Εμείς,
όσοι τέλος πάντων δηλώνουμε κανονικοί, ζούμε περίπου όμοια, κάνουμε πάνω κάτω
τα ίδια πράγματα, σκεφτόμαστε κατά κανόνα με τον ίδιο τρόπο, έχουμε λίγο πολύ
τις ίδιες επιθυμίες, τις ίδιες ή παρόμοιες αξίες, παρόμοιες πίστεις, παρόμοιες
προσδοκίες, με λίγα λόγια κινούμαστε στο ίδιο ευρύ πλαίσιο που μας επιτρέπει να
συνδυάζουμε γνωστές τάσεις, κλίσεις,
αδυναμίες, ταλέντα, ιδέες, πάθη, ελαττώματα και δεξιότητες με ένα προσωπικό
τρόπο, ώστε να έχουμε τη διακριτή ταυτότητά μας.
Ζώντας
μέσα σε μια κοινωνία παρόμοιων ανθρώπων νιώθουμε σχετικά ασφαλείς, επειδή
συναναστρεφόμαστε ανθρώπους που κατανοούμε τη συμπεριφορά τους, άσχετα αν την
εγκρίνουμε ή όχι, κι ακόμα αναγνωρίζουμε όσους αποτελούν κίνδυνο για μας και τους αποφεύγουμε. Αναγνωρίζουμε επίσης
όσους ακολουθούν ιδέες ή αξίες που δεν είναι οι δικές μας και ξέρουμε πώς να
τους αντιμετωπίσουμε. Τέλος
αναγνωρίζουμε όσους κινούνται στα όρια του ευρέως κοινωνικού πλαισίου,
στο οποίο όλοι εμείς ζούμε, όπως είναι αυτοί που χαρακτηρίζονται τρελοί, δολοφόνοι ή τρομοκράτες, και έχουμε
εξοικειωθεί με τη συμπεριφορά τους, μολονότι δεν την αποδεχόμαστε.
Καμιά
φορά όμως κάποιος από μας κάνει κάτι που είναι εντελώς έξω από το γνωστό
πλαίσιο. Σ’ αυτή την περίπτωση νιώθουμε εκτεθειμένοι σε κάτι που αδυνατούμε να
καταλάβουμε και στεκόμαστε σαστισμένοι και ανατριχιασμένοι. Αυτό που έχει γίνει
δεν μοιάζει με ανθρώπινο. Είναι σαν να άνοιξε ξαφνικά σε ένα τοίχο μια πόρτα
που ως τώρα ήταν αόρατη και μπήκε στον κόσμο μας ένα κομμάτι από ένα κόσμο
αλλότριο.
Η
ψυχή, αυτό το ρευστό, θολό πράγμα που σαλεύει μέσα μας και κρατά κρυφές τις πιο
σκοτεινές πλευρές του, μας επιφυλάσσει μερικές φορές πολύ δυσάρεστες εκπλήξεις.
Καμιά φορά μάς φανερώνεται σε αποτρόπαια όνειρα που την άλλη μέρα μάς κάνουν να
νιώθουμε απαίσια. Συνήθως όμως μένει κρυμμένη σαν χταπόδι στα λαγούμια του και
μόνο κανένα πλοκάμι μπορεί να είναι ορατό.
Αυτό
το φοβερό χταπόδι κουβαλά μια αρχέγονη μνήμη, μια πρωτόγονη και απάνθρωπη φύση
που ο πολιτισμός την έχτισε στα θεμέλιά του, όπως τη γυναίκα του πρωτομάστορα
στο γεφύρι της Άρτας. Το γεφύρι είναι όμορφο, αλλά, αν κάποιος στήσει το αυτί
του, θα ακούσει να έρχονται από κάπου βαθιά οι κραυγές της θυσιασμένης
γυναίκας. Έτσι ακριβώς και ο πολιτισμός: δημιούργησε ευγενικές ιδέες και αξίες
που όμως έχουν θεμελιωθεί σε μια φύση άγρια και σκληρή. Αυτή η φύση είναι τα
θεμέλιά μας.
Η φύση, η ψυχή μας, το χταπόδι, όπως θέλετε πείτε το, παραμένει ζωντανό κάτω από τόνους πολιτισμικού φορτίου. Κάποια στιγμή, αν βρει μια δίοδο ανοιχτή, θα ξεχυθεί προς τα έξω. Τότε ο άνθρωπος, ο πολιτισμένος άνθρωπος, θα κάνει πράξεις ακατανόητες. Θα γίνει ενεργούμενο άλλων δυνάμεων που δεν μπορεί να χειραγωγήσει με τη λογική του. Ο ίδιος αργότερα μπορεί να ομολογήσει με ειλικρίνεια: «Δεν ξέρω πώς συνέβη. Δεν θυμάμαι τίποτα».
Δεν
είναι πάντως καθόλου εύκολο να τον δούμε με κατανόηση και με συμπάθεια. Ο
άνθρωπος αυτός έχει βγει από το πλαίσιο, έχει κάνει κάτι που δεν το
αναγνωρίζουμε ως ανθρώπινη πράξη. Στη σκέψη μας είναι κάτι σαν άλιεν.
Οπωσδήποτε
αυτός ο άνθρωπος δεν μπορεί να συνεχίσει να ζει ανάμεσά μας. Εμείς, οι εντός
πλαισίου, ακολουθούμε σιωπηρά τη σύμβαση
που έχουν υπογράψει οι προηγούμενοι από μας και στην οποία κάθε νέα γενιά
προσθέτει μερικά άρθρα ακόμα που κάνουν την ανθρώπινη ζωή ακόμα πιο ανθρώπινη.
Όσοι δεν συμφωνούν, όσοι πισωγυρίζουν σε πράξεις σκληρές και απάνθρωπες, πρέπει
να απομονωθούν. Γι’ αυτό υπάρχουν τα κάθε λογής ιδρύματα, οι φυλακές, τα
αναμορφωτήρια, τα ψυχιατρεία. Εκεί θα μείνουν αυτοί, όσο χρειαστεί, κι αν
χρειαστεί, θα μείνουν για πάντα.
Αυτές
περίπου τις σκέψεις έκανα – για άλλη μια φορά – όταν διάβασα στις εφημερίδες
για τα δύο εκείνα άτομα που το ένα προσφέρθηκε να φαγωθεί και το άλλο
προσφέρθηκε να το φάει.
Εγκλήματα
κάθε λογής ταλαιπωρούν την κοινωνία μας και πάνω κάτω είναι παρόμοια: φόνοι για
λόγους ερωτικού πάθους, εκδίκησης, απληστίας, φθόνου. Όμως τέτοιες πράξεις σαν
αυτή που διέπραξαν τα δύο εκείνα άτομα είναι εξαιρετικά σπάνιες.
Η
ανθρωποφαγία είναι ταμπού στην ανθρώπινη κοινωνία εδώ και χιλιάδες χρόνια. Η
ίδια η φύση δεν τη θέλει και γι’ αυτό όσοι στα πολύ μακρινά χρόνια το έκαναν, αρρώσταιναν. Όπως και η αιμομιξία, η ανθρωποφαγία προκαλεί
αρρώστιες και αυτός είναι ο πρώτος λόγος που ο άνθρωπος, όταν το κατάλαβε, την
απαγόρευσε στον εαυτό του. Στη συνέχεια προστέθηκαν και οι ανθρωπιστικές αξίες
και η ανθρωποφαγία έγινε απροσπέλαστο ταμπού.
Βέβαια,
αν κάποιοι βρεθούν σε ειδικές συνθήκες και απειλούνται με θάνατο από πείνα,
ενδέχεται να παραβιάσουν αυτό το ταμπού. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορεί εμείς
οι υπόλοιποι να νιώθουμε φρίκη, όμως δικαιολογούμε τους δράστες. Επειδή η
επιβίωση είναι ο υπ’ αριθμόν ένα νόμος της φύσης.
Κάποιες
εξαιρετικά καθυστερημένες κοινωνίες στην Αφρική εξακολουθούν να ασκούν τον
κανιβαλισμό για τελετουργικούς, μαγικούς λόγους. Εδώ το μόνο που μπορούμε να
κάνουμε είναι να προσπαθήσουμε να αποκολλήσουμε, όσο μας είναι δυνατό, αυτές
τις κοινωνίες από τις παλαιολιθικές τους παραδόσεις.
Στο
περιστατικό της ανθρωποφαγίας που απασχόλησε προ μηνών τον τύπο, η φρίκη μας
εστιάστηκε κυρίως στον ανθρωποφάγο που σκότωσε και έφαγε τα μέλη ενός άλλου
άνδρα. Πώς είναι δυνατό να κάνει ένας πολιτισμένος άνθρωπος κάτι τέτοιο, χωρίς
να συντρέχει λόγος λιμοκτονίας; Αλλά ούτε και για κάποια ηλίθια μαγική τελετή
επρόκειτο εδώ. Στη συγκεκριμένη περίπτωση ο κανίβαλος ήθελε απλώς να φάει έναν άλλο άνθρωπο.
Πού
τον βρήκε;
Τον
βρήκε σε ένα chat room, όπου διάφοροι ψυχικά άρρωστοι μαζεύονται και
ανταλλάσσουν τέτοιες άρρωστες ιδέες. Μαζεύονται εκεί οι κανίβαλοι, αλλά
μαζεύονται και κάποιοι άλλοι ακόμα πιο άρρωστοι που ψάχνουν κανίβαλους. Αυτοί
οι άνθρωποι θέλουν να φαγωθούν.
Η
γνωριμία έγινε λοιπόν στο chat room, ακολούθησε το σχετικό φλερτ (αναρωτιέμαι τι μορφής να ήταν),
ανταλλάχθηκαν οι φαντασιώσεις των συμβαλλομένων και στη συνέχεια ανταλλάχθηκαν
μέιλ, SMS και τηλεφωνήματα. Ορίστηκε η συνάντηση και ακολούθησε η τερατώδης πράξη.
Μάρτυρες
που εξετάστηκαν από την αστυνομία αποκάλυψαν ότι το λεγόμενο «θύμα» ( δεν ξέρω,
αν είναι σωστός ο χαρακτηρισμός, προσωπικά θα τον έλεγα «δράστη Β΄») από νέος
ακόμα είχε τη φαντασίωση ότι τον σκότωνε κάποιος και τον καταβρόχθιζε.
Οι
δράστες Α΄ και Β΄ δεν ανήκαν στον υπόκοσμο, ήταν «καθημερινοί» άνθρωποι, ζούσαν
δηλαδή εντός του πλαισίου και εργάζονταν, ο μεν δράστης Α΄ ως αστυνομικός, ο δε
δράστης Β΄ ως σύμβουλος επιχειρήσεων. Ο πρώτος είναι 55 χρονών, ο δεύτερος ήταν
59.
Ο
δράστης Α΄ φαίνεται στα μάτια μας αποκρουστικός και ακραία νοσηρός. Όμως ακόμα
πιο ακραία νοσηρός είναι ο δράστης Β΄ που συνήθως τον ξεχνάμε και τον
ονομάζουμε θύμα, ενώ δεν είναι. Ο φόνος και στη συνέχεια η προσβολή του νεκρού
είναι ασφαλώς απάνθρωπη πράξη. Η άλλη πράξη όμως, αυτή που ο δράστης Β΄ παρακινεί το δράστη Α΄ να τον
σκοτώσει και να τον φάει, τι είναι; Κατά τη γνώμη μου εδώ πρόκειται για
παρακίνηση σε φόνο και για ηθική αυτουργία σε φόνο.
Αν
παραδείγματος χάριν η αστυνομία έχοντας κάποιες πληροφορίες συνελάμβανε τους δύο άνδρες λίγες στιγμές πριν
το φόνο, με ποιες κατηγορίες θα τους περνούσε τις χειροπέδες; Στο δράστη Α΄ η
κατηγορία θα ήταν απόπειρα φόνου και πρόθεση κανιβαλισμού. Αλλά θα άφηνε
ελεύθερο το δράστη Β΄ θεωρώντας τον θύμα; Το «θύμα» από την άλλη κιόλας μέρας
θα έψαχνε να βρει τον επόμενο θύτη του. Θα τον έψαχνε με τόση επιμονή, ώστε
τελικά μάλλον θα έπειθε κάποιον ανισόρροπο - που ίσως και να μην είχε τέτοιες
προθέσεις - να το κάνει. Ο δράστης Β΄ είναι κατά τη γνώμη μου το ίδιο ένοχος
όσο και ο δράστης Α΄ και πολύ πιο βαριά άρρωστος από αυτόν.
Εκτός
από αυτό το πρόσφατο περιστατικό, άλλη μια φορά απασχολήθηκε ο τύπος με το ίδιο
ακριβώς θέμα πριν δώδεκα χρόνια. Ο κανίβαλος βρήκε την τροφή του πάλι μέσω
διαδικτύου. Την ήθελε μάλιστα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά. Η αγγελία που
δημοσίευσε το 1999 ήταν σαφής: «Ψάχνω άνδρα 18-30 χρονών για να τον σφάξω».
Κάποιοι πρόθυμοι που εμφανίστηκαν απορρίφθηκαν, επειδή δεν πληρούσαν τις
προϋποθέσεις. Τελικά βρέθηκε ο κατάλληλος δύο χρόνια αργότερα. Όλα έγιναν με τη
συγκατάθεσή του. Ο δράστης Α΄ τα κατέγραψε σε φιλμ, ώστε η αστυνομία αργότερα
να μην έχει την παραμικρή αμφιβολία. Ο δράστης Β΄ ήταν μηχανικός, 43 ετών.
Και
στις δύο περιπτώσεις τα κίνητρα ήταν καθαρά σεξουαλικά. Για κάποιους ο κανιβαλισμός είναι μέρος των
φαντασιώσεών τους, αλλά μόνο σε εξαιρετικά ακραίες περιπτώσεις, όπως σε αυτές
τις δύο που αναφέραμε, η φαντασίωση αυτή γίνεται πράξη.
Αν
νιώθουμε φρίκη για τους ανθρωποφάγους, τι πρέπει άραγε να νιώσουμε γι’ αυτούς που θέλουν να τους φάνε οι
ανθρωποφάγοι; Εδώ σταματά το ανθρώπινο μυαλό.
Το
χταπόδι σ’ αυτές τις περιπτώσεις έχει βγει ολόκληρο από το λαγούμι του, έχει
βρει ένα δρόμο που οδηγεί στην επιφάνεια και ξεβράζεται ως προϊστορικό τέρας
στην ακτή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου