4/1/22

Ο τεντάς

 

 


 

 

Προ καιρού, εκείνο το χειμωνιάτικο Σάββατο που ο αέρας παρ’ ολίγο να γκρεμίσει τα σπίτια μας, το θυμάστε νομίζω, έπαθα κι εγώ η άμυαλη μια μικρή νίλα που τη διαπίστωσα τρεις μέρες αργότερα: η τέντα στο μπαλκόνι μου είχε γίνει κομμάτια. Αν ήμουν σώφρων, θα είχα φροντίσει να σηκώσω την τέντα και δεν θα περνούσα τον τάραχο που πέρασα και που θα διαβάσετε παρακάτω.

 

Τέλος πάντων, άνοιξα την τηλεφωνική μου ατζέντα και έψαξα για τεντάδες. Βρήκα έναν. Πριν χρόνια είχε έρθει και είχε αποκαθηλώσει την τέντα στο πίσω μπαλκόνι, γιατί δεν μου χρησίμευε σε τίποτα.

 

Τηλεφώνησα λοιπόν στον τεντά, βγήκε ο αυτόματος τηλεφωνητής, άφησα όνομα και τηλέφωνο και περίμενα. Πέρασε η μέρα, δεν μου τηλεφώνησε, αναγκάστηκα να μπω στο διαδίκτυο και να ψάχνω τεντάδες εδώ κοντά στη γειτονιά μου.

 

Όλοι τους είχαν τα μαγαζιά τους μακριά πλην δύο. Τηλεφώνησα. Ο ένας δεν απαντούσε, ο άλλος απάντησε. Συνεννοηθήκαμε να έρθει την επομένη το μεσημέρι. Το άλλο πρωί, σε βαθύ ύπνο εγώ, άκουσα το τηλέφωνο να χτυπά.

 

Κανόνας πρώτος: ποτέ δεν απαντάμε στο τηλέφωνο, όταν κοιμόμαστε.

Κανόνας δεύτερος: ποτέ δεν απαντάμε στο τηλέφωνο πριν τις δώδεκα το μεσημέρι, διότι κοιμόμαστε.

 

Πήρε απανωτά τρεις φορές ο άγνωστος και μετά ησύχασε. Εγώ συνέχισα τον ύπνο μου. Όταν πήγε μεσημέρι και ο τεντάς δεν φάνηκε, του τηλεφώνησα. «Τηλεφώνησα στις εννιά το πρωί», μου είπε. «Μα σας είπα ότι θα λείπω» απάντησα – τι να του έλεγα, ότι κοιμάμαι τον ιερό μου ύπνο; Είπε ότι θα περάσει αργότερα. Δεν πέρασε.

 

Εν τω μεταξύ ο πρώτος τεντάς με τον αυτόματο τηλεφωνητή εμφανίστηκε. Του εξήγησα ότι σκίστηκε η τέντα μου. Ήρθε, πάρκαρε από κάτω και έστειλε τον βοηθό του να δει την κατάσταση. «Αλλαγή τέντας» μου συνέστησε ο βοηθός, «αυτή εδώ έχει σαπίσει». Πράγματι, λίγο αν την τραβούσες, σκιζόταν.

 

«Εντάξει», λέω. Πήρε μέτρα ο τεχνίτης, πήρε και 100 ευρώ προκαταβολή, «την Τρίτη θα είναι έτοιμη», μου είπε, «ναι, να είναι μεσημέρι, 1-2μμ» τον προειδοποίησα, «σύμφωνοι», μου λέει. Παρασκευή ήταν, λίγες μέρες θα έκανα υπομονή, όλα καλά, έφυγε ο τεχνίτης.

 

Ήρθε η Τρίτη, περίμενα, περίμενα, τίποτα. Τηλεφωνώ, βγαίνει ο τηλεφωνητής. «Πότε θα έρθετε;» ρωτάω το μηχάνημα. Περίμενα όλη μέρα, άφαντος ο τεντάς και ο βοηθός του, στο τηλέφωνο πάντα ο αυτόματος τηλεφωνητής, του έλεγα τον πόνο μου, περίμενα ένα τηλεφώνημα, τίποτα.

 

Τετάρτη. Ξυπνώ γεμάτη φούρκα. Παίρνω τηλέφωνο, ξανά να μου μιλά η μηχανή. Πήρα κάμποσες φορές, έβγαινε η μηχανή, αγρίεψα και της μίλησα πολύ αυστηρά, καμιά αντίδραση.

 

Πάνε τα εκατό ευρώ μου, ήταν φανερό ότι είχα πέσει σε απατεώνα. Και ούτε τη δουλειά μου έκανα. Κρεμόταν θλιβερό το πανί της τέντας στο μπαλκόνι κι εγώ από μέσα χοροπηδούσα από τα νεύρα μου. Μπαίνω στο διαδίκτυο, ψάχνω το όνομα του τεντά, πουθενά. Απατεώνας, είναι βέβαιο πια.

 

Παίρνω το 11888 και ρωτώ σε ποια διεύθυνση αντιστοιχεί ο τάδε αριθμός τηλεφώνου. Μου λένε.

