1/4/19

Αυτοκτονία μετά από ψύχραιμη σκέψη




                                                         Άρθουρ Κέσλερ

Η αυτοκτονία είναι ο πιο αξιοπρεπής τρόπος για να φύγει κάποιος από τη ζωή, όταν κρίνει ότι έχει έρθει η ώρα.

Να μην αυτοκτονήσει από κατάθλιψη, γιατί τότε η αυτοχειρία του δεν είναι απόφαση δική του, είναι αποτέλεσμα της κατάθλιψής του. Να πάρει αντικαταθλιπτικά και να γίνει καλά.

Να μην αυτοκτονήσει από ερωτική ή άλλη απογοήτευση, γιατί πάλι η αυτοχειρία του θα είναι αποτέλεσμα μιας πρόσκαιρης απελπισίας που σε λίγο καιρό θα έχει εξατμιστεί.

Μπορεί να δώσει τέλος στη ζωή του, αν η ζωή του έχει πια καταστραφεί ανεπανόρθωτα από μια συμφορά, αν η ζωή του ποτέ δεν πρόκειται να ξαναγίνει αυτή που ήταν. Αλλά και πάλι, μπορεί να επιλέξει να συνεχίσει να ζει, αυτός ξέρει καλύτερα από κάθε άλλον τι είναι προτιμότερο να κάνει.

Δεν αναφέρομαι λοιπόν στην αυτοκτονία ως αποτέλεσμα μιας προσωρινής ή και μόνιμης απόγνωσης. Άλλο είναι το θέμα μου εδώ:

Η αυτοκτονία ως αποτέλεσμα ψύχραιμης απόφασης.

Το ξέρουμε ότι είμαστε θνητοί, ότι κάποτε θα πεθάνουμε. Θέλουμε δε θέλουμε το έχουμε αποδεχτεί. Αποφεύγουμε φυσικά να το σκεφτόμαστε και ελπίζουμε πάντα να είμαστε υγιείς, να φτάσουμε σε βαθύ γήρας και να εκπνεύσουμε ειρηνικά στον ύπνο μας.

Οι πιθανότητες να μας έλθει ο θάνατος υπό τόσο ευνοϊκές προϋποθέσεις μάλλον δεν είναι πολλές, αν κρίνουμε από αυτά που βλέπουμε να συμβαίνουν γύρω μας. Εμείς όμως ελπίζουμε, γιατί δεν μπορούμε να κάνουμε και τίποτε άλλο.

Και όσο είμαστε νέοι, το ενδεχόμενο του θανάτου μας δεν μας απασχολεί, νιώθουμε ότι η ζωή απλώνεται απέραντη μπροστά μας και έχουμε εν τω μεταξύ πολλά πράγματα να κάνουμε, να χαρούμε και να βιώσουμε.

Όσο όμως μεγαλώνουμε, η σκιά του θανάτου αρχίζει να μας παραστέκει και πολλές αγωνίες ξυπνούν μέσα μας: κυρίως φοβόμαστε την αρρώστια που μπορεί να καθηλώσει το σώμα μας, να το αλλοιώσει, να του αφαιρέσει τη δύναμη και τέλος να το καταστρέψει ολοκληρωτικά.

Φροντίζουμε βέβαια να προλάβουμε την αρρώστια, πριν μας προλάβει αυτή, αλλά ξέρουμε, πολύ καλά το ξέρουμε αυτό, ότι όσες προφυλάξεις κι αν πάρουμε, η αρρώστια στο τέλος θα εμφανιστεί με κάποια από τις αμέτρητες μορφές της και θα μας αφανίσει. Ο θάνατος στον ύπνο και σε βαθύ γήρας δεν είναι η συνήθης κατάληξή μας.

Τι μπορούμε να κάνουμε;
Τίποτα.
Γερνάμε, παίρνουμε τα φάρμακά μας, πάμε στο γιατρό κάθε τόσο να μας εξετάσει, «όλα καλά», μας λέει ο γιατρός κι εμείς αφήνουμε έναν αναστεναγμό ανακούφισης. Όλα καλά λοιπόν, ακόμα δεν μας βρήκε το κακό, πήραμε παράταση, θα ζήσουμε.

Για πόσο; Άγνωστο. Άγνωστες οι βουλές του Θεού, της Τύχης, της Μοίρας, της Φύσης.

Και στην επόμενη επίσκεψή μας στο γιατρό, πάλι όλα καλά τα βρίσκει αυτός, να προσέξετε ετούτο κι εκείνο, μας συμβουλεύει και να παίρνετε τα φάρμακά σας, μην αμελείτε.

Δεν αμελούμε καθόλου. Πειθήνιοι και υποτακτικοί προσέχουμε τι τρώμε και τι πίνουμε, κάνουμε και κάποιες ασκήσεις για να μην πετρώσουμε από την ακινησία, τα κουτιά με τα φάρμακα αραδιασμένα στο τραπέζι και πάντα με κάποια ανησυχία μην ξεχάσουμε να πάρουμε τη δόση μας και ναι, ακόμα είμαστε καλά, λίγο πολύ καλά, έχουμε πάρει την παράτασή μας.

