4/11/12

Η φόνισσα βοσκοπούλα και ο Γεώργιος Δροσίνης



Φυλλομετρώντας προ ημερών παλιές εφημερίδες στην Ψηφιακή Βιβλιοθήκη έπεσα πάνω σε μια τραγική δολοφονία που είχε διαπραχθεί το Φεβρουάριο του 1883 στο χωριό Οχτωνιά της Εύβοιας.

Η εφημερίδα «Ακρόπολις» στα φύλλα από 20.11.1883 ως 2.12.1883 αναπαρήγαγε αυτό το γεγονός μετά την καταδικαστική απόφαση του δικαστηρίου και ο ποιητής Γεώργιος Δροσίνης που αρθρογραφούσε στην εφημερίδα εξέφρασε τη δική του άποψη για το φόνο και τους δράστες.

Θα προσπαθήσουμε να αναπλάσουμε τα γεγονότα της εποχής παρεμβάλλοντας αποσπάσματα από την αρθρογραφία του Δροσίνη  και  διατηρώντας συγχρόνως την ορθογραφία της εφημερίδας.

Μια νεαρή βοσκοπούλα του χωριού, η Μυγδαλιά, ερωτεύτηκε ένα νεαρό βοσκόπουλο, τον Αναστάση.

«Όλον τον καιρόν διήρχοντο μαζή ειδυλλιακώτατα εις τα βουνά και εις τας φάραγγας της Οχτωνιάς. Αίσθημα έρωτος εβλάστησεν εν ταις νεαραίς αυτών καρδίαις. Τας θερινάς νύκτας διήρχοντο μακράν του οίκου κοιμώμενοι μετά των ποιμνίων εις τα κονάκια», γράφει ο Δροσίνης που είχε επισκεφθεί τη Μυγδαλιά Σαλή στις γυναικείες φυλακές Τριγγέτα, όπου εκρατείτο, και είχε συζητήσει μαζί της.


Δυο παιδιά στην ουσία, εκείνη δεκαέξι χρονών, εκείνος κάπου δυο χρόνια μεγαλύτερος, μόνα στα όρη να βόσκουν τα κοπάδια τους, τι άλλο θέλει για να φουντώσει ο πόθος, να τα τυφλώσει και να τα οδηγήσει στο ερωτικό σμίξιμο;

 «Όταν φθάση εις το σημείον τούτο της διηγήσεως η Μυγδαλιά, δυσανασχετεί αν επιμείνη τις ερωτών περί του χρόνου, καθ’ ον ετελέσθη το πρώτον τούτο έγκλημα.

-Αμ αυτά τα πράγματα γίνονται ‘ ς το φως της ημέρας; Πάντα νύχτα, πάντα σκοτάδι τα κρύβει.

-Και πόσων ετών ήσουν τότε;

-Δεκάξι.

-Και τώρα;

-Τώρα είμαι δεκαεννιά».

Η Μυγδαλιά «μετά το πρώτον τούτο έγκλημα» μένει έγκυος. Ο Αναστάσης τής υπόσχεται ότι θα την πάρει, αλλά το καθυστερεί. Στο χωριό η σχέση της βοσκοπούλας γίνεται γνωστή και οι γονείς της Μυγδαλιάς «εξεγείρονται κατά της ατιμασθείσης κόρης. Την δέρουσιν, την εκδιώκουσιν  προς ώραν εκ του οίκου, αλλά προ του τετελεσμένου υποκύπτουσι τέλος και εν μόνον επιδιώκουσι να την υπανδρεύσωσι με τον Γούναρην (τον Αναστάση δηλαδή). Εκείνος όμως ολονέν υπεκφεύγει».


Η Μυγδαλιά γεννά ένα αγοράκι, το οποίο σύντομα εξαφανίζεται. Στο δικαστήριο αργότερα θα ισχυριστεί ότι το  θήλασε και κατόπιν το παρέδωσε σε μια «βυζάστρα» και ότι αυτό πέθανε πολλές μέρες μετά τη γέννησή του. Αλήθεια λέει, ψέματα λέει, άγνωστο. Οι περισσότεροι κλίνουν στην άποψη ότι το παιδί αφέθηκε να πεθάνει.

Η μικρή βοσκοπούλα είναι τώρα στιγματισμένη και ατιμασμένη. Μόνη της ελπίδα είναι να την πάρει ο Αναστάσης και να αποκαταστήσει την τιμή της. Αλλά ο Αναστάσης όλο ναι, ναι, λέει, όμως τίποτα δεν κάνει. Ο καιρός περνά και η Μυγδαλιά παραμένει με την ντροπή της. Ελπίζει όμως πάντα.

«Από τούδε έρχεται επί σκηνής», γράφει ο Γεώργιος Δροσίνης, « το κύριον πρόσωπον του δράματος, ο πατήρ της πεθαμένης όστις φέρει το ηχηρότατον όνομα Μπαρόλας. Η Μυγδαλιά τούτον θεωρεί αίτιον όλης της δυστυχίας της. Ο Μπαρόλας συλλαμβάνει την ιδέαν να δώσει (στον Αναστάση) γυναίκα την ιδικήν του κόρην, την Παναγιού. Η Μυγδαλιά προσθέτει ότι δήθεν ο Μπαρόλας έπραττε τούτο και δια να την καταστρέψει, επειδή την εζήλευε που ήταν άξια και έξυπνη, και ότι έλεγεν εγκαυχώμενος:

-Να’ στην κάνω γω μ’ όλη της την εξυπνάδα ν’ απομείνει γελασμένη!

-Και ήταν έμμορφη η Παναγιού;  ηρώτησα.

Η φυσιογνωμία της Μυγδαλιάς κατέστη βλοσυρά εις την ερώτησιν ταύτην:

-Αιμ’ σαν κορίτσι!...

-Αυτό δεν έχει να κάνει, μπορεί ένα κορίτσι να είναι νεράϊδα, μπορεί να είναι και στρίγγλα.

-Ώμορφη ήτανε!...

-Εμμορφότερη από σένα;

Εις την ερώτησιν ταύτην την τόσο προπετή η Μυγδαλιά εταράχθη, ωχρίασεν, οι οφθαλμοί της περιεστράφησαν εν ταις κόγχαις.

-Αιμ’ σαν δεν ήταν πει’ ώμορφη δεν θα την έπαιρνε κι εκείνος στα στερνά! ανέκραξε δια φωνής σπαρακτικής».

Ο Μπαρόλας τάζει λαγούς με πετραχήλια στον Αναστάση. Το γεγονός ότι ο νεαρός έχει πίσω του μια ντροπιαστική ιστορία με μια βοσκοπούλα που περιμένει να την πάρει, δεν τον επηρεάζει. Είναι εξάλλου από τους καλούς γαμπρούς του χωριού. Δυστυχώς δεν έχουμε άλλες πληροφορίες για το συγκεκριμένο άτομο. Είναι ασφαλώς πολύ νέος και γι αυτό ανώριμος και μάλλον επιπόλαιος.

Ο Μπαρόλας γίνεται πιεστικός και κάποια στιγμή ο Αναστάσης υποχωρεί και λέει το ναι. Ο γάμος - «παραδοξότατο» τον χαρακτηρίζει ο Δροσίνης - γίνεται σε άλλο χωριό. . Όταν το ζεύγος επιστρέφει στην Οχτωνιά, η Μυγδαλιά, αν και οι νεόνυμφοι πέρασαν μακριά από το σπίτι της «έτρεξεν έξω εις τον δρόμον και εφώναξε με όλην την δύναμιν των πνευμόνων της:

-Να μη σώσετε να χρονιάσετε! ».


Φαίνεται ότι η οικογένεια του Αναστάση διαφωνούσε με αυτό το γάμο. Γιατί, αντί το ζευγάρι να πάει στο πατρικό του γαμπρού, όπως ήταν το κοινώς αποδεκτό, πήγε ο καθένας στο δικό του σπίτι. Παρακάτω μάλιστα θα δούμε ότι η αδελφή του γαμπρού, η Κατερίνα, ήταν κολλητή φίλη της Μυγδαλιάς και ότι μισούσε τη νύφη της. Οι καιροί ήταν δύσκολοι και το ψωμί έβγαινε με πολύ κόπο. Επιπλέον ο Αναστάσης θα έφευγε σύντομα για το στρατό, πλησίαζε τα εικοσιένα. Για ποιο λόγο να έχουν μέσα στο σπίτι τους μια νύφη που δεν συμπαθούσαν να τους τρώει το φαΐ, όσο ο γιος τους θα έλειπε; Η Παναγιού, αν και παντρεμένη, μένει τελικά με τους γονείς της.

Αν η Μυγδαλιά μάς είναι συμπαθής για την ατυχία που τη βρήκε, η αντίζηλός της, η Παναγιού που «της πήρε τον άντρα» (στην πραγματικότητα ο πατέρας της τη φόρτωσε στον Αναστάση, χωρίς να τη ρωτήσει) μάς γίνεται κι εκείνη συμπαθής, γιατί κι εκείνη ζει το δικό της δράμα.

Ο ανεύθυνος Αναστάσης φεύγει στο στρατό. Η Παναγιού όμως περνά δύσκολα στο πατρικό της σπίτι. Οι δικοί της δεν την θέλουν, είναι πια παντρεμένη, περιμένει παιδί, δυο στόματα παραπάνω δηλαδή, και η τροφή δεν περισσεύει. Και είναι και ντροπή να την έχουν στο σπίτι, αφού τώρα είναι παντρεμένη και ανήκει στο σπίτι του άνδρα της. Ποιος ξέρει πώς τη μεταχειρίζονται, τι ακούει από τους δικούς της ανθρώπους, τι κακοποίηση υφίσταται. Μπορούμε να το μαντέψουμε πάντως, αφού κάποια στιγμή καταφεύγει κλαίγοντας στο σπίτι του πεθερού της και τον παρακαλεί να την κρατήσει κοντά του.

Αλλά ούτε κι αυτός τη θέλει. Ο γέρο Γούναρης για να την ξεφορτωθεί τη στέλνει στο κονάκι, εκεί που φυλάνε τα γιδοπρόβατα, ένα ρημαγμένο καλύβι χωρίς πόρτα και με σπασμένα παράθυρα. Μαζί της μένει και ο μικρότερος γιος του Γούναρη, ο Παναγιώτης, δεκατεσσάρων χρονών. Πώς ζει εκεί πέρα αυτή η δυστυχισμένη κοπέλα που είναι έγκυος στο πρώτο της παιδί; Πώς βγάζει το βαρύ χειμώνα μέσα στο ρημάδι; Τι μαύρες σκέψεις τριγυρνούν στο μυαλό της, καθώς ξέρει ότι κανείς δεν τη θέλει, ούτε οι δικοί της ούτε η οικογένεια του άντρα της; Και δεν είναι μόνο αυτό. Η Μυγδαλιά τη μισεί, μια μέρα της επιτέθηκε με μια πέτρα και τη χτύπησε στην κοιλιά κι ευτυχώς που βρέθηκε ένας συχωριανός τους και την έσωσε από τα χέρια της.

Από την άλλη μεριά, η Μυγδαλιά ζει το δικό της δράμα. Αυτή είναι η ντροπιασμένη και η πεταμένη. Αυτή η δαχτυλοδειχτούμενη που όλη η κοινωνία ξέρει τις πομπές της. Όμως ο καλός της θα την έπαιρνε, αν δεν έμπαινε στη μέση αυτός ο καταραμένος ο Μπαρόλας και δεν τον πίεζε να παντρευτεί την κόρη του. Ο καλός της δεν φταίει, φταίει ο Μπαρόλας και η μισητή  θυγατέρα του, η Παναγιού. Ο καλός της, όχι, δεν είναι μισητός, αυτός, έτσι και πεθάνει η Παναγιού, θα την παντρευτεί.