 

Αρχίζω και κάνω σχέδια.

 

Πρώτο σχέδιο: να ψάξω να βρω έναν αγριάνθρωπο, και να πάμε μαζί στο μαγαζί. Να τον πιάσει τον τεντά από το λαιμό και να του πάρει δια της βίας τα εκατό ευρώ μου. Βέβαια αυτά θα κατέληγαν μετά στην τσέπη του αγριάνθρωπου, αλλά δεν μ’ ένοιαζε. Το θέμα ήταν να μη νιώθω κορόιδο.

 

Δεύτερο σχέδιο: Να πάει μόνος του ο αγριάνθρωπος και να του ρίξει ένα γερό χέρι ξύλο. Χμ, δεν είναι κακό…

 

Τρίτο σχέδιο: Να πάω στην αστυνομία και να τους εξηγήσω ότι κυκλοφορεί ένας απατεώνας που παίρνει προκαταβολές και μετά εξαφανίζεται. Θα δούμε, δεν το απορρίπτω.

 

Τέταρτο σχέδιο: Να βρω ένα δικηγόρο και να κάνει αυτός ό,τι νομίζει καλύτερο. Θα τον πληρώσω ασφαλώς περισσότερο από τα εκατό ευρώ που έχασα, αλλά θα στριμώξω τον απατεώνα.

 

Πέμπτο σχέδιο: Να διαπομπεύσω τον απατεώνα στο φβ γράφοντας φαρδιά πλατιά το όνομά του, τη διεύθυνση και το τηλέφωνό του και εξηγώντας τι μου έκανε.

 

Έκτο σχέδιο: Να περιμένω λίγες μέρες, μήπως και εμφανιστεί ο τεντάς;

 

Η φίλη μου η Έφη με συμβούλεψε να μην κάνω τίποτα. Αυτοί οι τύποι του υποκόσμου είναι εκδικητικοί, μου είπε, θα έχω χειρότερα μπλεξίματα.

 

Εγώ εν τω μεταξύ να βράζω όλη μέρα. Έκανα ξανά κάποιες μάταιες απόπειρες να τον βρω στο τηλέφωνο, τίποτα. Πάντα απαντούσε η μηχανή.

 

Και πού να βρεις τώρα άλλο τεντά μέσα στις γιορτές; Σημείωσα κάποια τηλέφωνα από το διαδίκτυο. Θα δοκίμαζα την τύχη μου μετά τα Χριστούγεννα χωρίς όμως πολλές ελπίδες.

 

Ξημέρωσε η Πέμπτη. Είχα αρχίσει να συμβιβάζομαι  με την κακοτυχία μου, εντάξει, ο απατεώνας μού είχε αρπάξει εκατό ευρώ και η τέντα μου κρεμόταν σκισμένη και άθλια, εντάξει, υπήρξα ηλίθια, δεν είχα ζητήσει ούτε απόδειξη γι’ αυτά τα εκατό ευρώ, τόσο ηλίθια και τόσο άσχετη, μεγάλη γυναίκα και να μην μπορώ να διαχειριστώ απλά πράγματα της καθημερινής ζωής, εντάξει, είμαι άχρηστη, τι να κάνουμε, θα περάσει κι αυτό, εδώ άλλοι χάνουν περιουσίες, βέβαια είμαι μεγάλο κορόιδο, πρέπει να το παραδεχτώ αυτό, μεγάαααλο κορόιδο, καλά να πάθω.

 

Κι εκεί, κατά το μεσημέρι, μου τηλεφωνεί ο τεντάς. «Έτοιμη η τέντα», μου λέει, «σε μια ώρα θα είμαστε εκεί».

 

Ήρθε με τον βοηθό του, έστησαν τη νέα τέντα, μια κούκλα ήταν, εγώ πλέον ήρεμη: «Μα γιατί δεν μου απαντούσατε στο τηλέφωνο; Ξέρετε πόσα τηλεφωνήματα σας έχω κάνει;» «Πού, στο μαγαζί; Έχω μέρες να περάσω από κει. Τρέχω και δεν φτάνω». «Μα όλοι τώρα βρήκαν να αλλάξουν την τέντα τους;» «Σκίστηκαν πολλές με τον αέρα. Γιατί δεν με παίρνατε στο κινητό;» «Γιατί δεν το έχω».

 

Μου έδωσε το κινητό του ο άνθρωπος, ευγενέστατος, πρόθυμος, ένας γλυκύτατος τεντάς.

 

«Καλά Χριστούγεννα!» μου ευχήθηκε φεύγοντας.

«Επίσης!» απάντησα.

 

Πού να ήξερε ο χριστιανός τι αβυσσαλέες σκέψεις είχαν περάσει από το μυαλό μου, τι μοχθηρές ιδέες είχε κατεβάσει αυτό το άμυαλο μυαλό, τι σατανικά σχέδια είχε καταστρώσει.

 

Πού να τα φανταστεί όλα αυτά ο αθώος άνθρωπος.

 

Δηλώνω μετανοημένη αμαρτωλή.

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: