν τα καφετιά νερά τους μαζί με κομμάτια προβιές. Βρομάει ο τόπος μια ξινίλα, μια στυφίλα, μερικές φορές δεν μπορούμε να αναπνεύσουμε.

 

Το καλοκαίρι κατεβαίνουμε από ένα γκρεμό που είναι κοντά στο σπίτι των Αντωνακάκηδων και φτάνουμε σε ένα βράχο που ο μισός είναι μέσα στο νερό. Ο άλλος μισός, άμα είναι βρεγμένος, είναι γλιστερός και πρέπει να έχουμε το νου μας να μη γλιστρήσουμε και σκοτωθούμε. Βγάζουμε τα ρούχα μας και μπαίνουμε προσεχτικά στο νερό, γιατί δεν έχει καθόλου άμμο, μόνο πέτρες και έχει και αχινούς που δεν φαίνονται.

 

Έχω πατήσει ως τώρα πολλές φορές αχινούς και όποτε το παθαίνω, πονάω πολύ. Μετά κατουράω εκεί που είναι καρφωμένα τα αγκάθια και σταματώ να πονάω. Καμιά φορά βγάζω και κάτι παράξενα πράγματα στα μπούτια, σαν μεγάλα σπυριά, και πονάνε πολύ και κάνουν καιρό να περάσουν. «Φύκια είναι, φύκια», λέει η μαμά και τους βάζει λάδι.

 

Η θάλασσα δεν είναι κάθε μέρα μπλε, μερικές φορές είναι καφετιά από τα νερά που χύνονται από τα ταμπάκικα, άλλοτε είναι λίγο μπλε και λίγο καφετιά. Εμένα πάντως δεν με πειράζει και τόσο. Κολυμπώ και πάω  πιο βαθιά που είναι καθαρά τα νερά κι ανεβαίνω σ’ έναν άλλο βράχο που είναι μέσα στη θάλασσα κι αποκεί κάνω βουτιές. Ανοίγω τα μάτια μου μέσα στο νερό, αλλά ούτε κι εδώ είναι πολύ καθαρά, κάτι σαν λάδι υπάρχει μέσα στο νερό, δεν πειράζει όμως. Και καμιά φορά βλέπω και μικρά κομμάτια από προβιές να πλέουν δίπλα μου.

 

Μια μέρα ήρθε ένας άγνωστος νεαρός, εγώ ήμουν με τη Λίτσα της κυρίας Χαρίκλειας, και ο νεαρός τής κόλλησε. Η Λίτσα πάει στο γυμνάσιο, είναι μεγάλη και την προσέχουν οι νεαροί, εμένα δεν μου δίνουν σημασία. Αυτή του είπε να πάει στο διάολο, αλλά αυτός δεν έφυγε, κάθισε εκεί και την πείραζε συνέχεια. Κι εκείνη σταμάτησε να του δίνει σημασία, αλλά μου φαίνεται ότι της άρεσε που την πείραζε ο νεαρός.

 

Μιαν άλλη μέρα που ήμουν πάλι με τη Λίτσα ήρθε ένας άλλος νεαρός, κάθισε λίγο πιο πέρα, έβγαλε έξω το πουλί του, το έπαιζε και μας κοίταζε. Τον κοιτάζαμε κι εμείς για να ντραπεί και να φύγει, αλλά αυτός δεν έφευγε. Αηδίασα πάντως.

 

Ο βράχος που καθόμαστε έχει πολλές πεταλίδες και καβουράκια. Δεν με πειράζει καθόλου που ζουν μέσα σ’ αυτή την καφετιά θάλασσα. Έχω μαζί μου ένα μαχαιράκι, ξεκολλάω τις πεταλίδες και τις τρώω επί τόπου. Ξετρυπώνω καμιά φορά και κανένα καβουράκι και το τρώω ζωντανό. Μετά γυρίζω στο σπίτι και έχει καεί η πλάτη μου από τον ήλιο και πονάει πολύ και σε λίγες μέρες ξεφλουδίζει. Αλλά ύστερα από λίγο καιρό είμαι κατάμαυρη και ο ήλιος δεν μπορεί να με κάψει πια.

 

Μερικές φορές πάω με τα άλλα παιδιά στη διπλανή θάλασσα που είναι λίγο πιο καθαρή. Μια φορά παραλίγο να πνιγώ, είχε φουρτούνα, αλλά εμένα δεν μ’ ένοιαξε, γιατί ξέρω καλό κολύμπι. Μπήκα στη θάλασσα και προχώρησα στα βαθιά και τότε άρχισαν να με λούζουν τα κύματα και δεν μπορούσα να γυρίσω πίσω. Κολυμπούσα πολλή ώρα, αλλά ήμουν στο ίδιο σημείο και κατάπινα συνέχεια νερό.

 

Ψηλά, στον κεντρικό δρόμο, είχαν μαζευτεί κάποιοι και με κοίταζαν που ετοιμαζόμουν να πνιγώ και δεν έκαναν τίποτα, μόνο με χάζευαν και τότε θύμωσα πολύ. Έβαλα τα δυνατά μου, γιατί δεν ήθελα να με δουν να πνίγομαι, αυτό θα ήταν μεγάλη ντροπή, και συνέχισα να κολυμπώ, μέχρι που τα κύματα με πέταξαν σε κάτι βράχια στην άλλη άκρη της παραλίας και βγήκα έξω καταματωμένη, γιατί με είχαν γδάρει τα βράχια.  Μετά το είπαν κάποιοι στη μαμά μου ότι παρά λίγο να πνιγώ, κι από τότε δεν με αφήνει να πηγαίνω με τα παιδιά στη θάλασσα, έρχεται κι αυτή ή με στέλνει με κανένα μεγάλο.

 

Η κυρία Ειρήνη Αντωνακάκη με παίρνει μερικές φορές μαζί της και πάμε σ’ αυτή τη διπλανή παραλία που είναι μπλε και όχι καφέ. Κολυμπούμε μαζί κι αυτή μου κουβεντιάζει για διάφορα, είναι πολύ ευγενική και γλυκομίλητη και έχει ωραίο σώμα, έτσι όπως είναι ψηλή και αδύνατη. Μια δυο φορές είδα τον μπαμπά μου να στέκεται πάνω στο δρόμο και να μας κοιτάζει, ήταν η ώρα που γυρνούσε στο σπίτι το μεσημέρι από το γραφείο. Μου άρεσε πολύ που είχε σταθεί και μας έβλεπε και έκανα διάφορα κόλπα στο νερό επίτηδες για να τα δει. Στεκόταν αυτός πολλή ώρα και κοίταζε.


(Συνεχίζεται)





Δεν υπάρχουν σχόλια: