1/5/14

Η κατοικία της Καλυψώς






Στο ε της Οδύσσειας, στους στίχους 59-73, ο Όμηρος μάς περιγράφει την μαγευτική κατοικία της Καλυψώς στο νησί Ωγυγία.

Ο Ερμής  έρχεται για να  ανακοινώσει στην Καλυψώ την απόφαση των θεών, ότι πρέπει να αφήσει τον Οδυσσέα να επιστρέψει στην πατρίδα του. Φτάνει στη σπηλιά, όπου κατοικεί η θεά, και παρατηρεί το τοπίο με θαυμασμό. 
(Η μεταφορά των στίχων στα νέα ελληνικά είναι δική μου).


Φωτιά μεγάλη έκαιγε στο τζάκι
κι η μυρωδιά ευώδιαζε από μακριά
σε όλο το νησί
της μοσχομυρισμένης θούγιας
και του κέδρου του καλόσχιστου
που καίγονταν.

Κι εκείνη μέσα στη σπηλιά
με την ωραία φωνή της τραγουδώντας
στον αργαλειό καθόταν
και με χρυσή σαΐτα ύφαινε.

Και γύρω απ’ τη σπηλιά
φούντωνε άλσος θαλερό
από σκλήθρες κι από σκούρες λεύκες
κι από μυρωδάτα κυπαρίσσια.

Εκεί μακρόφτερα πουλιά
είχανε στήσει τις φωλιές τους,
γεράκια, κουκουβάγιες
και θαλασσινές μακρόγλωσσες κουρούνες
που όλη μέρα τριγυρνούν στις παραλίες.

Και γύρω απ’ τη βαθουλωτή σπηλιά
κληματαριά ήταν απλωμένη
γεμάτη με σταφύλια
κι έτρεχε γάργαρο νερό από κρήνες
τέσσερις στη σειρά
η μια κοντά στην άλλη
με στόματα στραμμένα
το καθένα αλλού.

Κι έθαλλαν γύρω-γύρω
λιβάδια χλοερά
από βιολέτες
κι από πετροσέλινα.



Πυρ μεν επ’ εσχαρόφιν μέγα καίετο, τηλόθι δ’ οδμή
κέδρου τ’ ευκεάτοιο θύου τ’ ανά νήσον οδώδει
δαιομένων, η δ’ ένδον αοιδιάουσ’ οπί καλή,
ιστόν εποιχομένη χρυσείη κερκίδ’  ύφαινεν.
Ύλη δε σπέος αμφί πεφύκει τηλεθόωσα,
κλήθρη τ’ αίγειρός τε και ευώδης κυπάρισσος.
Ένθα δε τ’ όρνιθες τανυσίπτεροι ευνάζοντο,
σκώπες τ’ ίρηκές τε τανύγλωσσοί τε κορώναι
εινάλιαι, τησίντε θαλάσσια έργα μέμηλεν.
Η δ’ αυτού τετάνυστο περί σπείους γλαφυροίο
ημερίς ηβώωσα, τεθήλει δε σταφυλήσιν,
κρήναι δ’ εξείης πίσυρες ρέον ύδατι λευκώ,
πλησίαι αλλήλων, τετραμμέναι άλλυδις άλλη.
Αμφί δε λειμώνες μαλακοί ίου ιδέ σελίνου
θήλεον.


Αυτό το ειδυλλιακό αρχέγονο τοπίο προκαλεί το θαυμασμό του θεού Ερμή αλλά και των αναγνωστών της Οδύσσειας εδώ και πάνω από δυόμιση χιλιάδες χρόνια.

Ποια είναι η κρυφή γοητεία του; Ας κάνουμε μια προσπάθεια να τη μαντέψουμε ελέγχοντας ένα-ένα τα στοιχεία που συνθέτουν το τοπίο, αφού πρώτα σημειώσουμε ότι εδώ η φύση είναι ανέγγιχτη από το χέρι του ανθρώπου.  Δεν υπάρχουν καλλιεργημένοι κήποι ούτε αγροί σπαρμένοι.  Όλα είναι γοητευτικά πρωτόγονα.

Η σπηλιά. Είναι η πρώτη κατοικία του ανθρώπου. Ένας φυσικός χώρος που  προστατεύει από τους κινδύνους, τα άγρια θηρία, την παγωνιά. Εδώ μαζεύεται η ομάδα μετά τις περιπέτειες της ημέρας, εδώ ψήνεται το θήραμα που θα κατασιγάσει την πείνα τους, εδώ το αρσενικό θα σμίξει με το θηλυκό πάνω στις μαλακές, ζεστές γούνες των σκοτωμένων θηρίων, εδώ η γυναίκα θα γεννήσει τα παιδιά της, εδώ τα παιδιά θα μείνουν προφυλαγμένα, όσο ακόμα είναι μικρά. Η σπηλιά έχει μια ανεξήγητη μαγεία, μια γοητεία που δεν θα έχει ποτέ το χτισμένο σπίτι. Είναι η πρώτη φωλιά του ανθρώπου.

Η φωτιά στο τζάκι. Πάντα το αναμμένο τζάκι δημιουργεί μια αίσθηση θαλπωρής. Ο χώρος γύρω γίνεται «το σπιτικό», οι άνθρωποι μαζεύονται κοντά στη φωτιά, χαλαρώνουν, συζητούν, λαγοκοιμούνται μέσα στη γλυκιά ζέστη. Έτσι έζησαν οι πρόγονοί μας για χιλιάδες χρόνια κι εμείς σήμερα που μέσα μας κουβαλάμε το παρελθόν του είδους μας εξακολουθούμε να αναζητούμε τη θαλπωρή του αναμμένου τζακιού. Εδώ η θαλπωρή αυτή συνδυάζεται με την ευωδία, καθώς τα ξύλα που καίγονται αφήνουν μια ευχάριστη μυρωδιά που απλώνεται σε όλο το νησί: κέδρος ευκέατος (κέδρος που εύκολα σκίζεται σε μικρότερα κομμάτια) και θύον (δέντρο που αφήνει άρωμα , καθώς καίγεται).

