Ο
δύτης κάτω από τα νερά
παίζει
με το χταπόδι
κι
αυτό ανταποκρίνεται,
«αγάπη»,
λέει ο δύτης
και
το χταπόδι το καταλαβαίνει,
«αγάπη»,
λέει κι αυτό,
τυλίγει
τα πλοκάμια του στο χέρι του,
«μονάχοι
είμαστε εδώ στον κόσμο τούτο», λέει ο δύτης,
«μονάχοι»,
απαντά κι αυτό,
«και
πρέπει οπωσδήποτε να αγαπηθούμε,
αφού
Εκείνος τόσο ανάλγητα μας φέρθηκε»,
«πρέπει»,
λέει ο δύτης,
«η
γάτα να αγαπήσει το ποντίκι
και
το λιοντάρι τη γαζέλα,
ο
αετός το σκίουρο
κι
ο αλιγάτορας το ελαφάκι»,
«πρέπει
να γίνει οπωσδήποτε αυτό»,
λέει
το χταπόδι,
«γιατί
τίποτε άλλο δεν μας απομένει
εκτός
απ’ την αγάπη»,
«τίποτε
άλλο», λέει ο δύτης,
«είμαστε
μόνοι εδώ πέρα
κι
Εκείνος θέλει να σε πάρω τώρα
να
σε χτυπήσω αλύπητα στα βράχια πάνω,
μέχρι
να πεθάνεις»,
«θα
κάνεις κάτι τέτοιο;» λέει το χταπόδι,
«μα
όχι», απαντά ο δύτης,
«τώρα
που τα πλοκάμια σου χαϊδεύουν απαλά το χέρι μου,
μας
δένει η αγάπη».
«Ας
δείξουμε λοιπόν σ’ Εκείνον»,
λέει
το χταπόδι,
«πως
τελειώνει η βασιλεία του
και
πως ο Άλλος έρχεται,
ο
Άλλος είναι καθ’ οδόν».