Οι δυο γυναίκες διαπληκτίζονται, αλληλοκακολογούνται, αλληλομισούνται, ενώ ο κανακάρης ο Αναστάσης, υπηρετεί ανέμελος τη μητέρα πατρίδα. Έχει κάνει τις λαδιές του, έχει σπείρει δυο παιδιά, έχει μπερδέψει τον κόσμο στο χωριό του, τρεις οικογένειες βράζουν από θυμό καθεμιά εναντίον των άλλων δύο, όμως το βοσκόπουλο ο Αναστάσης υπηρετεί τώρα τη μητέρα πατρίδα, ιδέα δεν έχει τι γίνεται στην Οχτωνιά.

Όταν έρχεται η ώρα να γεννήσει, η Παναγιού ξαναγυρίζει στου πεθερού της και γεννά ένα κοριτσάκι. Οχτώ μέρες μένει στο πατρικό του άνδρα της και δέχεται κάθε είδους ταπεινώσεις και ύβρεις. Μέχρι που δεν την αφήνουν να φάει. Κι ένα βράδυ θέλησαν και να τη δείρουν. Παίρνει το μωρό της απελπισμένη και ξαναγυρίζει στο καλύβι.

Περνά ακόμα μια εβδομάδα μέσα στο κρύο και το χιόνι. Είναι λεχώνα δεκαπέντε ημερών, προσπαθεί να ζεστάνει το μωρό της μέσα στο καλύβι το χωρίς πόρτα και με τσακισμένα τα παράθυρα, κανείς δικός ή ξένος δεν τη νοιάζεται και η μόνη συντροφιά της είναι ο Παναγιώτης, ο δεκατετράχρονος αδελφός του Αναστάση. Είναι άραγε καλός μαζί της; Ή είναι ο κατάσκοπος του πεθερού της που την παρακολουθεί μην πιει λίγο παραπάνω γάλα και ζημιώσει το Γουναρέϊκο; Αυτό δεν θα το μάθουμε ποτέ.

Γράφει ο Γεώργιος Δροσίνης:

«...Είναι Παρασκευή της Κρεωφάγου, 18 Φεβρουαρίου νομίζω, του παρόντος έτους. Ο καιρός ψυχρότατος έρριχνε νερόχιονο, τα γίδια μόνον κατά το μεσημέρι, τα βγάλαν απ’ το μαντρί να βοσκήσουν λίγο και πάλι τα κλείσανε. Έτυχε να περάσει ένας χωριανός από κει απ’ το κονάκι. Στάθηκε και κάτι κουβέντιασε με τη Μυγδαλιά για τη συγκόρμισσά της την Παναγιού. Κατά την ερμηνείαν της Μυγδαλιάς συγκόρμισσαις λέγονται αι γυναίκες που έχουν τον ίδιον άνδρα. Η Παναγιού ήταν παρέκει με τα γίδια. Όταν πέρασε από κοντά της, τον εσταμάτησε κ’ εκείνη και τον ηρώτησε τι του έλεγεν η Μυγδαλιά:

-Φοβερίζει να με σκοτώσει η μαυρισμένη, αι;

-Αμ δε φοβερίζει!...Δεν την αφίνεις κι αυτή ‘ ς τη δυστυχία της».

Πέφτει σε λίγο η νύχτα, όλα παγώνουν. Οι βοσκοί κλείνονται στα κονάκια τους, ανάβουν το τζάκι, προσπαθούν να ζεσταθούν. Έξω απόλυτη σιγή και ερημία.


