Κοντά
τρεις χιλιάδες χρόνια μάς χωρίζουν από αυτή την ιστορία που μας αφηγείται ο
Όμηρος στο ξ της Οδύσσειας κι από εκείνη την ειδυλλιακή εποχή που, αν και μας
μαγεύει με την απλότητά της, δεν παύει να είναι μια σκληρή εποχή.
Ο Εύμαιος και ο Οδυσσέας - ζητιάνος είναι χαρακτήρες που μας προκαλούν αμέσως την οικειότητα, επειδή είναι άνθρωποι σαν κι εμάς: ο ζητιάνος είναι ταπεινός και δέχεται με ευγνωμοσύνη τη φιλοξενία. Ο Εύμαιος όμως είναι αυτός που μας κινεί εδώ περισσότερο το ενδιαφέρον. Είναι ο αγαθός και πιστός χοιροβοσκός που θυμώνει και πικραίνεται με την αδικία που γίνεται στο παλάτι, είναι φιλόξενος και προσηνής στον γέροντα ξένο, είναι εργατικός και θρήσκος. Μια συμπαθέστατη φυσιογνωμία που θα μπορούσαμε άνετα να συναντήσουμε και σήμερα στον δικό μας τεχνολογικό κόσμο.
Ψηλά
λοιπόν, πάνω στις δασωμένες βουνοκορφές της Ιθάκης, ο Εύμαιος, ο πιστός
υποτακτικός του Οδυσσέα, ζει παρέα με τα χίλια γουρούνια που του είχε
εμπιστευτεί ο βασιλιάς του. Στις προσταγές του έχει άλλους τέσσερις
χοιροβοσκούς.
Ο
Εύμαιος χτίζει μόνος του τον τοίχο που περιβάλλει τα χοιροστάσια, γιατί θέλει
να προστατέψει την περιουσία του αφέντη του. Πάνω στον τοίχο βάζει αγκαθωτά
κλαδιά αγριοαπιδιάς – σήμερα θα βάζαμε κομμάτια από γυαλί. Και για ακόμη
μεγαλύτερη ασφάλεια, μπήγει γύρω από τον τοίχο πυκνούς πασσάλους από βελανιδιά.
Ο
τοίχος περιβάλλει μια μεγάλη, ευρύχωρη αυλή. Μέσα σ’ αυτήν φτιάχνει δώδεκα
χοιροστάσια κολλητά το ένα στο άλλο. Σε κάθε χοιροστάσι έμπαζαν τη νύχτα, μετά
τη βοσκή, πενήντα θηλυκά γουρούνια. «Τοκάδες» τα λέει ο Όμηρος, δηλαδή
ετοιμόγεννα. Σύνολο: 600 γουρούνια. Τα αρσενικά τα άφηνε να βγάλουν τη νύχτα
έξω στην αυλή. 360 τον αριθμό.
Έχει
ακόμα τέσσερα θηριώδη σκυλιά, έτοιμα να κατασπαράξουν όποιον ξένο τολμήσει να
πλησιάσει. Και σήμερα το ίδιο κάνουμε. Μόνο που εδώ τα σκυλιά παραείναι άγρια.
Ακόμα και ο ίδιος ο Εύμαιος έπρεπε να κρατά ένα κοντάρι καλού κακού για να μην
του χυμήξουν.
Ο
Οδυσσέας μεταμορφωμένος σε γέρο ζητιάνο κουρελή πλησιάζει στο χοιροστάσιο και
βλέπει από μακριά τον Εύμαιο που καταγίνεται με ένα βοϊδοτόμαρο. Θέλει να
φτιάξει ένα ζευγάρι πέδιλα. Και σήμερα φοράμε πέδιλα από δέρμα εμείς, μόνο που
τα αγοράζουμε. Τότε ο καθένας φρόντιζε
να
φτιάξει ό,τι του χρειαζόταν.
Οι άλλοι χοιροβοσκοί λείπουν, βόσκουν τα
κοπάδια. Τρεις από αυτούς έχουν βγάλει τα γουρούνια για βοσκή και ο τέταρτος
έχει κατέβει στην πόλη να πάει στους μνηστήρες ένα ακόμα θρεφτάρι.
Τα
σκυλιά μυρίζονται τον Οδυσσέα και του επιτίθενται με άγριες διαθέσεις. Ο
Εύμαιος ακούει το σαματά και πετάγεται όρθιος. Παίρνει με τις πέτρες τα σκυλιά
φοβερίζοντάς τα κι αυτά σκορπίζουν με την ουρά στα σκέλια.
Μετά
οδηγεί τον Οδυσσέα στην καλύβα του. Δεν μπορεί φυσικά να τον αναγνωρίσει, καθώς
βλέπει ένα κακομοίρη γέρο ζητιάνο. Σύμφωνα με τα ήθη της εποχής οφείλει να τον
φιλοξενήσει, όπως προστάζει ο Ξένιος Δίας. Θα μπορούσε βέβαια να τον διώξει από
την περιουσία του βασιλιά - τον Ξένιο Δία δεν τον τιμούσαν όλοι οπωσδήποτε.
Όμως ο Εύμαιος είναι ένας καλοκάγαθος χοιροβοσκός που λυπάται τον άγνωστο
κουρελή γέρο.
Μπαίνουν
λοιπόν στην καλύβα. Καρέκλες δεν υπάρχουν. Ο Εύμαιος απλώνει στο χώμα κλαδιά με
πυκνά, φρέσκα και μαλακά φύλλα κι από πάνω στρώνει μια παχιά γιδοπροβιά με πολύ
μαλλί που τη χρησιμοποιεί για να σκεπάζεται τη νύχτα.
Ανταλλάσσουν
μερικές κουβέντες, ο Οδυσσέας τον ευχαριστεί και ο Εύμαιος του απαντά ότι είναι
χρέος του να φιλοξενήσει τον ξένο, όποιος κι αν είναι αυτός. Κι αν είναι φτωχή
η φιλοξενία του, προσθέτει, είναι που ο αφέντης του έχει χαθεί και κανείς δεν ξέρει,
αν ζει ή αν πέθανε. Και τώρα στο παλάτι καινούργια αφεντικά κάνουν κουμάντο.
Φεύγει
μετά, πάει στα χοιροστάσια, παίρνει δυο γουρούνια, τα φέρνει, τα σφάζει, τα
καψαλίζει και τα κομματιάζει. Ύστερα τα περνά στις σούβλες και τα ψήνει. Όταν τα
κρέατα είναι έτοιμα, παίρνει τις σούβλες, όπως είναι, και τις βάζει μπροστά
στον Οδυσσέα. Ανακατεύει γλυκό κρασί σε μια γαβάθα και καθίζει απέναντι στον
φιλοξενούμενό του. Του δικαιολογείται ότι το δείπνο του είναι ταπεινό, ένα
δείπνο δούλου, γιατί τα καλύτερα γουρούνια τα παίρνουν οι μνηστήρες και τα
καταβροχθίζουν.
Και
με την ευκαιρία τού αραδιάζει τα πλούτη του βασιλιά:
Δώδεκα
κοπάδια βόδια.
Δώδεκα
κοπάδια πρόβατα.
Δώδεκα
κοπάδια γουρούνια.
Δώδεκα
κοπάδια κατσίκια.
Αν
υπολογίσουμε ότι τα δώδεκα κοπάδια που φυλάει ο Εύμαιος είναι περίπου 1000
γουρούνια, τότε το βιος του Οδυσσέα είναι ακόμα : 1000 βόδια, 1000 πρόβατα,
1000 κατσίκια. Σύνολο: 4.000 ζώα.
Η
καλύβα του Εύμαιου έχει μια εστία, σούβλες και «ελεούς». Ο ελεός είναι η
μαγειρική τράπεζα, η κρεατοσανίδα. Άλλα έπιπλα δεν βλέπουμε. Επίσης μαθαίνουμε
ότι υπάρχει ένα «κισσύβιον», ξύλινο ποτήρι. Ασφαλώς θα υπήρχαν περισσότερα,
όπως θα υπήρχαν και άλλα χρηστικά αντικείμενα, μαχαίρια, τσεκούρια κλπ.
Υπάρχουν επίσης πολλά δέρματα που χρησιμεύουν για στρωσίδια και σκεπάσματα αλλά
και για ένδυση, πρέπει να υποθέσουμε.
Μετά
το φαγητό ο Οδυσσέας ζητά να του πει ο Εύμαιος το όνομα αυτού του πλούσιου
αφέντη που τώρα έχει χαθεί, μήπως και έχει ακούσει κάτι γι’ αυτόν στα μέρη που
περιπλανιέται.
Ο
Εύμαιος όμως έχει πικρή πείρα από απατεώνες που κάθε τόσο εμφανίζονται στο
νησί, πάνε στο παλάτι και αραδιάζουν στην Πηνελόπη ψέματα πως τάχα είδαν κάπου
το βασιλιά ή έμαθαν γι’ αυτόν πως είναι ζωντανός και η βασίλισσα ακούει τα νέα
και κλαίει και μετά τους κάνει διάφορα δώρα. Λοιπόν κι αυτός εδώ ο ξένος μάλλον
κάτι τέτοιο έχει στο νου του ελπίζοντας να του χαρίσει η βασίλισσα μια χλαίνη
κι ένα χιτώνα για τα καλά νέα που θα της φέρει. Αλλά η αλήθεια είναι πως ο
αφέντης του μάλλον έχει πεθάνει. Ωστόσο λέει στον ξένο το όνομά του: Οδυσσέας.
Ο
Οδυσσέας τότε του ορκίζεται ότι έχει νέα για τον βασιλιά και ότι θα γυρίσει στο
νησί σύντομα. Ο Εύμαιος δεν τον πιστεύει και του ζητά να αλλάξουν κουβέντα. Τον
ρωτά πώς βρέθηκε στο νησί τους και από πού κρατά η σκούφια του.
Ο
Οδυσσέας αραδιάζει τότε ένα μεγάλο παραμύθι που αξίζει να το παρακολουθήσουμε,
καθώς μας δίνει πολλά στοιχεία για τη ζωή εκείνης της εποχής.
