Χαμένος
πήγε ο κόπος τόσων φιλοσόφων,
άδικα
σπαταλήθηκε η φαιά ουσία τους,
αιώνες
τώρα οι άνθρωποι αυτοί αγωνίστηκαν
να
δώσουν νόημα στη ζωή μας,
χειρόγραφα
αντιγράφονταν επιμελώς και διαδίδονταν,
αργότερα
χιλιάδες τόμοι εκτυπώθηκαν και κυκλοφόρησαν,
εκατομμύρια
αναγνώστες εντρύφησαν σ’ αυτούς,
συστήματα,
σχολές και ρεύματα φιλοσοφίας διέτρεξαν την Ιστορία,
το
νόημα της ζωής ποιο είναι,
το
νόημα του κόσμου,
το
νόημα του Σύμπαντος,
ποιος
ο σκοπός της ύπαρξης,
Θεός
υπάρχει ή δεν υπάρχει,
τι
είναι Φύση
(συμπεριλαμβανομένων
- με κάποια εννοείται περιφρόνηση - των
ζώων και των φυτών),
τι
είναι ελευθερία της βούλησης,
τι
είναι ηθικό, τι όχι,
λοιπόν,
χαμένος
πήγε όλος αυτός ο μόχθος ο πνευματικός
των
στοχαστών μας
αλλά
και των αναγνωστών του έργου τους,
από
τις μεγαλοπρεπείς ιδέες τους καμιά δεν μπόρεσε να επιζήσει,
όταν
οι επιστήμες κοίταξαν στα μικροσκόπια, στα τηλεσκόπια,
όταν
το άτομο διασπάσθηκε
και
αποσυντέθηκε το κύτταρο
κι
όταν ο εγκέφαλος είδε τον εαυτό του στον καθρέφτη
κι
ύστερα κοίταξε βαθιά στο χρόνο,
μέχρι
τη γέννηση του Σύμπαντος,
κάθε
φιλοσοφία κατέρρευσε
και
κάθε στοχασμός υψιπετής αποκαλύφθηκε παιδαριώδης,
διότι
ήδη μάθαμε
πως
είμαστε τυχαία προϊόντα ενός τυχαίου δημιουργήματος
και
πως αγόμαστε, φερόμαστε
όπως
το κύμα της θαλάσσης,
άβουλα
ανδρείκελα υπακούοντα σε χημικές ενώσεις
εντός
του σώματός μας
που
νομίζουμε
πως
έχουμε ευθύνη των σκέψεων και των πράξεών μας,
άρα
πως είμαστε κάτι το αξιομνημόνευτο,
κάτι
σημαίνον τέλος πάντων
και
το χειρότερο δεν είναι αυτό,
είναι
πως έχει δίκιο η Εκκλησία,
όταν
κατευοδώνει το νεκρό με λόγια σαν κι αυτά:
«Πάντα σκιὰς ἀσθενέστερα,
πάντα ὀνείρων ἀπατηλότερα.
μία ῥοπὴ καὶ ταῦτα πάντα θάνατος διαδέχεται».