Η σκιά του θανάτου είναι βέβαια πάντα στη θέση της να μας υπενθυμίζει ότι είμαστε μελλοθάνατοι. Και η αγωνία είναι κι αυτή παρούσα: πόση παράταση έχει πάρει η ζωή μας; Μια μέρα, ένα μήνα, ένα χρόνο, μια δεκαετία; Μπορεί και μια εικοσαετία, γιατί όχι; Κάποιοι φτάνουν ως τα εκατό, γιατί όχι κι εμείς; Και κάποιοι λίγοι ζουν ακόμα παραπέρα, ίσως λοιπόν κι εμείς.

Έτσι διανύουμε το τελευταίο μέρος της ζωής μας με καλές ελπίδες αλλά και με μια υποβόσκουσα αγωνία. Μια αγωνία που μας ταπεινώνει, ταπεινώνει τον ελεύθερο άνθρωπο που έχει μάθει να είναι αυτόνομος και να ορίζει τη ζωή του. Και αυτή η αγωνία γίνεται συχνά πολύ συνειδητή, αν αρχίσουμε να σκεφτόμαστε τον τρόπο, με τον οποίο θα απέλθουμε. Θα είναι εύκολος; Θα είναι επώδυνος; Θα είναι εξευτελιστικός; Θα προκαλεί τον οίκτο και τον φόβο στους άλλους; Θα έχουμε μεταβληθεί σε ένα σώμα χωρίς νου; Θα είμαστε ένα απαίσιο προθανάτιο  θέαμα;

Ο θάνατος είναι τις περισσότερες φορές εξευτελιστικός, είναι ταπεινωτικός, προσβάλλει την προσωπικότητά μας, την αξιοπρέπειά μας.

Και το χειρότερο: δεν μας ρωτά πώς θα έρθει. Δεν επιλέγουμε εμείς πώς θα φύγουμε από αυτή τη ζωή, ο θάνατος (και ό,τι είναι πίσω από αυτόν), αυτός επιλέγει. Κι εμείς ταπεινωμένοι και εξευτελισμένοι, αφού έχουμε ήδη πάρει αρκετές φορές παράταση, τελικά γονατίζουμε.

Υπήρξαμε περήφανοι, ευφυείς, δημιουργικοί; Μας αγάπησαν, μας θαύμασαν, μας επαίνεσαν; Λάμψαμε στον χώρο μας, προκαλέσαμε ανατροπές, γίναμε αντικείμενο λατρείας; Χαράξαμε πορεία, πήραμε ρηξικέλευθες αποφάσεις, σφραγίσαμε την εποχή μας; Να τώρα πόσο τιποτένιοι έχουμε γίνει στα χέρια του θανάτου. Με πόση εξαθλίωση ετοιμαζόμαστε να παραδώσουμε το πνεύμα και για πόσο καιρό αυτό το πνεύμα θα τυραννιέται για να βγει από το κορμί μας.

Σήμερα, με την πρόοδο της ιατρικής και της συνακόλουθης τεχνολογίας, η έξοδός μας από τη ζωή αντί να γίνεται πιο εύκολα, γίνεται πιο δύσκολα και πιο εξευτελιστικά. Ο γέροντας ή ο άρρωστος συντηρείται με πολύπλοκα μηχανήματα στη ζωή ψυχορραγώντας επί μέρες, ενώ όλοι, γιατροί και συγγενείς, γνωρίζουν ότι καμιά σωτηρία δεν υπάρχει και η τελευταία αυτή παράταση απλώς εξαθλιώνει τον μελλοθάνατο και του αυξάνει την προθανάτια αγωνία. «Ας τον πάρει επιτέλους ο Θεός», ψιθυρίζουν απελπισμένοι οι δικοί του άνθρωποι, ενώ τα μηχανήματα επιμένουν να τον κρατούν ζωντανό με τη βία και κανείς δεν τολμά να τα βγάλει από την πρίζα.

Ένα τέτοιο τέλος δεν αξίζει στον ελεύθερο άνθρωπο. Δεν πρέπει ο ελεύθερος άνθρωπος να στέκεται ζητιάνος απέναντι στο Πεπρωμένο του, να ικετεύει για μια ακόμα παράταση ζωής, να εκλιπαρεί για ένα ειρηνικό τέλος που τελικά δεν θα του δοθεί.

Ο ελεύθερος άνθρωπος πρέπει να επιλέγει αυτός τον θάνατό του. Όποτε κρίνει ότι ήρθε ο κατάλληλος καιρός κι αφού ταχτοποιήσει όλες τις εκκρεμότητές του, να αποχαιρετήσει τους αγαπημένους του και να δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του με τον τρόπο που έχει επιλέξει. Ψύχραιμα, ήρεμα και με αξιοπρέπεια.

Να φύγει από αυτό τον κόσμο, όπως ταιριάζει στον ελεύθερο άνθρωπο: όχι νικημένος από το Πεπρωμένο του αλλά προσκαλώντας ο ίδιος τον Θάνατο, όπως ο οικοδεσπότης υποδέχεται στον οίκο του με διακριτική ανωτερότητα ένα σεσημασμένο δολοφόνο.




Δεν υπάρχουν σχόλια: