28/6/16

Αντιόχεια, 387 μΧ. Η εξέγερση κατά του Θεοδοσίου Α΄







(Απόσπασμα από το ανέκδοτο μυθιστόρημά μου: «Οι Αποκλίνοντες»)

Ο νέος αύγουστος Θεοδόσιος είναι οπαδός του Συμβόλου της Νίκαιας.
Με το που ανέβηκε στο θρόνο καθαίρεσε το Δημόφιλο, τον αρειανό επίσκοπο της Βασιλεύουσας κι έβαλε στη θέση του έναν δικό του, το Γρηγόριο Ναζιανζηνό. Σ’ εμάς εδώ έστειλε  επίσκοπο το Φλαβιανό.Ύστερα διέταξε τους αρειανούς να παραδώσουν  στους οπαδούς του Συμβόλου όλες τις εκκλησίες τους. Έχασαν οριστικά τη δύναμή τους οι αρειανοί, καμιά ελπίδα δεν έχουν πια να έρθουν ξανά  στα πράγματα.  Αρειανοί είναι τώρα μόνο οι Γερμανοί, αλλά ο Θεοδόσιος δεν ενοχλείται, αυτοί είναι ξένοι.

Κάθε λίγο και λιγάκι  βγάζει νόμους εναντίον των αιρετικών και των εθνικών. Αρειανοί, πνευματομάχοι, γνωστικοί, μανιχαίοι, εθνικοί, όλοι γίναμε παράνομοι και εχθροί του κράτους. Και τώρα δεν είναι όπως παλιά, όπως στα χρόνια του Κωνστάντιου. Καμιά ανεχτικότητα δεν έχει αυτός ο αυτοκράτορας για όσους δεν ακολουθούν την ορθή πίστη, δηλαδή αυτή που εκείνος εννοεί ορθή. Τώρα όσοι δεν ασπάζονται το Σύμβολο της Νίκαιας κινδυνεύουν.

Στην Αντιόχεια οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι ονοράτοι εγκαταλείπουν ο ένας μετά τον άλλον την εθνική λατρεία και τον αρειανισμό και ασπάζονται το Σύμβολο της Νίκαιας. Αυτοί είναι οι νεόκοποι χριστιανοί   που περιφέρουν την καινούργια τους πίστη με την ίδια επίδειξη που περιφέρουν τον πλούτο τους κι έγιναν οι έμπιστοι του Θεοδόσιου, η νέα αριστοκρατία της πόλης μας.

Η διαφθορά τους είναι απερίγραπτη. Σπαταλούν το δημόσιο χρήμα σε γλέντια και διασκεδάσεις. Ρίχνουν στα δεσμωτήρια όποιους βάζουν στο μάτι κι αρπάζουν  τις περιουσίες τους. Κι αυτοί οι άτυχοι, φυλακισμένοι άδικα  μέσα σε σκοτεινά υπόγεια και ξεχασμένοι εκεί για χρόνια, πεθαίνουν  από την εξάντληση και τα βασανιστήρια, χωρίς ποτέ να δικαστούν.

Σαν μολυσματική ασθένεια η διαφθορά έχει διαπεράσει τους πάντες:  αξιωματούχοι ανώτεροι και κατώτεροι, δικαστές,  δεσμοφύλακες,  απλοί στρατιώτες, όλοι τους είναι βουτηγμένοι στις καταχρήσεις, στις αυθαιρεσίες, στην απληστία και τη δωροδοκία. Οι διοικητές είναι ανίκανοι και οι κρατικοί υπάλληλοι αδιάφοροι. Ο κόσμος έχει εγκαταλειφθεί στην τύχη του και κανείς δεν είναι σίγουρος για τίποτα.