Ήταν,
λέει, νόθος γιος ενός πλούσιου Κρητικού και μιας παλλακίδας που ο πατέρας του τον
αγαπούσε εξίσου με τους νόμιμους γιους του. Αλλά, όταν πέθανε, οι νόμιμοι γιοι
μοίρασαν μεταξύ τους την τεράστια πατρική περιουσία με κλήρο και σε κείνον
έδωσαν ένα σπίτι και κάτι ψίχουλα.
Παρ’
όλα αυτά κατόρθωσε να κάνει μόνος του μεγάλη περιουσία, επειδή ήταν γενναίος
και πρώτος μαχητής και κατάφερε να παντρευτεί γυναίκα από πλούσιο σπίτι. Και
μια και δεν του άρεσε η ήσυχη ζωή του νοικοκύρη, οργάνωσε μια ομάδα από
γενναίους άντρες και έκανε επιθέσεις σε στεριές και θάλασσες μαζεύοντας πολλά
πλούτη. Έτσι ξεχώρισε ανάμεσα στους Κρητικούς κι απόχτησε μεγάλο σέβας στην
κοινωνία.
Μετά
ήρθε η περιπέτεια στην Τροία. Ταξίδεψε εκεί με αρχηγό τον Ιδομενέα και
πολεμούσαν εννιά χρόνια, ώσπου τη δέκατη χρονιά κατάφεραν και πάτησαν την πόλη.
Στο γυρισμό όμως τα πλοία των Αχαιών σκόρπισαν. Αυτός κατάφερε και γύρισε στον
τόπο του, αλλά έμεινε εκεί μόνο ένα μήνα. Ύστερα πάλι τον έπιασε η λαχτάρα για
νέες περιπέτειες και νέα λάφυρα και αποφάσισε να πάει στην Αίγυπτο. Ετοίμασε
εννιά πλοία με γενναία πληρώματα και πριν την αναχώρηση έκαναν όλοι μαζί ένα τρικούβερτο
γλέντι που κράτησε έξι μέρες. Την έβδομη μέρα μπήκαν στα πλοία και ξεκίνησαν με
ωραίο βορινό άνεμο, πρίμο και δυνατό. Πέντε μέρες αργότερα έφτασαν στην Αίγυπτο
και άραξαν στο δέλτα του ποταμού. Το σχέδιο ήταν να μείνουν ήσυχοι, μέχρι οι κατάσκοποί
τους να βολιδοσκοπήσουν την περιοχή και μετά να ξεκινήσουν την επίθεση. Αλλά οι
άντρες του ήταν ανυπόμονοι και παρορμητικοί και άρχισαν τις επιθέσεις αμέσως,
ερήμωναν χτήματα, άρπαζαν γυναίκες και παιδιά και σκότωναν τους άντρες. Και
τότε από την πόλη ξεχύθηκε στρατός εναντίον τους και τους διέλυσε. Κάποιοι
ξέφυγαν, άλλοι σκοτώθηκαν κι άλλοι έγιναν σκλάβοι. Ο ίδιος τη γλίτωσε φτηνά.
Έπεσε ικέτης στο βασιλιά κι αυτός τον πήρε υπό την προστασία του.
Στην
Αίγυπτο έμεινε εφτά χρόνια και κατάφερε ξανά να πλουτίσει. Αλλά την όγδοη
χρονιά ήρθε και τον βρήκε ένας απατεώνας από τη Φοινίκη και τον κάλεσε στον
τόπο του να τον φιλοξενήσει. Έμεινε εκεί ένα χρόνο. Κι όταν ήρθε η εποχή για
ναυσιπλοΐα, μπήκαν στο καράβι του να πάνε στη Λιβύη να πουλήσουν τάχα
εμπορεύματα. Στην πραγματικότητα ήθελε να τον πουλήσει εκεί για σκλάβο.
Περάσανε την Κρήτη, την άφησαν πίσω τους, φύσαγε πρίμος ο βοριάς, αλλά, όταν
βρέθηκαν ανάμεσα σε ουρανό και θάλασσα, χωρίς να βλέπουν πουθενά στεριά, μαύρα
σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό και όλο το πέλαγος σκοτείνιασε. Ξέσπασε άγρια
καταιγίδα κι ένας κεραυνός χτύπησε το καράβι και το έσπασε. Έπεσαν όλοι στη
θάλασσα και πιάστηκαν από το ναυάγιο που το έσερναν τα κύματα. Αυτός αρπάχτηκε
από ένα χοντρό κατάρτι. Εννιά μερόνυχτα θαλασσοδερνόταν ναυαγός και τη δέκατη
νύχτα, μια νύχτα θεοσκότεινη, τον ξέβρασαν τα κύματα στη γη των Θεσπρωτών.
Εκεί
τον βρήκε μισοπεθαμένο ο γιος του βασιλιά και τον έφερε στο παλάτι. Και ο
βασιλιάς τον πήρε στην προστασία του, του έδωσε ρούχα να φορέσει και μάλιστα
δεν ζήτησε λύτρα για να τον ελευθερώσει.
Λοιπόν
εκεί, σε κείνο το παλάτι του βασιλιά των Θεσπρωτών άκουσε να γίνεται λόγος για
τον Οδυσσέα. Ότι δηλαδή ο βασιλιάς τον φιλοξένησε, καθώς ο Οδυσσέας πέρασε
αποκεί πηγαίνοντας στον τόπο του και πως εκείνο τον καιρό έλειπε στη Δωδώνη για
να πάρει χρησμό από το θεό πώς να γυρίσει στην Ιθάκη, να γυρίσει φανερά ή κρυφά,
μια και έλειπε αποκεί είκοσι τόσα χρόνια. Μάλιστα ο βασιλιάς τού έδειξε τα
πλούτη που είχε συνάξει ο Οδυσσέας και τα είχε αφήσει προσωρινά στο παλάτι,
χαλκό, χρυσάφι και σίδηρο, πλούτη που μπορούσαν να θρέψουν και τον Οδυσσέα και
τους απογόνους του ως τη δέκατη γενιά.
Έτυχε
τότε να είναι έτοιμο ένα πλοίο για το Δουλίχιο και ο βασιλιάς είπε στο πλήρωμα
να τον πάρουν και να τον πάνε στο βασιλιά Άκαστο. Αυτοί όμως, μόλις ξεμάκρυναν
από τη στεριά, του άρπαξαν τα ρούχα του, του φόρεσαν κάτι κουρέλια και
σχεδίαζαν να τον κάνουν δούλο. Κατά το
βράδυ έφτασαν στην Ιθάκη. Τον έδεσαν στο πλοίο και βγήκαν στην ακτή να
δειπνήσουν. Αλλά αυτός κατάφερε και λύθηκε, κατέβηκε κρυφά από το πλοίο και
βούτηξε στη θάλασσα. Κολύμπησε μακριά από αυτούς και βγήκε σε μιαν άλλη παραλία
δασωμένη. Κρύφτηκε μες στους θάμνους, ενώ αυτοί γυρνούσαν πάνω κάτω και τον έψαχναν.
Μετά βαρέθηκαν και γύρισαν στο πλοίο τους. Έτσι τους ξέφυγε κι ανέβηκε εδώ πάνω
και βρήκε αυτόν τον καλό και φιλόξενο βοσκό.
Ο
Εύμαιος αρνείται να πιστέψει τα καλά νέα για τον Οδυσσέα. Εξηγεί στον ξένο ότι
δεν χρειάζεται να λέει ψέματα και ότι αυτός θα τον φιλοξενήσει έτσι κι αλλιώς,
γιατί αυτό προστάζει ο Ξένιος Δίας.
Η
ώρα περνά με την κουβέντα. Αρχίζει να βραδιάζει πια. Οι χοιροβοσκοί γυρίζουν με
τα κοπάδια τους και αντηχεί ο τόπος από τα αδιάκοπα γρυλλίσματά των γουρουνιών,
καθώς τα κλείνουν στα μαντριά. Ύστερα έρχονται κι αυτοί στην καλύβα. Έρχεται
και ο χοιροβοσκός που είχε κατέβει στο παλάτι.
«Ώρα
να δειπνήσουμε», λέει ο Εύμαιος και τους διατάζει να φέρουν το πιο καλό
θρεφτάρι για να τιμήσουν τον ξένο τους. Αρκετά θρεφτάρια έχουν καταβροχθίσει οι
μνηστήρες, λέει, ας φάνε κι αυτοί απόψε επιτέλους κάτι καλό.
Παίρνει
το τσεκούρι και κόβει ξύλα για να ανάψει δυνατή φωτιά και εν τω μεταξύ οι
χοιροβοσκοί φέρνουν ένα τετράπαχο γουρούνι. Ο Εύμαιος το βάζει να σταθεί στην
παραστιά και κάνει μια πρόχειρη τελετουργία για να τιμήσει τους θεούς. Κόβει
τρίχες από το κεφάλι του γουρουνιού και τις ρίχνει στη φωτιά και παράλληλα
προσεύχεται να γυρίσει ο Οδυσσέας στο σπίτι του. Ύστερα παίρνει ένα χοντρό κούτσουρο
από βελανιδιά και χτυπά με δύναμη το ζώο στο κεφάλι. Αυτό πέφτει αναίσθητο
κάτω. Το σφάζουν, το καψαλίζουν και το κομματιάζουν. Ο Εύμαιος παίρνει μερικά
κομμάτια κρέας, τα βυθίζει μέσα σε παχύ λίπος και τα ρίχνει μετά στη φωτιά
πασπαλίζοντάς τα με κριθάλευρο. Τα άλλα κομμάτια τα κάνουν κοψίδια, τα περνούν
στις σούβλες και τα ψήνουν.
