23/1/16

Διάλογος με τον Αθάνατο







-Γιατί με αρνείσαι; Γιατί με αποφεύγεις; Αφού στο βάθος της καρδιάς σου ξέρεις την αλήθεια. Γιατί στρέφεις αλλού το πρόσωπό σου;

-Επειδή είναι αδύνατο για μένα να σε προσκυνήσω.

-Κάθε μέρα με προσκυνάς με σκέψεις βρώμικες που ντρέπεσαι να φανερώσεις. Γεμάτη σκοτάδι είναι η ψυχή σου. Κι αυτά που λες δημόσια είναι για μένα φλυαρίες κι απατεωνιές.

-Δεν συμφωνώ. Αν κάνω σκέψεις άσχημες, μετά τις απορρίπτω. Μιαν άλλη ηθική υπηρετώ που είναι έξω από τη φύση σου. Γι’ αυτό ποτέ δεν πρόκειται να σε αναγνωρίσω.

-Ωστόσο αποδέχεσαι την ύπαρξή μου. Με βρίζεις και με κατηγορείς πώς ό,τι έκαμα είναι λάθος καμωμένο  και πως χαίρομαι με τη δυστυχία που αναδίνει η δημιουργία μου. Με αναγνωρίζεις επομένως.

-Όχι. Είσαι η προσωποποίηση της Τυχαιότητας. Σου δίνω όνομα, επειδή είμαι ποιητής. Στο βάθος ξέρω ότι δεν υπάρχεις.

-Κι αν κάνεις λάθος; Αν είμαι υπαρκτός και παντοδύναμος και ορίζω εγώ το θάνατο και τη ζωή και ό,τι ενδιάμεσο αναφύεται;

-Τότε κι εγώ δεν έχω άλλη λύση απ’ το να σε περιφρονήσω. Τόση σοφία κατανάλωσες κι έφτιαξες ένα έκτρωμα. Κοίτα: οι άνθρωποι που κάποτε σε λάτρεψαν τώρα έχουν γυρίσει την πλάτη τους, σε αγνοούν. Τους έχεις απογοητεύσει.

-Μιλάς για μια ελάχιστη μειοψηφία. Οι περισσότεροι φοβούνται και τη σκιά μου ακόμη. Γονυπετείς με ικετεύουν να τους δείξω έλεος, να τους χαρίσω όσα λαχταρούν, υγεία, πλούτο, δόξα και μακροημέρευση.

-Κι εσύ αντί γι’ αυτά τους δίνεις  συμφορές.

-Α, ναι! Μα όπως βλέπεις είναι τόση η μωρία τους που δεν καταλαβαίνουν. Με λιβανίζουν απ’ το βράδυ ως το πρωί. Εσύ όμως ούτε με λιβανίζεις ούτε μου γυρνάς την πλάτη. Με κοιτάς κατάματα και με κατηγορείς. Γι’ αυτό με ερεθίζεις. Να ξέρεις ότι σέβομαι αυτούς που έχουν τέτοιο θάρρος. Αν και είμαι πάντα επίφοβος. Αλλά το ξέρεις κι αυτό.

-Πολύ καλά το ξέρω. Και να σου πω, καθόλου δεν μ’ αρέσει που με έχεις ξεχωρίσει. Θα προτιμούσα να υπάρχω αφανής, μέσα στη μάζα μια ανώνυμη μονάδα.

-Δεν φταίω εγώ. Εσύ είσαι που κάθε μέρα με καλείς και με εγκαλείς. Σε πρόσεξα λοιπόν.

-Και τώρα τι; Σκοπεύεις να με τιμωρήσεις για την αυθάδειά μου;

-Καθόλου. Μου αρέσουν οι αυθάδεις και οι εριστικοί. Οι ταπεινοί και οι αγαθοί είναι που με εκνευρίζουν. Φυλάω γι’ αυτούς τις πιο ωραίες τιμωρίες μου. Το έχεις δει νομίζω.

-Πολλές φορές.

-Έχει μια γοητεία αυτό, δεν βρίσκεις; Να βλέπεις τον αθώο να κουρελιάζεται και να σε ικετεύει ως το τέλος κι αντί για έλεος να εισπράττει νέες τιμωρίες. Α, είναι θαυμάσιο θέαμα αυτό! Ποτέ μου δεν θα κουραστώ να το απολαμβάνω.

-Μα ασφαλώς. Είναι η φύση σου έτσι φτιαγμένη που μόνο με αυτό τον τρόπο μπορείς εσύ να ευχαριστηθείς. Όμως εμείς καθόλου δεν χαιρόμαστε.

-Εννοείται. Αν ήταν να το χαίρεστε κι εσείς, ποια θα ήταν η δική μου ευχαρίστηση; Πρέπει, είναι ανάγκη να λυπάστε, να τρέμετε απ’ το φόβο και να πονάτε. Τότε η συμφορά έχει νόημα. Αλλιώς γιατί να σας ταλαιπωρήσω; Αν ήταν να χαιρόμαστε όλοι μαζί, θα έφτιαχνα διαφορετικό τον κόσμο. Και αν θες να ξέρεις, κάποτε το δοκίμασα κι αυτό. Τα πλάσματά μου ήταν όλα ευχαριστημένα κι εγώ έπληξα αφόρητα. Αλλά νομίζω ότι το γνωρίζεις και αυτό.

-Για τον Παράδεισο μιλάς;

-Γι’ αυτόν μιλάω βέβαια. Μια απόλυτη ακινησία, ένα τίποτα. Και όλοι εκεί μέσα κατάντησαν ηλίθιοι στο τέλος απ’ την πολλή ευχαρίστηση. Μια αποτυχία ήταν αυτή η εκδοχή του Κόσμου.

-Ενώ ετούτη η εκδοχή...

-Έχει πολύ ενδιαφέρον. Αίμα και θάνατο. Αρρώστια, πείνα, αδικία. Πολέμους. Δούλους, αιχμαλώτους και ομήρους. Ανάπηρους, στρεβλούς, τρελούς, βλαμμένους. Όλη η ζωή βογκά και αναστενάζει. Ω, τι υπέροχη μελωδία είναι για τα αυτιά μου αυτή. Και πάντα για το τέλος το πιο ωραίο θέαμα: ο θάνατος. Σε άπειρες παραλλαγές. Φριχτός και αποτρόπαιος, άλλοτε αργός, άλλοτε επώδυνος, άλλοτε ξαφνικός, εξευτελιστικός, βάρβαρος, ύπουλος, τρομαχτικός, το μέγα φόβητρο για όλους σας. Δεν συμφωνείς;

-Και επαυξάνω. Ιδίως για τους ανθρώπους που ξέρουν ότι το τέλος είναι αναπόφευκτο.

-Ω, ναι. Για σας έχω φυλάξει αυτή τη γνώση την πολύτιμη.

-Σχεδόν μας κολακεύεις, θα έλεγα.

-Δεν ξέρεις πόση ευχαρίστηση μού δίνει το ότι εσείς γνωρίζετε.

-Μπορώ να υποθέσω.

-Και πόσο τραγικοί φαντάζετε με αυτή τη γνώση. Βαθιά απόλαυση μού προκαλείτε.

-Ναι, έχουμε τούτο το προνόμιο, να σε διασκεδάζουμε εμείς λίγο περσότερο από τα άλλα πλάσματά σου.

-Λοιπόν; Δεν σε τρομάζει η σκοτεινή μου δύναμη;

-Πώς, βέβαια, μπορώ να κάνω αλλιώς; Τι είμαι εγώ μπροστά σου; Ένα τίποτα.

-Κι όμως με αμφισβητείς.

-Εσύ μου έδωσες αυτή τη δυνατότητα.

-Θέλεις κι εσύ έναν καλό, πανάγαθο Θεό όπως οι άλλοι;

-Γιατί όχι;

-Μα δεν το βλέπεις; Έτσι σας έφτιαξα που να πιστεύετε ότι υπάρχει το Καλό και να αγωνίζεστε γι’ αυτό. Έχει αυτός ο μάταιος αγώνας σας μεγάλη χάρη. Αν όμως αγαπούσατε όλοι το Κακό, θα έλειπε η γλύκα που γεννιέται από την ήττα σας. Αυτή η γλύκα είναι η κορωνίδα της δημιουργίας μου.

-Θέλεις να πεις πως ό,τι εμείς αναγνωρίζουμε ως Καλό είναι μια απάτη;

-Απάτη πέρα ως πέρα. Μόνο μες το φτωχό σας το μυαλό υπάρχει αυτή η ψευδαίσθηση. Είστε ανόητοι κατά βάθος. Δεν βλέπετε λοιπόν τι είναι αυτό που εξουσιάζει τις ζωές σας; Τόσο πολύ εθελοτυφλείτε;

-Αν μας παγίδεψες με ψεύτικες Αρχές και εμφύτευσες μες το μυαλό μας ανύπαρκτες Ιδέες, δεν φταίμε εμείς που δεν μπορούμε να δούμε τώρα καθαρά.

-Όπως και να’ χει, τώρα εγώ διασκεδάζω αφάνταστα με την τυφλότητά σας.

-Εμείς όμως καθόλου.

-Δεν με ενδιαφέρει. Λοιπόν, μια και εσύ αποτελείς παραφωνία και προκαλείς την προσοχή μου, έχω να σου προτείνω το εξής: Προσκύνησέ με και θα σου δώσω ό,τι ένας θνητός επιθυμεί: πλούτο, υγεία και μακροημέρευση. Και όταν έρθει η στιγμή του τέλους σου, θα είναι γρήγορη και ανώδυνη. Σε αντάλλαγμα εσύ θα με αναγνωρίσεις. Είμαι ο Άρχων του Κακού, μοναδικός κυρίαρχος του Κόσμου τούτου, Οντότητα χωρίς αντίπαλο. Θα υπηρετήσεις τις αξίες μου συνειδητά μέχρι το θάνατό σου.

-Αυτά που μου προσφέρεις είναι ασήμαντα.

-Τι άλλο μπορεί να επιθυμήσει ένας θνητός;

-Ένας θνητός μονάχα ένα πράγμα επιθυμεί.

-Αθάνατος θέλεις να γίνεις δηλαδή;

-Μου αξίζει αυτή η τιμή, αφού με πρόσεξες.

-Έχε το νου σου, γιατί μπορεί να σου φυλάω μεγάλη τραγωδία. Το βλέμμα μου όπου πέφτει γεννάει συμφορές.

-Και πώς να σε εμπιστευθώ; Αν γίνω υπηρέτης του Κακού, κακό θα εισπράξω. Φιλία εσύ δεν ξέρεις τι σημαίνει.

-Έλα μαζί μου. Όσοι με ακολούθησαν συνειδητά, είχαν ζωή ωραία, γεμάτη απολαύσεις και ένα τέλος εύκολο. Αξίζει να με προσκυνήσεις. Τι, θέλεις να μείνεις άθεος, χωρίς έρμα; Ή μήπως προσδοκάς σε μέλλουσα ζωή; Αν κάτι τέτοιο περιμένεις, έχασες. Ζωή μετά τον θάνατο δεν έχει. Τι άλλο περιμένεις; Θέλεις να υπηρετήσεις το Καλό που έχω εμφυτεύσει στο κεφάλι σου; Απάτη είναι, σ’ το εξήγησα.

-Υπάρχει ωστόσο κάτι που είναι πέρα απ’ το Καλό κι απ’ το Κακό. Μπορώ να σε αγνοήσω, να σε διαγράψω. Μπορώ να ζήσω δίχως να πιστεύω τίποτα και τίποτα να μην προσμένω.

-Ναι, ασφαλώς. Θα ζήσεις όμως σαν νεκρός, όπως εκείνοι οι ασκητές που ήταν νεκροί, ενόσω ακόμα ήταν ζωντανοί.

-Μα κάτι τέτοιο είμαι κι εγώ, δεν βλέπεις; Αφήνω να περνά η ζωή, χωρίς να κάνω τίποτα. Κι όταν με στραγγαλίζει η αδράνεια και πνίγεται η ανάσα μου, τότε γράφω ποιήματα και παίρνω χαμηλές αναπνοές. Γιατί μπορεί εσύ να έχτισες τον Κόσμο σου με πρώτο υλικό τη δυστυχία, κάτι όμως σου ξέφυγε. Η ποίηση. Με αυτήν ο άνθρωπος παρηγοριέται και τα πικρά του δάκρυα γίνονται γλυκά.

-Δυστυχισμένε ποιητή, ποιον πας να μιμηθείς; Εμένα; Εγώ είμαι ο Μέγας Ποιητής των ορατών και των αοράτων, εσύ μονάχα γρυλλισμούς αφήνεις απ’ το στόμα σου.

-Με ταπεινώνεις και με περιφρονείς, αλλά είπαμε, αυτή είναι η φύση σου. Και τώρα, φύγε, άσε με στην ησυχία μου. Άκρη δεν βγαίνει από τούτη τη συζήτηση.

-Με αναγνωρίζεις, ναι ή όχι;

-Ποτέ δεν θα είμαι σίγουρος, αν υπάρχεις. Αλλά τι σημασία έχει; Ο Κόσμος προχωρεί με πόνους και οδύνες, όμως η τέλεια Κακότητά σου είναι ατελής: γιατί κανένα πλάσμα σου δεν έπλασες αθάνατο. Πώς και σου ξέφυγε αυτό; Θα ήταν πράγματι μια τέλεια Κόλαση η Γη μας, αν μας κρατούσες αθάνατους να υπομένουμε τις συμφορές σου αιώνια. Έχεις λοιπόν βαθιά μες την ψυχή σου μια ιδέα καλοσύνης, αφού μας απολύεις από τη ζωή κάποια στιγμή.

-Πρόσεξε τότε μη σε κάνω αθάνατο, μην εκπληρώσω την επιθυμία σου.

-Δεν θα το κάνεις, γιατί θα γίνω τότε σύντροφος της τρομερής σου ύπαρξης. Κι εσύ δεν θέλεις μάρτυρες της μοναξιάς σου.

-Καταραμένε ποιητή, μη με εξοργίζεις! Δεν ξέρεις τι μαρτύρια γεννά η τερατώδης φαντασία μου. Μη με πειράζεις και μη με προκαλείς. Θέλεις να σε σταυρώσω;

-Με μισείς; Αυτό είναι τιμή για μένα. Άκου λοιπόν: η απάτη του Καλού που φύτεψες στο νου μας, καρποφόρησε. Την κάναμε να υπάρξει, της δώσαμε υπόσταση εμείς οι άνθρωποι. Στέκεται τώρα απέναντί σου και σε προκαλεί. Όπου σεισμός, φωτιά, πλημμύρα, αρρώστια, πείνα, εκεί θα δεις τον Άνθρωπο να τρέχει και να πολεμά τη Βούλησή σου. Εκεί θα δεις τα δάκρυα της ευγνωμοσύνης, τα δάκρυα της χαράς και της αγάπης. Είναι μεγάλη η Κακότητά σου, όμως εμείς την πετσοκόβουμε σιγά-σιγά. Αν δεν σου αρέσουμε, αφάνισέ μας. Αν δεν μας αφανίσεις, θα σε πολεμήσουμε. Και θα’ ρθει η μέρα που θα σε γονατίσουμε. Και στους ναούς σου οι προσευχές μας, όσο περνά ο καιρός, αλλάζουν. Δεν το πρόσεξες; Θα φτιάξουμε μια μέρα ένα Θεό που θα είναι εικόνα και ομοίωσή μας. Κι αν είναι ψεύτικος, καθόλου δεν μας νοιάζει. Το ίδιο επικίνδυνος για σένα θα είναι, όσο κι ένας αληθινός Θεός.

-Φάρα στρεβλή και μολυσμένη με μυαλό άρρωστο! Φωτιά θα ρίξω να σας κάψω, μηδενικές υπάρξεις, που τολμάτε κατάματα να με κοιτάτε και να με προσβάλλετε!

-Καν’ το γρήγορα! Αλλιώς θα μετανιώσεις. Μια ευθανασία θα σώσει το ραγισμένο γόητρό σου. Κατάστρεψέ τα όλα! Ύστερα κάθισε στο θρόνο σου και ατένισε το Τίποτα, πέτρωσε, γίνε άγαλμα που θα υψώνεται σε σκοτεινές αβύσσους μέσα στην τρομερή σιγή του μηδενός. Σου πρέπει αυτό το μεγαλείο, Μεγάλε Ποιητή. Και ίσως κάποτε ξεπεταχτεί από την απολιθωμένη σου καρδιά αυτό το μόριο καλοσύνης που το κρύβεις ντροπιασμένος. Θα τραγουδήσεις τότε μακρόσυρτο λυπητερό τραγούδι που θα αντιλαλήσει στους αιώνες και οι αιώνες θα σηκωθούν από τα βάθη της αβύσσου. Με χέρια μαλακά θα πλάσεις τη Δημιουργία σου και θα φυσήξεις μέσα της νέα πνοή ζωής. Εκεί θα είμαι και θα σε περιμένω. Θα έχω άλλο πρόσωπο κι άλλη φωνή. Και θα σου πω, Μεγάλε Ποιητή, πόσο πολύ σ’ αγάπησα.