Η γυναίκα στον αργαλειό. Εικόνα γαλήνης και λανθάνουσας ερωτικής επιθυμίας: μια όμορφη γυναίκα υφαίνει ανέμελα στον αργαλειό και τραγουδά. Ο άντρας που στέκεται απέξω (ο Ερμής ή ο αναγνώστης) ρουφά με ευδαιμονία τη μυρωδιά των ξύλων που καίγονται στο τζάκι  και με ευδαιμονία ακούει το όμορφο τραγούδι της γυναίκας. Διαισθάνεται πως εδώ υπάρχει κάτι που λέγεται «ευτυχία». Και μια επιπλέον πινελιά που μας θυμίζει ότι ζούμε το παραμύθι: η γυναίκα υφαίνει με χρυσή σαΐτα.




Το άλσος, τα πουλιά. Πυκνά και θαλερά δέντρα περιβάλλουν τη σπηλιά, σκλήθρες, λεύκες και κυπαρίσσια κι εκεί στα κλαδιά τους φωλιάζουν γεράκια, κουρούνες, κουκουβάγιες. Η φύση μακριά από την ανθρώπινη παρέμβαση είναι στην καλύτερη στιγμή της, φυτά και ζωντανά όλα στην ακμή τους. Και μολονότι ο ποιητής δεν μας το λέει, εμείς μπορούμε να φανταστούμε τους ήχους από τα φτερουγίσματα και τα κρωξίματα των πουλιών, την αίσθηση δηλαδή μιας δραστήριας ζωής, γεμάτης υγεία.


Η κληματαριά.  Μια νεαρή κληματαριά (ηβώωσα) , στην ακμή της δηλαδή κι αυτή, σκεπάζει τη σπηλιά. Είναι φορτωμένη σταφύλια. Έτσι το ειρηνικό τοπίο συμπληρώνεται. Η φύση χαίρεται τον εαυτό της και μεταδίδει στον παρατηρητή αυτή την καθαρά ζωική, ενστικτώδη χαρά.

Οι τέσσερις κρήνες.  Από ένα τέτοιο μικρό παράδεισο δεν μπορεί να λείπει το νερό. Άφθονο, λαγαρό, καθάριο, δροσερό νερό, στοιχείο της φύσης κι αυτό, νερό ζωογόνο για τα φυτά και τα πουλιά και τους ανθρώπους που ζουν κοντά του.  Μπορούμε να φανταστούμε κι εδώ τον ήχο του νερού που χύνεται από τις κρήνες και τρέχει προς τις τέσσερις διαφορετικές κατευθύνσεις.

Τα λιβάδια. Λίγο πιο πέρα απλώνονται τα καταπράσινα λιβάδια σπαρμένα από βιολέτες και πετροσέλινα. Σιωπηλά, ακίνητα, μακάρια και μισοκοιμισμένα κάτω από το ζεστό φως του ήλιου.



Η φύση έχει εδώ λοιπόν τον κυρίαρχο ρόλο, είναι μια φύση ήρεμη, όμορφη, παραδεισένια – έχουν και οι Έλληνες τον τρόπο τους να περιγράψουν τον Παράδεισο. Ο άνθρωπος σ’ αυτό εδώ το τοπίο ζει αρμονικά μαζί της επεμβαίνοντας ελάχιστα με τις δικές του κατασκευές: τον αργαλειό με τη χρυσή σαΐτα και το τζάκι. Αυτά τα δύο είναι αρχέγονα πολιτισμικά στοιχεία που η αναφορά τους ανασύρει από το υποσυνείδητό μας ένα γλυκό και ασαφές συναίσθημα νοσταλγίας για μια χαμένη για πάντα ευτυχισμένη εποχή.

Τίποτα δεν συμβαίνει εδώ. Όλα υπάρχουν σε μια υπέροχη ακινησία, σε μια καθημερινή επανάληψη ευτυχισμένων ημερών. Η ίδια η Καλυψώ, θεά πανέμορφη, είναι η εγγύηση αυτής της ευτυχίας: αθάνατη καθώς είναι υπόσχεται την αθανασία του ευτυχισμένου τοπίου. Όλα θα συνεχίσουν να είναι έτσι, όμορφα, ειρηνικά και ανέμελα.

Όμως ο αναγνώστης ξέρει ότι αυτή την ευτυχία ο Οδυσσέας την έχει ήδη βαρεθεί. Επειδή ξέρει, όπως ακριβώς και ο ποιητής της Οδύσσειας, ότι δεν είναι στα μέτρα του ανθρώπου η αδιάκοπη ευδαιμονία. Ότι η πραγματική ζωή είναι αλλού.

Το ευτυχισμένο τοπίο αναδύεται λοιπόν για μια στιγμή από τα βάθη της ανθρώπινης μνήμης, αλλά σύντομα θα καταδυθεί ξανά στο σκοτάδι. Εξάλλου σε ένα τέτοιο ακίνητο κόσμο πώς να υπάρξει δράση και στη συνέχεια αφήγηση της δράσης, δηλαδή ποίηση;



Δημοσιεύτηκε στην Βιβλιοθήκη:

2 σχόλια:

Σκιά είπε...

Συγχαρητήρια για την ανάρτηση και την έξοχη ερμηνεία!!!


Καίτη Βασιλάκου είπε...

Καλημέρα, Αλέξανδρε.