Όταν
όλα είναι έτοιμα, φέρνουν τα κρέατα και τα απλώνουν πάνω σε κρεατοσανίδες. Ο
Εύμαιος όρθιος αναλαμβάνει να χωρίσει τα κρέατα σε εφτά μερίδες. Πέντε οι
χοιροβοσκοί και ο ξένος ένας, έξι μερίδες. Την έβδομη την αφιερώνει στις Νύμφες
και στον Ερμή κάνοντας παράλληλα δέηση. Στον ξένο δίνει την καλύτερη μερίδα,
ολόκληρη την πλάτη του γουρουνιού. Ύστερα θυσιάζει στους θεούς τα κομμάτια που
ξεχώρισε και κάνει σπονδή χύνοντας κάτω λίγο κρασί. Μετά καθίζει κι αυτός. Ένας
απ’ τους χοιροβοσκούς μοιράζει ψωμί. Είναι ο Μεσαύλιος, δούλος του Εύμαιου που
τον αγόρασε προσωπικά ο ίδιος, όταν ο Οδυσσέας είχε ήδη φύγει για την Τροία.
Μετά
το πλούσιο δείπνο και το γλυκό κρασί πέφτουν πια να κοιμηθούν.
Είναι
μια νύχτα άγρια και σκοτεινή, έξω πέφτει ασταμάτητα η βροχή και φυσά παγωμένος
αέρας. Ο Οδυσσέας μέσα στα κουρέλια του ζητιάνου κρυώνει. Σκέφτεται τότε να πει
άλλο ένα παραμύθι στον Εύμαιο για να τον δοκιμάσει.
Αρχίζει
λοιπόν να διηγείται, έτσι καθώς όλοι είναι ξαπλωμένοι έτοιμοι να αποκοιμηθούν,
πώς όταν ήταν στην Τροία, προχώρησαν μια νύχτα ο Οδυσσέας, ο Μενέλαος και αυτός
κι έφτασαν κάτω από τα τείχη της πόλης για να παραφυλάξουν. Ζάρωσαν κάτω από τα
όπλα τους μέσα σε πυκνούς θάμνους, σε καλαμιές και βάλτους, αλλά η νύχτα ήταν
παγωμένη και φύσαγε άγρια ο βοριάς. Ψιλοχιόνιζε μάλιστα και είχε πέσει παγετός.
Οι ασπίδες είχαν κρυσταλλιάσει και γύρω γύρω από αυτές κρέμονταν χοντρά
κρύσταλλα. Οι άλλοι φορούσαν τις χλαίνες και τους χιτώνες τους και άντεχαν στην
παγωνιά, όμως αυτός είχε αφήσει στο στρατόπεδο τη χλαίνη του, γιατί δεν
περίμενε πως θα είχε τόσο κρύο και είχε έρθει μόνο με τη ασπίδα και το θώρακά
του. Περνούσε η νύχτα και το κρύο δυνάμωνε και πια, όταν τα αστέρια είχαν
κλίνει προς τη δύση τους ( «ότε δη τρίχα νυκτός έην», όταν ήταν το τελευταίο
τρίτο της νύχτας), δεν άντεξε άλλο. Σκούντησε με τον αγκώνα τον Οδυσσέα που
κοιμόταν δίπλα του και του είπε: «Γιε του Λαέρτη, πολυμήχανε, δεν θα τη βγάλω
ζωντανός απόψε μ’ αυτή την παγωνιά, γιατί δεν έχω τη χλαίνη μου, είμαι μόνο με
το χιτώνα. Θα πεθάνω εδώ πέρα». Κι αυτός του είπε σιγανά: «Σώπα και μη μιλάς να
μη σ’ ακούσουν». Έπειτα στήριξε το κεφάλι στον αγκώνα του και είπε δυνατά:
«Φίλοι, είδα στον ύπνο μου όνειρο σημαδιακό. Πολύ μακριά από τα πλοία μας
ήρθαμε. Γι’ αυτό, να πάει κάποιος να ειδοποιήσει τον Αγαμέμνονα, να του πει να
στείλει πιο πολλούς εδώ». Και στη στιγμή πετάχτηκε όρθιος ο Θόας, άφησε κάτω
την κόκκινή του χλαίνη κι άρχισε να τρέχει προς τα πλοία. Έτσι αυτός πήρε τη
χλαίνη και την τυλίχτηκε κι έβγαλε την υπόλοιπη νύχτα ως το ξημέρωμα.
Ο
Εύμαιος μπαίνει στο νόημα. Σηκώνεται, βάζει στρωσίδια δίπλα στη φωτιά, απλώνει
από πάνω προβιές γιδιών και προβάτων και βάζει τον Οδυσσέα να ξαπλώσει. Τον
σκεπάζει με μια χοντρή χλαίνη, αλλά τον προειδοποιεί ότι την άλλη μέρα θα
πρέπει να φορέσει ξανά τα κουρέλια του, γιατί δεν τους περισσεύουν ρούχα.
Έπειτα
περνά το ξίφος του στους ώμους του, φορά μια χοντρή χλαίνη και παίρνει μαζί του
ένα παχύ, μεγάλο γιδοτόμαρο. Παίρνει κι ένα ακόντιο για προστασία από τα σκυλιά
αλλά κι από κανένα κλέφτη και πάει να πλαγιάσει κοντά στα γουρούνια, σ’ ένα
βαθούλωμα του βράχου που έκοβε το βοριά.
Ας
κάνουμε τώρα μερικά πρόχειρα σχόλια:
Ρούχα
υφασμένα βλέπουμε δύο ειδών: τον χιτώνα, μάλλινο ύφασμα που φοριέται κατάσαρκα,
και τη χλαίνη, τετράγωνο μεγάλο κομμάτι μάλλινου υφάσματος που το φορούσαν πάνω
από τον χιτώνα. Ήταν αμάνικο. Το χρησιμοποιούσαν και ως σκέπασμα. Τα ρούχα ήταν
πολύτιμο απόχτημα εκείνη την εποχή. Το πλήρωμα που σκοπεύει να πουλήσει τον
Οδυσσέα ως δούλο, του τα αφαιρεί και του φορά κουρέλια. Ο Εύμαιος σκεπάζει τον
Οδυσσέα με τη χλαίνη τη νύχτα, αλλά του λέει ότι το πρωί θα πρέπει να
ξαναφορέσει τα κουρέλια του, γιατί χλαίνες δεν του περισσεύουν.
Ο
Οδυσσέας, όταν μπαίνει στην καλύβα, κάθεται κατάχαμα. Ο Εύμαιος για να τον
περιποιηθεί, στρώνει στο χώμα φρέσκα μαλακά φύλλα κι από πάνω απλώνει μια παχιά
προβιά από αγριόγιδο που την έχει για να σκεπάζεται τις νύχτες.
Μετά
το νυχτερινό δείπνο όλοι πέφτουν να κοιμηθούν. Ο Όμηρος χρησιμοποιεί τη λέξη
«ευνή». «Ευνή» σημαίνει κρεβάτι ή οποιοδήποτε μέρος όπου κανείς κοιμάται.
Ασφαλώς εδώ «ευνή» είναι τα στρωσίδια που απλώνουν κατάχαμα οι χοιροβοσκοί για
να κοιμηθούν. Όταν ο Οδυσσέας λέει με τρόπο στον Εύμαιο ότι κρυώνει, αυτός τοποθετεί
τα στρωσίδια δίπλα στη φωτιά και από πάνω απλώνει δέρματα προβάτων και
κατσικιών.
Το
φαγητό είναι ολόκληρη ιεροτελεστία στον Όμηρο. Και ο Εύμαιος μπορεί να είναι
ένας ταπεινός χοιροβοσκός, όμως για χάρη του φιλοξενούμενού του θα φερθεί σαν
άρχοντας. Σφάζει δυο γουρουνάκια, όχι όμως από τα καλύτερα, μια και τα καλύτερα
προορίζονται για τους μνηστήρες.
Η
σφαγή γίνεται μέσα στην καλύβα. Εκεί καψαλίζονται μετά τα σφαχτά, κόβονται σε
κομμάτια και τα περνούν στις σούβλες. Όταν ψηθούν τα κρέατα, οι σούβλες
τοποθετούνται μπροστά τους. Ο Εύμαιος πασπαλίζει τα κρέατα με λευκό κριθάλευρο
και ανακατεύει κρασί σε ένα ξύλινο ποτήρι. Εννοείται ότι τρώνε με τα χέρια.
Κρέας και κρασί λοιπόν. Αυτό είναι το φαγητό τους.
Αργότερα,
όταν πια πάει να βραδιάσει, έρχονται και οι άλλοι χοιροβοσκοί και μαντρίζουν τα
κοπάδια στα χοιροστάσια. Αντηχεί ο τόπος από τα γρυλλίσματα των γουρουνιών.
Εκτός από αυτή την τόσο φυσική ηχητική εικόνα πρέπει να φανταστούμε και τη
βαριά μυρωδιά από τα χοιροστάσια που θα απλωνόταν γύρω εκεί. Εννοείται ότι
κανείς δεν ενοχλείται.
Ακολουθεί
το δείπνο, αυτή τη φορά με ένα καλό θρεφτάρι. Η ιεροτελεστία επαναλαμβάνεται
επίσημα αυτή τη φορά. Ο Εύμαιος κόβει ξύλα και ετοιμάζει δυνατή φωτιά για να
ψηθεί το κρέας. Οι χοιροβοσκοί εν τω μεταξύ φέρνουν στην καλύβα το θρεφτάρι. Ο
Εύμαιος κόβει τρίχες από το ζώο, τις ρίχνει στη φωτιά και προσεύχεται στους
θεούς. Παίρνει έπειτα ένα χοντρό κούτσουρο και χτυπά το ζώο στο κεφάλι που
πέφτει κάτω αναίσθητο. Ακολουθεί η σφαγή του.
Μολονότι
η πράξη αυτή θυμίζει ευθανασία, αφού το ζώο δεν θα νιώσει έτσι τη σφαγή του, η
μέθοδος αυτή θανάτωσης έχει πρακτικό σκοπό: να σφάξουν το γουρούνι με την
ησυχία τους. Ακολουθεί ξανά το καψάλισμα
και το κομμάτιασμα του κρέατος και εδώ τώρα βλέπουμε δυο τρόπους μαγειρέματος.
Άλλα κομμάτια περνούν στις σούβλες και ψήνονται και άλλα ο Εύμαιος τα βουτά
μέσα σε παχύ λίπος και τα βάζει στη φωτιά.
