15/2/21

Οβιδίου "Μεταμορφώσεις": Φιλήμων και Βαυκίς, μια ιστορία αιώνιας αγάπης

 

 



 

(…)

Άπειρη, χωρίς τέλος είναι

των θεών η δύναμη

και ό,τι εκείνοι θέλησαν

έχει πραγματωθεί.

Κι αν κάποιος αμφιβάλλει:

 

Στους λόφους της Φρυγίας

γύρω από χαμηλό τοιχάκι

στέκεται μια βελανιδιά

δίπλα σε μια φιλύρα.

Εγώ ο ίδιος τα έχω δει,

όταν με έστειλε ο Πιτθέας

στου Πέλοπα τη χώρα

που εκείνο τον καιρό

βασίλευε ο πατέρας του.

 

Εκεί κοντά είναι ένα έλος,

που κάποτε ήταν τόπος κατοικήσιμος,

μα τώρα νεροπούλια

βουτάνε στα άφθονα νερά του.

 

Ο Δίας έφτασε εδώ

μαζί κι ο γιος του Ερμής

έχοντας τη μορφή ανθρώπων.

Σε χίλια σπίτια πήγαν

και ζήτησαν φιλοξενία

και χίλια σπίτια μαντάλωσαν τις πόρτες τους.

Μόνο ένα φτωχικό τούς δέχτηκε

με στέγη από καλάμια και άχυρα.

Ζούσαν εκεί απ’ τα νεανικά τους χρόνια

η ευσεβής γερόντισσα Βαυκίδα

κι ο συνομήλικος Φιλήμων.

Σ’ αυτό το σπίτι είχαν γεράσει

και είχαν αποδεχτεί τη φτώχια τους

με ελαφριά καρδιά.

Δεν θα’ βρισκε εκεί κανείς

δούλους κι αφεντικά.

Στο σπιτικό ήταν όλοι κι όλοι δύο,

αυτοί διέταζαν, αυτοί και υπάκουαν.

Στο φτωχικό λοιπόν εκείνο

ήρθαν οι ουράνιοι θεοί

και το κεφάλι σκύβοντας

μπήκαν από την ταπεινή πορτούλα.

 

Ο γέροντας τούς είπε

να καθίσουν και να ξεκουραστούν

και η φιλόπονη Βαυκίδα

τούς σκέπασε μ’ ένα χοντρό πανί.

 

Στο τζάκι τη μισοσβησμένη στάχτη

ανασκάλεψε με ζήλο η γερόντισσα,

με φλούδες ξεραμένες και με φύλλα

ξαναζωντάνεψε τη χθεσινή φωτιά

ρίχνοντας μέσα ξυλαράκια

και κληματσίδες που αφαίρεσε από τη στέγη

και σε μικρά κομμάτια έκοψε.

Κι έβαλε από πάνω ένα μικρό τσουκάλι.

Ύστερα ετοίμασε ένα λάχανο

που έφερε ο άντρας της

από τον περιποιημένο κήπο τους.

Κι εκείνος με μια διχάλα κατεβάζει

το λαρδί που από πολύ καιρό κρεμόταν

από ένα δοκάρι μαυρισμένο,

κόβει από την πλάτη

ένα μικρό κομμάτι χοιρινού

και στο βραστό νερό το ρίχνει.

 

Και εν τω μεταξύ για να περάσει η ώρα

πιάνουν κουβέντα,

ώσπου να ετοιμαστεί το δείπνο.

 

Μια σκάφη από οξιά κρεμόταν

εκεί στον τοίχο με καρφί.

Χλιαρό νερό τής ρίχνουν

κι ανακουφίζουν οι φιλοξενούμενοι

τα κουρασμένα μέλη τους.

 

Στη μέση του σπιτιού ένα κρεβάτι έστεκε

φτιαγμένο από ιτιά,

με στρώμα από άχυρα του βάλτου.

Τινάζουν το προσκέφαλο,

το βάζουν στο κρεβάτι

και το σκεπάζουν με ένα ύφασμα

που είχαν για τις γιορτές,

αλλά παλιό κι αυτό

κι από φτηνό υλικό φτιαγμένο

όπως και το κρεβάτι εξάλλου.

Εκεί ξαπλώσαν οι θεοί.

 

Τρέμοντας η γερόντισσα ζωσμένη την ποδιά της

πάει να ετοιμάσει το τραπέζι.

Όμως το ένα πόδι του 

ήταν από τα άλλα πιο κοντό.

Το ισιώνει με ένα κομμάτι κεραμίδι

και ύστερα με μέντα φρέσκια

το περνά από πάνω.

 

Εδώ ακουμπούν πήλινα πιάτα

με ελιές δύο ειδών

και κράνα φθινοπωρινά

μες σε τρυγία βουτηγμένα,

ραδίκια, ρίζες και τυρί πηχτό

και αβγά ψημένα αργά μέσα στη χόβολη.

Ύστερα φέρνουν την ανάγλυφη κανάτα

επιχρισμένη με άργυρο

και κούπες από οξιά φτιαγμένες

επιχρισμένες με ξανθό κερί.

 

Χωρίς αργοπορία

φέρνουν το φαγητό ζεστό από την πυροστιά,

βάζουν ξανά κρασί, όχι παλιό,

κι αφήνουν λίγο χώρο

για τα νέα πιάτα που έρχονται:

 

Να τα καρύδια,

να τα σύκα τα ξερά και οι χουρμάδες

και τα δαμάσκηνα

και σε ευρύχωρα πανέρια μυρωδάτα μήλα

και τα κόκκινα σταφύλια

και στη μέση η λευκή κηρήθρα με το μέλι.

 

Μα πιο πολύ απ’ όλα ξεχώριζαν

τα αγαθά τους πρόσωπα

και η επιθυμία τους να περιποιηθούν.

 

Αλλά εν τω μεταξύ,

ενώ τόσες φορές είχε αδειάσει η κανάτα,

αυτόματα και από μόνη της την έβλεπαν

να πολλαπλασιάζει το κρασί:

κατάπληκτοι και τρομαγμένοι με αυτό το θαύμα

σκύβουν και με απλωμένα χέρια

ικεσίες αναπέμπουν

η Βαυκίδα και ο Φιλήμων φοβισμένος,

ζητούν συγγνώμη για το φτωχικό τους δείπνο

και που δεν έκαναν καμιά προετοιμασία.

 

Μια χήνα και μοναδική είχαν για φύλακα

στο καλυβάκι τους

και ετοιμαστήκαν να τη σφάξουν

για χάρη των φιλοξενούμενων θεών.

Αλλά αυτή γρήγορα με τα φτερά της τρέχοντας

εξάντλησε τους γέροντες που πήγαιναν αργά

και ώρα πολλή τούς ξεγελούσε,

μέχρι που φάνηκε να καταφεύγει

στους ίδιους τους θεούς.

 

Κι εκείνοι απαγόρεψαν να τη σκοτώσουν.

«Θεοί», τους είπαν, «είμαστε

και δίκαια θα τιμωρηθούν οι ασεβείς σας γείτονες,

Όμως εσείς αλώβητοι θα μείνετε.

Και τώρα φύγετε απ’ το σπίτι σας,

ακολουθήστε μας

και ανεβείτε στο βουνό αμέσως!»

 

Υπάκουσαν και οι δύο

κι ακουμπισμένοι στα μπαστούνια τους

πάλευαν να ανεβούν την ανηφόρα.

Κι όταν από την κορυφή απείχαν

όσο μπορεί να φτάσει μια σαΐτα,

κοιτάζουν πίσω τους και  βλέπουν

τα πάντα όλα μέσα στον βάλτο

να είναι βουτηγμένα

και μόνο το δικό τους σπίτι

να έχει απομείνει πάνω απ’ το νερό.

Βλέπουν και κλαίνε

για τη μοίρα των γειτόνων τους,

ενώ η καλύβα τους

που ίσα ίσα χώραγε τους δυο τους,

μεταμορφώνεται σε ιερό.

Κίονες γίναν τα δοκάρια,

χρύσισαν τα άχυρα,

χρυσή και η στέγη φάνηκε,

οι πόρτες γέμισαν ανάγλυφα,

το δάπεδο από χώμα σκεπάστηκε με μάρμαρο.

 

Τότε ο Δίας με απαλή φωνή τούς λέει:

«Πείτε μας, δίκαιε γέροντα, κι εσύ,

γυναίκα άξια δίκαιου συζύγου,

τι ποθείτε».

Και ο Φιλήμων, αφού πρώτα με τη Βαυκίδα

αντάλλαξε δυο λόγια,

λέει στους θεούς

ποια είναι η κοινή απόφασή τους:

«Θέλουμε ιερείς να γίνουμε,

φύλακες του ναού σας.

Κι αφού με ομόνοια φτάσαμε σ’ αυτή την ηλικία,

την ίδια ώρα να αφαιρεθεί η ζωή μας.

Ποτέ μου να μη δω εγώ τον τάφο της γυναίκας μου

ούτε κι εκείνη να μου κάνει την κηδεία».

 

Κι έτσι έγινε.

 

Μέχρι που τέλειωσε η ζωή τους

υπήρξαν του ναού οι φύλακες.

 

Κι όταν μετά από χρόνια

σε γηρατειά έφτασαν βαθιά,

έτσι καθώς μια μέρα στέκονταν

στα σκαλοπάτια του ναού

και διηγούνταν τα συμβάντα αυτού του τόπου,

βλέπει η Βαυκίδα τον Φιλήμονα να βγάζει φύλλα,

βλέπει και ο Φιλήμων να βγάζει φύλλα η Βαυκίδα.

Και όπως προς τα πάνω

άρχισαν κι οι δυο να υψώνονται,

όσο προλάβαν «έχε γεια, σύζυγε»,

είπαν συγχρόνως

και συγχρόνως ο φλοιός απλώθηκε

και κρύφτηκαν τα πρόσωπά τους.

 

Και μέχρι σήμερα οι κάτοικοι εκεί στη Βιθυνία

τα δύο δέντρα δίπλα δίπλα δείχνουν

που έγιναν από τα δυο κορμιά.

 

Αυτά μου τα διηγήθηκαν γέροντες σοβαροί

(γιατί εξάλλου να με κοροϊδέψουν;)

Και είδα κι εγώ γιρλάντες στα κλαδιά τους

Κι έβαλα και δικές μου λέγοντας:

«Θεοί ας είναι αυτοί που αγαπούν οι θεοί

κι ας λατρευτούν

εκείνοι που τους λάτρεψαν».

 


Οβίδιος, Μεταμορφώσεις,

Philemon et Baucis

8.616-724


Η μετάφραση στα ελληνικά είναι δική μου.



Δεν υπάρχουν σχόλια: