20/9/19

Οι κορακοντυμένες






Πήγα προχθές στον χώρο αισθητικής που συνηθίζω να πηγαίνω για πεντικιούρ.

Αυτοί οι χώροι πάντα μου προκαλούν μια μικρή αλλεργία και πάντα τους απέφευγα. Έλα όμως που κύλησαν τα χρόνια και δυσκολεύομαι τώρα να φροντίζω μόνη τα νύχια των ποδιών μου… Αναγκαστικά λοιπόν καταφεύγω εκεί, καθότι βαριέμαι χειρότερα να καλώ στο σπίτι την πεντικιουρίστα.

Δεν έχω παράπονο, τα κορίτσια είναι ευγενικά και πρόθυμα, αλλά είναι η ατμόσφαιρα εκεί μέσα που με χαλάει, γυναίκες πάνε κι έρχονται, κουρεύονται, βάφουν τα μαλλιά τους, δουλεύουν τα πιστολάκια, άλλες φτιάχνουν τα νύχια τους – αναρωτιέμαι, δεν μπορούν να περιποιηθούν μόνες τους τα νύχια των χεριών τους; Τέλος πάντων. Οι συζητήσεις είναι ανάλογες και τόσο αδιάφορες που φεύγοντας δεν θυμάμαι τίποτα. Ευτυχώς.

Εκεί λοιπόν που καθόμουν προχθές υπομονετικά και φρόνιμα και η κοπέλα πάλευε με τα νύχια μου, βλέπω να μπαίνουν στον χώρο δυο κορακοντυμένες. Σκεπασμένες από πάνω ως κάτω με μαύρα φαρδιά ρούχα, καλυμμένο το κεφάλι με το μαύρο τσεμπέρι -  μπερδεύτηκα προς στιγμήν. Καλόγριες είναι; αναρωτήθηκα. Και τι θέλουν δυο καλόγριες στον χώρο της γυναικείας κοκεταρίας;

Μετά κατάλαβα ότι ήταν μουσουλμάνες. Πάλι αναρωτήθηκα: τι θέλουν δυο φανατικές κορακοντυμένες μουσουλμάνες εδώ μέσα; Κάτι έλεγαν στα αγγλικά με μια κοπέλα του μαγαζιού, αλλά δεν άκουγα καθαρά. Αφού πέρασε αρκετή ώρα σε συνεννοήσεις, πήγαν και κάθισαν στο σαλονάκι αναμονής που ήταν περίκλειστο σε μια γωνιά, μακριά από τα παράθυρα, και η μία έβγαλε το τσεμπέρι και αποκάλυψε τα μαλλιά της. Μελαψή Αράβισσα  ήταν και τα μαλλιά της επομένως μαύρα ήταν κι αυτά. Κατά τα άλλα τίποτε το ενδιαφέρον. Ήταν μια μεσόκοπη, ευτραφής και καθόλου όμορφη γυναίκα. 

Μια κοπέλα του μαγαζιού άρχισε να ετοιμάζει κάτι σε ένα μπολ, το αφτί μου προηγουμένως είχε πιάσει μια λέξη, «ντεκαπάζ», κατάλαβα τι θα επακολουθούσε.

Και γιατί κάθισε η Βεδουίνα στο σαλονάκι και όχι στη θέση που κάθονται οι πελάτισσες, όταν τους περιποιούνται τα μαλλιά; Διότι στην κανονική θέση είναι απέναντι η τζαμαρία και ναι μεν ήμασταν στον δεύτερο όροφο και κανείς περαστικός δεν μπορούσε να τη δει, όμως, πού ξέρεις, ίσως κανείς ανώμαλος με κιάλια να την παρατηρούσε από κάποιο απομακρυσμένο μπαλκόνι και να ερεθιζόταν με τα μαλλιά που θα έβλεπε.

Εκεί λοιπόν, στο περίκλειστο, άβολο και σκοτεινό σαλονάκι θα γινόταν η δουλειά και όσο η κοπέλα καταχτυπούσε τα υλικά στο μπολ, η άλλη τίναζε φιλάρεσκα τα μαλλιά της, ενώ η συνοδός της καθόταν βουβή δίπλα της.

«Τι θα κάνει τελικά;», ρώτησα την πεντικιουρίστα μου. «Θα βάψει τα μαλλιά της», μου είπε αυτή. «Α, ναι; Και πώς θα τα βάψει;» «Ξανθά». «Για ποιον όμως θα κάνει αυτόν τον κόπο;» αναρωτήθηκα δυνατά, «για τον άντρα της;» Η πεντικιουρίστα μου δεν ήξερε και πολλά για τα ήθη και τα έθιμα των φανατικών μουσουλμάνων. «Δεν μπορεί να τη δει κανείς άλλος;» με ρώτησε. «Μόνο οι δικοί της μέσα στο σπίτι», είπα. Δηλαδή ο σύζυγος, ο γιος, η κόρη, η πεθερά - για τον πεθερό αμφιβάλλω.

Ήταν η έμφυτη γυναικεία κοκεταρία που ώθησε αυτή την κουκουλωμένη γυναίκα να βάψει επί ματαίω τα μαλλιά της ξανθά;
Ήταν ο σύζυγος που το απαίτησε ερεθισμένος από τις ξανθές δυτικές που έβλεπε γύρω του;
Ήταν η ανησυχία της μη χάσει τον πολύτιμο σύζυγο τώρα που έγινε μεσόκοπη;
Ήταν η αντιζηλία της με τη δεύτερη, τρίτη σύζυγο του συζύγου της, μια νεαρή ίσως και ζουμπουρλούδικη μουσουλμάνα;
Ήταν η επιθυμία της να μοιάσει κάπως στις δυτικές γυναίκες;

Άγνωστο.

Θα της χρειαζόταν τώρα να ανέβει εδώ πάνω κάποιος αρσενικός, να δούμε πώς θα αντιδρούσε η κορακοντυμένη. Αλλά είχε πέσει σύρμα και ούτε αρσενική μύγα δεν υπήρχε στο μαγαζί. Ούτε κι εκείνος ο χαριτωμένος νεαρός κομμωτής που τον φωνάζουν Πένυ και είναι ντυμένος γυναίκα. Άφαντος κι αυτός.

Απαγορεύεται προφανώς να δουν τα μαλλιά της μουσουλμάνας και οι τραβεστί. Διότι τι πάει να πει τραβεστί. Τραβεστί ξετραβεστί, άντρας είναι κι αυτός και μπορεί αίφνης να νιώσει πόθο για μια γυναίκα που δείχνει τα μαλλιά της. Ποτέ δεν μπορείς να ξέρεις. Έτσι η Πένυ η τραβεστί εξορίστηκε από το μαγαζί, όσο η κυρία άλλαζε το μαλλί από κορακάτο μαύρο σε ξανθό.

Βοήθειά μας.


Δεν υπάρχουν σχόλια: