Πρόσωπα: Σιμόν, Ιρένε, Ερνέστος.
(Η
ΣΙΜΟΝ τής ρίχνει μια ματιά, μετά γυρνά πάλι στον ΕΡΝΕΣΤΟ):
Πάντως
η μεγάλη ντίβα της εποχής ήταν η Κάλας.
Συνέχεια έγραφαν γι αυτήν οι εφημερίδες.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Α,
η Κάλας!
ΣΙΜΟΝ:
Η
μαμά τη μισούσε. Δεν μπορούσε να χωνέψει ότι είχε παραπετάξει τη μητέρα της.
(Παύση.)
ΣΙΜΟΝ:
Εμένα
όμως μου άρεσε, με θάμπωνε η ζωή της, η δόξα της. Μόνο που δεν την είχα ακούσει
ποτέ να τραγουδά.
ΙΡΕΝΕ (από το βάθος):
Μισούσε
τη μητέρα της! Πώς είναι δυνατόν να
μισεί κάποιος τη μητέρα του; Η Κάλας μέσα στη χλιδή και τα πλούτη και η μάνα
της στην αφάνεια. Αχάριστη γυναίκα, άπονη!
(Παύση.)
Η
μαμά δεν τη χώνευε. Είχε εγκαταλείψει και το σύζυγό της και τα είχε μπλέξει με
τον Ωνάση… Ερνέστο, πώς τον έλεγαν αυτό
το σύζυγο; Ιταλός ήταν.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Μενεγκίνι.
ΣΙΜΟΝ:
Ναι,
Μενεγκίνι. Γέρος κι άσχημος. Ο Ωνάσης είχε γοητεία.
ΙΡΕΝΕ
( από το βάθος):
Χωρίς
το Μενεγκίνι κανείς σήμερα δεν θα ήξερε την Κάλας. Αυτός ήταν που την ανέδειξε.
Εγκατέλειψε τον ευεργέτη της. Τον πρόδωσε. Όπως πρόδωσε και τη μητέρα της.
ΣΙΜΟΝ
(την αγνοεί):
Πάρτι
και δεξιώσεις στη «Χριστίνα», χλιδή, πλούτος, δόξα. Μας τρέλαιναν οι φυλλάδες
στις περιγραφές… Η μαμά έκανε όνειρα, ήθελε τόσο πολύ να είναι ανάμεσά τους.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Είχε θαμπωθεί μ’ όλα αυτά που διάβαζε.
ΣΙΜΟΝ:
Αλλά
πώς μπορούσε να γίνει αυτό; Ήταν αδύνατο. Μόνο να ονειρεύεται μπορούσε.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Έκανε
όνειρα και για σένα.
(Η
ΙΡΕΝΕ αφήνει ένα ηχηρό γέλιο.)
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Ήθελε
να ανέβεις ψηλά. Μαζί σου θα ανέβαινε κι
αυτή.
(Η
ΙΡΕΝΕ ξαναγελά.)
ΣΙΜΟΝ:
Η
Κάλας πέθανε μόνη στα πενήντα τέσσερα
χρόνια της. Ο Ωνάσης πρώτα κήδεψε το μοναχογιό του και μετά πέθανε κι αυτός. Τίποτα δεν έχει απομείνει από κείνη
την εποχή εκτός από μια χοντρή, γερασμένη Μπριζίτ Μπαρντό.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Άλλα
είδωλα σήμερα, άλλες ματαιότητες.
(Παύση.)
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Όλα
παρέρχονται.
ΙΡΕΝΕ
(από το βάθος):
Μόνο
οι Αρχές δεν παρέρχονται.
(Σιωπή.)
ΣΙΜΟΝ
( σηκώνεται):
Πάω
να φτιάξω καφέ.
(Βγαίνει
από το σαλόνι.)
ΙΡΕΝΕ (έρχεται κοντά στον ΕΡΝΕΣΤΟ):
Καλά
τα κατάφερες, Ερνέστο.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ
( σοβαρά):
Δεν
της είπα τίποτα που να μην το πίστευα. Η Σιμόν δεν είχε καμιά δουλειά μ’ αυτή
την αμόρφωτη. Πρέπει να κρατά τη θέση της.
ΙΡΕΝΕ:
Αυτή
τη μεγαλομανία να μην είχες μόνο…
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Δεν
είναι μεγαλομανία. Η Σιμόν έχει αξία.
ΙΡΕΝΕ
( κάνει μια κίνηση εκνευρισμού):
Τέλος
πάντων, δεν θα διαπληκτιστούμε τώρα μεταξύ μας.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ
(απότομα):
Δεν
θα την αφήσω εγώ να συναναστρέφεται με κατώτερους, να χάνει τον πολύτιμο χρόνο
της. Όλοι αυτοί πρέπει να φύγουν από τη μέση. Να την αφήσουν ήσυχη.
ΙΡΕΝΕ
( βαριεστημένα):
Καλά,
καλά...
(Ρίχνει
μια ματιά κατά την πόρτα):
Σημασία
έχει ότι δεν ακυρώθηκε η τιμωρία. Έχουμε πολλά ακόμα να διευκρινίσουμε.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ
( αλλάζοντας τόνο):
Κι
εσύ δείξε μια αυτοσυγκράτηση. Μην είσαι
τόσο επιθετική. Μερικές φορές το
παρατραβάς. Την άλλη φορά είδες τι έγινε.