Όταν
ψηθούν τα κρέατα, ο Εύμαιος τα χωρίζει σε μερίδες και στον ξένο δίνει την
καλύτερη, ολόκληρη την πλάτη του γουρουνιού.
Μια
μερίδα επιπλέον την προσφέρει θυσία στις Νύμφες και στον Ερμή «επευξάμενος»,
κάνοντας δηλαδή δέηση. Μετά κάνει σπονδή στους θεούς ρίχνοντας κάτω λίγες
σταγόνες κρασί.
Μετά
την προσευχή – που κι εμείς σήμερα κάνουμε – ένας χοιροβοσκός μοιράζει ψωμί και
αρχίζει το δείπνο. Τρώνε και πίνουν πλουσιοπάροχα: κρέας, ψωμί, κρασί. Μερικές
φορές η ζωή είναι ωραία ακόμα και για τους παρακατιανούς.
Ύστερα
πέφτουν για ύπνο.
Εδώ
λοιπόν τώρα ο Όμηρος μάς δίνει μια νυχτερινή χειμωνιάτικη εικόνα που σ’ εμάς
τους ρομαντικούς προκαλεί μια αρχέγονη γοητεία.
Η
νύχτα είναι άγρια, ασέληνη, έξω φυσά παγωμένος αέρας και πέφτει ασταμάτητα η
βροχή. Μέσα στην καλύβα που φωτίζεται αχνά από τη φωτιά της εστίας οι έξι
άνδρες ξαπλωμένοι πάνω στις προβιές, τυλιγμένοι στις χοντρές τους χλαίνες
αποκοιμούνται. Ο Οδυσσέας κρυώνει όμως, γιατί φορά κουρέλια. Τότε ο Εύμαιος
φέρνει κοντά στη φωτιά τα στρωσίδια του Οδυσσέα, δέρματα προβάτων και
κατσικιών, και τον σκεπάζει με μια χοντρή χλαίνη. Ο Οδυσσέας αποκοιμιέται γλυκά
και ζεστά, ενώ έξω σφυρίζει ο παγωμένος βοριάς και η βροχή πέφτει ασταμάτητα.
Ο
ίδιος ο Εύμαιος βγαίνει από την καλύβα και πάει και κουρνιάζει στο βαθούλωμα
ενός βράχου απάνεμα στον βοριά. Θέλει να είναι κοντά στα γουρούνια που έχει
στην επίβλεψή του, μήπως τυχόν κανείς κλέφτης βρει την ευκαιρία μια τέτοια
άγρια νύχτα και έρθει να κλέψει κανένα ζωντανό. Είναι τυλιγμένος στη χοντρή του
χλαίνη κι έχει μαζί του ένα ξίφος κι ένα κοντάρι, μήπως στα καλά καθούμενα του
επιτεθεί κανένα σκυλί από τα θηρία που έχει αναθρέψει. Αντίθετα παρακάτω
βλέπουμε μια διαφορετική σχέση αφέντη και σκύλου, όταν ο Όμηρος αναφέρεται στον
Άργο.
Αν
εξακολουθούμε να νιώθουμε ρομαντικά για κείνη τη μακρινή, απλή ζωή των ανθρώπων
που βόσκουν κοπάδια στα βουνά και μένουν σε καλύβες, ας σκεφτούμε ότι ειδικά
στην καλύβα του Εύμαιου πλανάται η βαριά μυρωδιά από τα διπλανά χοιροστάσια,
κάτι που ο Όμηρος δεν αναφέρει, εφόσον τέτοιες μυρωδιές και άλλες το ίδιο
δυσάρεστες υπήρχαν παντού τότε, ακόμα και μέσα στα ανάκτορα. Ας σκεφτούμε ακόμα
τη λασπουριά μέσα κι έξω από την καλύβα, καθώς και το αίμα των ζώων που
σφάζονται μέσα στην καλύβα και που ποτίζει το χώμα.
Αξίζει
όμως να σταθούμε και στην πλαστή ιστορία που λέει ο Οδυσσέας στον Εύμαιο για τη
νύχτα εκείνη στην Τροία που πήγαν να παραφυλάξουν κάτω από τα τείχη της πόλης.
Είναι
κι εκείνη μια πολύ παγωμένη νύχτα. Οι άνδρες διανυκτερεύουν στο ύπαιθρο, μέσα
σε θάμνους, καλαμιές και έλη. Φυσά ο βοριάς και πέφτει χιόνι. Όλα είναι
παγωμένα. Όμως αυτοί κοιμούνται μια χαρά σκεπασμένοι με τις ασπίδες τους και
φορώντας τις χλαίνες τους. Ο παγετός κρυσταλλιάζει τις ασπίδες τους και χοντρά
κρύσταλλα σχηματίζονται που κρέμονται από αυτές. Αυτοί όμως κοιμούνται, δεν
καταλαβαίνουν τίποτα. Είπαμε, η ζωή είναι σκληρή εκείνα τα χρόνια, αλλά και οι
άνθρωποι είναι πολύ σκληραγωγημένοι.
Πολλές
πληροφορίες παίρνουμε επίσης από την πλαστή διήγηση του Οδυσσέα σχετικά με το
παρελθόν του.