Η πόλη μου δεν είναι πια ευτυχισμένη όπως παλιά. Η φτώχεια είναι μεγαλύτερη, το ίδιο και η αδικία και η αδιαντροπιά των ισχυρών. Οι μεγάλοι γαιοκτήμονες αρπάζουν τα γειτονικά μικρά κτήματα και οι μικροκαλλιεργητές πετιούνται στο δρόμο. Γεμάτη είναι η Αντιόχεια από αυτούς τους νέους επαίτες. Ο λαός πληρώνει βαρύτερους φόρους και κάθε τόσο βγαίνουν οι κρατικοί υπάλληλοι στη γύρα και μαζεύουν τις  έκτακτες εισφορές που επιβάλλει ο αυτοκράτορας. Ο Λιβάνιος, αν και εθνικός, έχει το θάρρος και διαμαρτύρεται και στέλνει επιστολές στον Θεοδόσιο για να καταγγείλει τις αυθαιρεσίες των αξιωματούχων του. Χαμένος κόπος. Ούτε ο Θεοδόσιος ούτε οι αξιωματούχοι του δίνουν σημασία σε ένα εθνικό.
(...)
Οι νέοι νόμοι του Θεοδόσιου έχουν αποθρασύνει  τους  φανατικούς υποστηριχτές του. Βγαίνουν στους δρόμους με πέτρες και ξύλα και καταστρέφουν τους ναούς των εθνικών. Καλόγεροι κυκλοφορούν στην πόλη και ξεσηκώνουν τον κόσμο. Τα ίδια γίνονται και έξω από την Αντιόχεια. Περιφέρονται φανατισμένες ομάδες ορθόδοξων χριστιανών με πρωτοστάτες τους επισκόπους τους και καταστρέφουν τους εθνικούς βωμούς και τα ιερά. Οι εθνικοί δεν βγάζουν άχνα. Φοβούνται.

Μέσα σ’ αυτή τη γενική ανασφάλεια και τη διαφθορά, με τον κόσμο φιμωμένο από τους νέους νόμους , με τους κρατικούς υπαλλήλους  να φυλακίζουν, να δημεύουν και να εκτελούν αδιάκριτα και με τους φανατικούς οπαδούς του Συμβόλου της Νίκαιας να καταστρέφουν και να τρομοκρατούν, ο Θεοδόσιος αποφάσισε να προσθέσει κι άλλους φόρους στις πλάτες μας. Ο λόγος ήταν ότι ήθελε να εορτάσει μεγαλοπρεπώς τα δεκεννάλιά του. Ο κόσμος όμως είχε  μπαϊλντίσει  με τους φοροεισπράκτορες και δεν ήταν ούτε δυο χρόνια που είχε συνέλθει από το λιμό και την πανούκλα. Αλλά ήταν και οι αρειανοί που μισούσαν το Θεοδόσιο και οι εθνικοί που μέσα τους έβραζε η οργή όλον αυτόν τον καιρό και μαζί μ’ αυτούς κι εκείνοι που είχαν αδικηθεί από την κρατική διαφθορά. Με δυο λόγια όλοι στην Αντιόχεια ήταν εξαγριωμένοι με τον αυτοκράτορα. Και η στάση ξέσπασε.

Τα μαντάτα μάς τα έφερε  η Μελανία. Ήρθε ένα πρωί στο σπίτι πανικόβλητη:

-Τα μάθατε; Βάλανε φωτιά στην πόλη! Καίγονται τα μέγαρα των πλουσίων,  τα δημόσια κτήρια, όλη η Αντιόχεια βρίσκεται μέσα στις φλόγες!

Εμείς, καθώς δεν μέναμε στο κέντρο της πόλης, δεν είχαμε πάρει είδηση.

-Παραδόθηκε στον όχλο η Αντιόχεια! Συνέχισε αυτή με έξαψη. Ρίξανε από τα βάθρα τα αγάλματα του αυτοκράτορα  και τα έκαναν κομμάτια!

Με το που το άκουσα αυτό, πάγωσα. Έριξα μια ματιά στο Λεύκιο. Έδειχνε ατάραχος, αλλά αυτό οφειλόταν μάλλον στην ημιπληγία του.

-Θα χυθεί αίμα, έσκουζε η Μελανία και τράβαγε τα μαλλιά της. Θα χυθεί αίμα!.

Την έσυρα έξω από τον κοιτώνα.
(...)
Στο κέντρο της πόλης τα πράγματα είχαν αγριέψει. Ο όχλος  είχε ρίξει από τα βάθρα τα αγάλματα του Θεοδόσιου και των γιων του, του  Αρκάδιου και του Ονώριου, τα είχε προσβάλει και τα είχε ατιμάσει με άσεμνες πράξεις. Μέσα σε λίγες ώρες είχε κομματιάσει όλα τα δυναστικά σύμβολα και είχε καταστρέψει πολλά δημόσια κτήρια. Οι ονοράτοι έδωσαν τότε διαταγή στο στρατό που βγήκε στην πόλη και έσφαξε επί τόπου χιλιάδες κόσμο. Ο φόβος και ο τρόμος απλώθηκαν στην Αντιόχεια, ο όχλος σκόρπισε, οι δρόμοι ερήμωσαν και κανείς πια δεν τολμούσε να κυκλοφορήσει  έξω.

Αλλά τα πράγματα δεν σταμάτησαν εκεί. Τώρα φοβόμασταν  την οργή του αυτοκράτορα. Ο Θεοδόσιος δεν θα άφηνε ατιμώρητη την πόλη που είχε σηκώσει  κεφάλι ενάντια στην εξουσία του και μάλιστα με τέτοιο τρόπο, υβρίζοντας τα αγάλματα της οικογένειάς του και καταστρέφοντας τα δυναστικά του σύμβολα. Παγωμένοι οι Αντιοχείς περιμέναμε την αυτοκρατορική απόφαση και ξέραμε πως θα ήταν τρομερή. Όσοι είχαν σπίτια στα χωριά, έφυγαν την άλλη κιόλας μέρα. Αλλά αυτοί ήταν ελάχιστοι. Οι περισσότεροι μείναμε κλεισμένοι στα σπίτια μας.  Η Αντιόχεια είχε την όψη πόλης που πενθούσε.

Ο Λιβάνιος ξεκίνησε αμέσως για τη Βασιλεύουσα. Ήθελε να συναντήσει προσωπικά τον αυτοκράτορα και να  εκλιπαρήσει την επιείκειά του. Λίγο αργότερα ο χριστιανός επίσκοπος Φλαβιανός έφυγε κι αυτός με τον ίδιο σκοπό.

Πέρασαν  εικοσιτέσσερις εφιαλτικές μέρες αναμονής.
(...)
Οι ορθόδοξοι  μαζεύονταν καθημερινά στη Μεγάλη Εκκλησία κι άκουγαν  τα κηρύγματα του Ιωάννη  του Χρυσόστομου. Ο αγαπημένος τους ρήτορας τούς παρηγορούσε λες και ήταν μελλοθάνατοι. Τους παρότρυνε να μετανοήσουν και να απαγκιστρωθούν από τα εφήμερα αγαθά, να αδιαφορήσουν για τις οδύνες αυτού του κόσμου και να στραφούν με πίστη στο Θεό. Εκείνοι έκλαιγαν και περίμεναν το τέλος τους.

Εν τω μεταξύ ήρθαν στην Αντιόχεια οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι και άρχισαν τις ανακρίσεις. Η απόφαση που έβγαλαν ήταν σκληρή, όχι όμως για μας, τον απλό λαό. Έριξαν όλο το φταίξιμο στους βουλευτές. Τους κατηγόρησαν ότι  αυτοί  είχαν υποκινήσει τη στάση, τους μαστίγωσαν, τους φυλάκισαν και δήμευσαν τις περιουσίες τους. Έτσι ξεμπέρδεψε ο Θεοδόσιος και από την παλιά αριστοκρατία κι από τότε λύνουν και δένουν οι έμπιστοί του, οι μεγαλοτσιφλικάδες και οι κρατικοί αξιωματούχοι του. Ο Ιππόδρομος, τα λουτρά και τα θέατρα έκλεισαν και η Αντιόχεια έχασε τον τίτλο της μητρόπολης.  Μικρό το κακό για μας τους απλούς Αντιοχείς μετά από μια τόσο επικίνδυνη στάση. 

Εξάλλου, λίγους μήνες αργότερα, τότε που οι ορθόδοξοι γιόρταζαν το Πάσχα τους, ο Λιβάνιος και ο Φλαβιανός κατάφεραν να πείσουν τον αυτοκράτορα να μας συχωρέσει και να μας δώσει αμνηστία. 


2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ ενδιαφέρον.Πρόκειται για ιστορικό γεγονός;Ασφαλώς κάθε ιστορικό γεγονός μπορεί να έχει πολλές αναγνώσεις,όπως:ποιοί φάνηκαν ότι έφταιξαν;ποιοί έφταιξαν;επήλθαν όντως μεγάλες αλλαγές;ήταν αυτές και υλικές ή μόνο στην ψυχολογία;κέρδισαν κάτι οι φαινομενικά νικητές της υπόθεσης;ποιοί ήταν οι μακροπρόθεσμα νικητές;χάθηκε κάτι σε
επίπεδο ηθικής;

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Ναι, όσα αναφέρω είναι ιστορικά γεγονότα.