Ας δούμε πώς περιγράφει η εφημερίδα «Ακρόπολις» στο φύλλο της  20.11.1883  τι έγινε εκείνη την παγερή νύχτα:

«Έξω έβρεχε, ο βορράς εφυσούσε δυνατά και τρεις άνθρωποι, μία γυναίκα και δύο άνδρες, διηυθύνοντο προς το σπήτι της Παναγιούς. Βέβαια δεν τους έβλεπε κανείς! Τόσω σκότος, τόσω κρύο! Και όμως τους είδε ένα κοριτσάκι, μια ανεψιά της Παναγιούς, το οποίον είχε’ βγη εκείνην την ώρα εις την αυλήν του εξοχικού σπητιού των δια να πιη νερό και είδε από την υψηλήν αυλήν των τρεις ανθρώπους περνώντας από το δρόμο, ως νυκτερινά φαντάσματα. Και οι τρεις εκείνοι άνθρωποι διευθύνονται προς το μικρό εξοχικό σπιτάκι της ατυχούς Παναγιούς, εισπηδούν από το χαμηλό παράθυρον και πίπτουν κατά της ατυχούς Παναγιούς, ήτις εκοιμάτο».

Οι τρεις αυτοί άνθρωποι (πρέπει να) ήταν η Μυγδαλιά Σαλή και τα δυο αδέλφια της, 15 και 26 χρονών. Στραγγαλίζουν την Παναγιού και καίνε το πτώμα μπροστά στα έντρομα μάτια του Παναγιώτη. Τον απειλούν έπειτα να μη μαρτυρήσει τίποτα και φεύγουν. Ο Παναγιώτης κρατά στην αγκαλιά του το  μωρό της Παναγιούς και περιμένει να φωτίσει. Κάθεται εκεί όλη τη νύχτα μπροστά στο καμένο πτώμα της Παναγιούς και νανουρίζει το μωρό της. Το χάραμα βγαίνει από το κονάκι και πάει στο σπίτι του πατέρα της Παναγιούς.

-Σκότωσαν την κόρη σου, του λέει.

Μετά μένει βουβός. Όσες ερωτήσεις κι αν του κάνουν, ο μικρός δεν βγάζει άχνα. Αργότερα, μπροστά στον Ειρηνοδίκη, θα αναφέρει τα ονόματα των δραστών και τις λεπτομέρειες του φονικού.

(Ανοίγουμε παρένθεση: στη δίκη η υπεράσπιση θα σημειώσει την περίεργη σιωπή του Παναγιώτη Γούναρη αρχικά και μετά την κατάθεσή του μπροστά στον Ειρηνοδίκη. Είπε άραγε την αλήθεια ο μικρός ή πιέστηκε να πει αυτό που ήθελε να ακούσει ο Ειρηνοδίκης;  Την Παναγιού τη μισούσε ασφαλώς η Μυγδαλιά, αλλά τη μισούσε και η οικογένεια του άντρα της. Η υπεράσπιση θα μιλήσει για ενδείξεις και όχι για αποδείξεις. Η Μυγδαλιά εν τω μεταξύ ισχυρίζεται ότι είναι αθώα. Λίγο δύσκολο να γίνει πιστευτή, εφόσον στο παρελθόν είχε επιτεθεί στην Παναγιού με την πέτρα και την είχε χτυπήσει βάναυσα στην κοιλιά. Ελάχιστοι πιστεύουν στην αθωότητά της).

 Ο Δροσίνης μάς λέει ότι ο Ειρηνοδίκης καλεί για εξέταση τον ένα από τους δύο αδελφούς της Μυγδαλιάς και τον ρωτά:

«-Πού βρέθηκαν τα αίματα’ ς τα ρούχα;

-Αιμ’ απ’ τη γίδα, κυρ νεροδίκη! οπώσφαξα.

-Και πούν’ η γίδα, ψεύτη!

Ο αδελφός της φέρνει το σακούλι και δείχνει τα κομμάτια του κρέατος.

-Αυτά είναι μπαγιάτικα κρέατα, από δυο τρεις μέραις, λέει ο νεροδίκης».

Στη δίκη που γίνεται λίγους μήνες αργότερα, το Νοέμβρη του 1883, εκτός από τους τρεις κατηγορούμενους, κατηγορούμενη είναι και η Κατερίνα Γούναρη, η αδελφή του Αναστάση. Η Κατερίνα, το αναφέραμε ήδη, ποτέ δεν αγάπησε την Παναγιού, αντίθετα ήταν φίλη της Μυγδαλιάς. Τώρα κατηγορείται ότι ήταν ενήμερη για το φονικό που θα γινόταν και ότι είχε διευκολύνει τους δράστες.

Η δίκη έχει και πολιτική χροιά, όπως αφήνεται να εννοηθεί από την εφημερίδα και από το Γεώργιο Δροσίνη.

«Δύο συμπολιτευόμενοι βουλευταί χθες», γράφει η Ακρόπολις στις 20.11.1883, «επεστάτουν δίκην Κερβέρων εις την δίκην διότι είναι πολιτική των αντίπαλος».

Και ο Γεώργιος Δροσίνης στο φύλλο της 30.11.1883: «Η πολιτική δεν έμεινεν αμέτοχος και κατά την υπόθεσιν αυτήν, διενεργούντος μάλιστα και του υπουργού Δικαιοσύνης υπέρ της καταδίκης της κατηγορουμένης, ως πολιτικής αυτώ αντιθέτου».

Άγνωστο είναι, αν οι ένορκοι δέχτηκαν πιέσεις.. Η ετυμηγορία τους πάντως ήταν πολύ σκληρή ακόμα και για τα μέτρα της εποχής: Θάνατος δια της λαιμητόμου στη Μυγδαλιά Σαλή.  Ο ένας της αδελφός καταδικάζεται σε 12 ετών φυλάκιση, ο άλλος αδελφός και η Κατερίνα Γούναρη αθωώνονται.

«Ο πρόεδρος κ, Μακκάς εν μέσω πενθίμου σιγής, αγριότατα διακοπτομένης από τους λυγμούς της Αμυγδαλιάς, τους οποίους ο κ. Εισαγγελεύς θεωρεί αηδεστάτους, καταδικάζει την Αμυγδαλιάν Σαλήν εις θάνατον» (εφημερίδα Ακρόπολις). 


Στις 2.12.1883 ο Γεώργιος Δροσίνης γράφει πρωτοσέλιδο άρθρο στην εφημερίδα με τον τίτλο «ΧΑΡΙΣ»:

«...Εν ποτήριον οίνου επισκοτίζει το λογικόν, και τριών ετών δυστυχής έρως μεμιγμένος μεθ’ υπερτάτης ζηλοτυπίας ουδεμίαν εξασκούσιν επήρειαν επί της λειτουργίας του εγκεφάλου; Αι! κύριοι ένορκοι, αναγνώσατε λοιπόν ολίγην ψυχολογίαν, πριν δώσητε την μαύρην ψήφον της θανατικής ποινής!

... η μελέτη της ανθρωπότητος μάς διδάσκει ότι ο ισχυρός έρως, ριζούμενος εν τη καρδία καθίσταται πλέον ως τι χρόνιον νόσημα....Επί τόσον καιρόν η αντίζηλος, η σύζυγος του εραστού εκκαίει την ζηλοτυπίαν και το μίσος της...Η Μυγδαλιά...συντρίβεται, σπαράττει η ταλαίπωρος...Οποία μαρτύρια, οποία βάσανα θα υπέστη καθόλον αυτό το διάστημα η καθημαγμένη ψυχή της. Πότε δ’ εκχειλίζει η παραφορά της ζηλοτυπίας; Όταν η Παναγιού έγινε μήτηρ!...Η αιτία δι ην η Μυγδαλιά δεν στρέφει την φονικήν οργήν της εναντίον του απατήσαντος αυτήν είνε απλουστάτη – τον αγαπά!...δεν εννοεί να θεωρήσει αυτόν ως τυχαίον απαταιώνα εγκαταλιπόντα αυτήν...

...Μόνον διότι η δίκη παρετάθη επί πολύ μέχρι βαθείας νυκτός, οι δ’ ένορκοι έκλιναν υπό το βάρος της κοπώσεως και τον ύπνον εξηγείται η εις θάνατον καταδίκη της ατυχούς Μυγδαλιάς...

...Η Μυγδαλιά έπρεπε να κλεισθή, έστω, εν τη ειρκτή επί τινα χρόνον, ν’ απολυμανθεί από του εγκλήματος δια της μετανοίας, ν’ αποδοθεί δε είτα εις την κοινωνίαν ως μέλος αυτής υγιές και ακίνδυνον. Είνε πολύ αργά, κύριοι ένορκοι! πολύ αργά! Εδώκατε πλέον την τυφλήν ψήφον σας. Αλλ’ ευτυχώς έχομεν τελευταίον καταφύγιον και από τούτου ελπίζομεν την επανόρθωσιν του αδικήματός σας.

Βασιλεύ! Εξ όλων των προνομίων, άτινα επεφύλαξεν εις το Στέμμα το ημέτερον σύνταγμα, το υψηλότερον, το ιερώτερον, το μάλλον ζηλευτόν είνε η χάρις, το προνόμιον λοιπόν τούτο ας εξασκήση νυν εν όλη τη ευθύτητι η Βασιλική Σου καρδία, αποδίδουσα εις την Μυγδαλιάν Σαλήν χάριν ζωής και ποινής».

Δεν ξέρουμε ποια ήταν η τύχη της Μυγδαλιάς, αν πήρε χάρη τελικά ή αν καρατομήθηκε.

Οι δυο γυναίκες, η Μυγδαλιά και η Παναγιού, οι «συγκόρμισσες», υπήρξαν και οι δυο θύματα, τραγικές μορφές αυτής της ιστορίας που εκτυλίχθηκε στα χιονισμένα βουνά της Εύβοιας πριν από 129 χρόνια. Ο Αναστάσης, ο κύριος αίτιος της τραγωδίας, ούτε που αγγίχτηκε. Ο πατέρας της Παναγιούς που πέταξε έξω από το σπίτι την κόρη του, αφού πρώτα πίεσε τον Αναστάση να την παντρευτεί, ούτε κι αυτός αγγίχτηκε. Ο πατέρας του Αναστάση που έδιωξε τη νύφη του και την έστειλε να κατοικήσει σε ένα ρημαγμένο καλύβι, κι αυτός δεν αγγίχτηκε.

Δεν αγγίχτηκαν οι πραγματικοί υπαίτιοι αυτής της τραγωδίας. Πλήρωσαν αντίθετα βαρύ τίμημα τα θύματα της τραγωδίας, δυο γυναίκες, έρμαια των ηθών και των εθίμων μιας κοινωνίας σκληρής, φτωχής και αμόρφωτης.



2 σχόλια:

GiVasilo είπε...

Των ερώτων τα πάθη, πάντα αναλλοίωτα στο χρόνο. Συγχαρητήρια και για την έρευνα και για τη συγγραφή. Πάντα ενδιαφέροντα τα άρθρα σας και πηγή για περαιτέρω μελέτη και σκέψη. :) (το είνε γιατί γραφόταν έτσι;)

Καίτη Βασιλάκου είπε...

GiVasilo, κι εμένα μου κάνει εντύπωση η ορθογραφία της εποχής. Δεν ξέρω, γιατί έγραφαν έτσι το "είνε". Ίσως για να το αντιδιαστείλουν από το απαρέμφατο του "ειμί".