Κρήτη, Αίγυπτος, Φοινίκη, Λιβύη, γη των Θεσπρωτών, Δωδώνη, Δουλίχιο (μικρό νησί του Ιονίου). Ένας ολόκληρος κόσμος πάει κι έρχεται με τα καράβια, κάνει εμπόριο, ανταλλάσσει προϊόντα και ιδέες, γνωρίζεται, πιάνει φιλίες. Συμπεριλαμβάνουμε εδώ και την Πύλο που αναφέρει κάπου ο Εύμαιος, όταν μιλά για τον Τηλέμαχο.
Από
την Κρήτη ως τις ακτές της Αιγύπτου με ούριο άνεμο το ταξίδι διαρκεί πέντε
μέρες. Για να πάνε από τη Φοινίκη στη Λιβύη περνούν δίπλα από την Κρήτη.
Η
πειρατεία δεν θεωρείται ακόμα παράνομη. Πολλοί πλουτίζουν με αυτό τον τρόπο και
γίνονται αξιοσέβαστοι στην κοινωνία τους. Είναι τολμηροί άνδρες που παίζουν τη
ζωή τους κορώνα γράμματα και μερικές φορές τη χάνουν στις συμπλοκές ή στα
ναυάγια. Αν συλληφθούν ζωντανοί, γίνονται δούλοι. Αν όμως τυχαίνει να είναι
πλούσιοι, εξαγοράζουν την ελευθερία τους με λύτρα. Πριν την επιχείρηση που
υπόσχεται πολλά λάφυρα ή απώλεια ζωής, οι άνδρες κάνουν τρικούβερτο γλέντι.
Νόμιμοι
γιοι και νόθοι που γεννιούνται από σκλάβες. Τα νόθα παιδιά είναι παρακατιανά
και δεν έχουν να περιμένουν πολλά πράγματα από την πατρική περιουσία.
Είναι
πολύ εύκολο να χάσει κανείς την ελευθερία του και να γίνει δούλος, αν βρεθεί
ανάμεσα σε ύπουλους ανθρώπους, όπως ο δήθεν φίλος από τη Φοινίκη και το πλήρωμα
του πλοίου που ταξιδεύει για το Δουλίχιο. Το να μεταπέσει κανείς από την
ελευθερία στη δουλεία είναι το πιο εύκολο πράγμα. Αρκεί να βρεθεί τη λάθος
στιγμή με λάθος ανθρώπους.
Νόμισμα
δεν υπάρχει ακόμα, υπάρχουν όμως τα πολύτιμα μέταλλα, χαλκός, χρυσός και
σίδηρος. Όποιος τα διαθέτει, είναι πλούσιος. Πλούσιος είναι και όποιος έχει
πολλά κοπάδια ζώων.
Δούλους
μπορούν να αγοράσουν και οι δούλοι. Ο Εύμαιος αγοράζει τον Μεσαύλιο
ανταλλάσσοντάς τον με δικά του πράγματα, εφόσον νόμισμα δεν υπάρχει ακόμα.
Τέλος,
σ’ αυτό τον κόσμο που ζει στην αυγή της Ιστορίας οι απατεώνες αφθονούν. Εκτός
δηλαδή από τους ήρωες και τους βασιλιάδες, εκτός από τους πιστούς υπηρέτες, τις
ενάρετες συζύγους αλλά και τις ζωηρές (όρα Ελένη), εκτός από τις όμορφες
βασιλοπούλες, όπως η Ναυσικά, πάνε κι
έρχονται οι απατεώνες.
Όπως
αυτοί που πάνε στην Πηνελόπη και της αραδιάζουν ψέματα πως τάχα έρχεται ο
Οδυσσέας όπου να’ ναι κι εκείνη τους γεμίζει δώρα. Τι δώρα; Ρούχα, πολύτιμο
είδος σε μια εποχή που οι φτωχοί τουρτουρίζουν μέσα στα κουρέλια τους.
Διαβάζοντας
το ξ της Οδύσσειας αναδεύονται βαθιά μέσα στο συλλογικό μας υποσυνείδητο
μισοσβησμένες εικόνες ενός πολύ μακρινού παρελθόντος, εικόνες που θα συνοδεύουν
πάντα την ανθρωπότητα στην πορεία της προς τα εμπρός.
Φτωχικές
καλύβες, έξω χειμώνας και βροχή, μέσα η εστία αναμμένη και γύρω από αυτήν
βοσκοί που ψήνουν κρέατα, πίνουν κρασί, λένε ιστορίες και κοιμούνται ύστερα
τυλιγμένοι σε ζεστές προβιές, ενώ έξω λυσσομανά ο αέρας. Κάπου μακριά οι
απατεώνες και οι άρπαγες ραδιουργούν, καράβια διασχίζουν τις θάλασσες, οι
τυχοδιώκτες γυρίζουν σε χώρες και χωριά, μαίνονται οι πολεμικές συγκρούσεις, οι
καλοί άνθρωποι μένουν πιστοί σε όσους αγαπούν, οι φτωχοί είναι φτωχοί και οι
πλούσιοι πλούσιοι.
Όλα
μάς είναι οικεία τελικά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου