Στου
εικοστού πρώτου αιώνα
τα
καθωσπρέπει μαγαζιά
δεν
έχουμε εμείς θέση,
καμιά
ιδέα φλογερή
δεν
πρόκειται να ανάψει στις καρδιές μας
ανάμεσα
σε αμόλυντους θαμώνες
που
αναπνέουν αποστειρωμένο αέρα
και
καθαρό οξυγόνο περιτρέχει το μυαλό τους,
δεν
έχουμε θέση εμείς εκεί
που
πάθη τυραννούν τη σάρκα μας
και
οράματα άλλων κόσμων
βασανίζουν
τις ψυχές μας,
εξόριστοι σιωπηλοί
και αποσυνάγωγοι
και αποσυνάγωγοι
με
θλίψη νοσταλγούμε
τα
μέρη εκείνα
με
τη θολή ατμόσφαιρα,
με
τις φωνές,
τις
μουσικές,
με
γέλια τρανταχτά
και
μεθυσμένους καλλιτέχνες,
τα
καμπαρέ,
τις
πόρνες που έγιναν ηρωίδες
σε
παλαιά μυθιστορήματα,
παρέα
με το Λωτρέκ,
το
αψέντι
και
τα αμέτρητα τσιγάρα.