ΙΡΕΝΕ:
Τι
έγινε, τίποτα δεν έγινε.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Πώς
δεν έγινε, ξέχασες; Η Σιμόν τρόμαξε και μας πάγωσε αμέσως. Πέρασαν μήνες για να
μας ξεπαγώσει. Και τώρα η πλάτη της είναι χάλια. Δεν προσέχεις καθόλου μερικές
φορές.
ΙΡΕΝΕ:
Θα
της περάσει. Σε λίγες μέρες θα είναι εντάξει.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Συγκρατήσου
λίγο εν πάση περιπτώσει.
ΙΡΕΝΕ:
Δεν
χρειάζομαι συμβουλές. Στο κάτω-κάτω εγώ
ό,τι κάνω, το κάνω για το καλό της. Εσύ, ό,τι φτιάχνω, το χαλάς με τη
μεγαλομανία σου. Τη βομβαρδίζεις με ιδέες μεγαλείου και μετά αρνείται να
υπακούσει, είναι γεμάτη αλαζονεία.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Μ’
αυτές τις ιδέες είναι που η Σιμόν κρατιέται μακριά από τους άλλους.
ΙΡΕΝΕ:
Εμένα
μου λες; Τη φουσκώνεις καλά καλά με τις
φανφάρες σου, «Είσαι σπουδαία, Σιμόν! Είσαι μεγάλη! Κανείς δεν σε φτάνει
εσένα!» Και μετά αυτή πάει με τον
ψυκτικό και διαπομπεύεται. Και πιο παλιά με το παιδί του χασάπη. Και πιο παλιά
με κείνο τον οικογενειακό φίλο, εκείνο το σάτυρο.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ
(κάνει μια χειρονομία αγανάκτησης):
Ουφ,
σταμάτα πια!
ΙΡΕΝΕ:
Και
με τον παντρεμένο επαρχιώτη, τον αναλφάβητο, που δεν ήξερε να βάλει την
υπογραφή του. Και με κείνο το μαθητή.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ
( ενοχλημένος):
Περσινά
ξινά σταφύλια. Ο μαθητής είναι τώρα σαράντα χρονών.
ΙΡΕΝΕ:
Άστα
αυτά, Ερνέστο. Εδώ πρόκειται για έκφυλη
συμπεριφορά και πρέπει κάποτε να σταματήσει.
Μεγάλωσε, δεν είναι πια κοριτσάκι. Γίνεται γελοία με τα καμώματά της.
(Πηγαινοέρχεται
εκνευρισμένη):
Τόσο
ανίκανη να βρει κάποιον της σειράς της, τόσο ανίκανη!
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Κανείς
δεν ταιριάζει στη Σιμόν.
ΙΡΕΝΕ:
Αυτά
της λες και μετά αυτή πάει και διασύρεται με τους αλήτες. (Κάθεται στον καναπέ) Η
μόνη λύση είναι να την κρατάμε εδώ μέσα. Όσο μένει μέσα, είναι ήσυχη. Όταν
βγαίνει, δεν ξέρεις τι μπορεί να κάνει. Μη μας φέρει καμιά μέρα και κανένα
μετανάστη, κανένα αλβανό. Φαντάζεσαι να μας φέρει έναν αλβανό; Ή κανένα ρώσο
μαφιόζο, κανένα βούλγαρο ή δεν ξέρω τι.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Πάψε,
μη λες κουταμάρες. Ποτέ δεν θα έκανε κάτι τέτοιο η Σιμόν.
ΙΡΕΝΕ:
Ξέχασες το ρωσοπόντιο;
(Ο
ΕΡΝΕΣΤΟΣ σωπαίνει).
ΙΡΕΝΕ:
Ευτυχώς
δεν κράτησε πολύ εκείνο το ειδύλλιο.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Κανένα
ειδύλλιο της Σιμόν δεν κρατά πολύ.
ΙΡΕΝΕ:
Από
την άλλη όμως διασύρεται, στιγματίζεται.
(Μένουν
σιωπηλοί.)
ΙΡΕΝΕ:
Θα
γίνει κι άλλη ανάκριση σήμερα. Δεν μας τα είπε όλα για τον ψυκτικό.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Πρόσεξε
πώς θα το κάνεις.
ΙΡΕΝΕ:
Ξέρω.
ΕΡΝΕΣΤΟΣ:
Αν
την τρομάξεις, θα μας παγώσει.
ΙΡΕΝΕ:
Δεν
θα κάνει τίποτα. Αφού έμεινε μέσα, σημαίνει πως περιμένει την ανάκριση. Δεν
είδες που αρνήθηκε να με παγώσει, όση ώρα μιλούσατε; Το’ χει στο μυαλό της. Το
περιμένει. (Χαμογελά μοχθηρά) Καλό κορίτσι, Σιμόν! Καλό κορίτσι! (Αλλάζει ύφος,
σοβαρεύεται απότομα) Πάω να φέρω το ποινολόγιο. (Βγαίνει από το δωμάτιο).
«ΣΙΜΟΝ», θεατρικό έργο σε τρεις
πράξεις. Εκδόσεις Μανδραγόρας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου