«…Μια μέρα ξεχάστηκα, άργησα να γυρίσω στην πόλη. Στην Αντιόχεια έφτασα αργά, μόλις που πρόλαβα να μπω, πριν σημάνει η απαγόρευση της κυκλοφορίας.
Οι κεντρικοί δρόμοι
ήταν φωτισμένοι, αλλά εγώ χώθηκα στα στενάκια για να μην πέσω πάνω στους
νυχτοφύλακες που μαστιγώνουν τους καθυστερημένους διαβάτες. Δεν έβλεπα πού
πατούσα και μια δυο φορές μάγκωσε το πόδι μου μέσα στους λάκκους κι έπεσα στις λάσπες.
Γύρισα στο σπίτι σε κακή κατάσταση, με γδαρμένα τα πόδια μου…»
Από το υπό έκδοση
μυθιστόρημά μου «Οι Αποκλίνοντες» (εκδ. Απόπειρα).
Με τη δύση του ηλίου
και ως τα ξημερώματα απαγορευόταν να κυκλοφορεί κανείς στην πόλη. Η Αντιόχεια
ήταν η μεγαλούπολη της Ανατολής, η δεύτερη μεγαλύτερη πόλη της αυτοκρατορίας
μετά τη Ρώμη κατά τον 4ο μΧ αιώνα (η Κωνσταντινούπολη ως νεόκτιστη
πόλη είχε ακόμα τότε λιγότερο πληθυσμό).
Ως μεγαλούπολη είχε
την πολυτέλεια να είναι φωτισμένοι οι κεντρικοί της δρόμοι τη νύχτα. Οι
μικρότεροι δρόμοι ήταν κατασκότεινοι και μόνο ύποπτα στοιχεία κυκλοφορούσαν
εκεί.
Το “lockdown” ήταν μόνιμο.
Το ίδιο ίσχυε και στις
άλλες πόλεις.