Μοιάζουμε
άραγε με το Θεό; Ή, για να το πω κι αλλιώς, μοιάζει ο Θεός με μας;
Η
απάντηση για ένα χριστιανό είναι αυτονόητη: ναι, μοιάζουμε, γιατί μας έφτιαξε
κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωση. Φαντάζομαι ότι και στις άλλες θρησκείες κάτι
παρόμοιο θα ισχύει.
Μπορεί
να μοιάζουμε, αλλά δεν είμαστε και ολόιδιοι βέβαια. Επειδή εμείς συμβαίνει να
έχουμε και πολλές άλλες ιδιότητες που δεν έχει ο Θεός – κατά τους πιστούς
πάντα. Μας αρέσει παραδείγματος χάριν η καλοπέραση, εκτιμούμε πολύ το χιούμορ
και τρελαινόμαστε να ακούμε ιστορίες. Σκαρώνουμε τραγουδάκια, στιχάκια, χορεύουμε,
ερωτευόμαστε και παίζουμε διάφορα παιχνίδια. Ο πιστός είναι αδύνατον να
φανταστεί το Θεό να χορεύει ή να σκαρώνει στιχάκια. Πολύ περισσότερο δεν μπορεί
να τον φανταστεί να σκάει στα γέλια με ένα καλό ανέκδοτο.
Γιατί
όμως; Γιατί τον φαντάζεται πάντα σοβαρό; Αν δεν τον φαντάζεται σοβαρό, τον
φαντάζεται θυμωμένο με τα καμώματά μας, λες και είμαστε εμείς τα άταχτα παιδιά
και ο Θεός είναι ο πατέρας που θέλει να μας στρώσει. Αν δεν είναι θυμωμένος, τότε
είναι λυπημένος, γιατί δεν φερόμαστε σωστά. Αν δεν είναι λυπημένος, είναι
χαρούμενος, γιατί φερόμαστε σωστά. Μας αγαπά βέβαια πάντα. Και επίσης μας
ελεεί. Και στο σημείο αυτό τελειώνουν οι ομοιότητες.
Αποδώ
και πέρα χωρίζουν οι δρόμοι μας και ο άνθρωπος έχει να επιδείξει πλήθος νέες
ιδιότητες που ο Θεός – κατά τους πιστούς πάντα – δεν έχει.
Παραδείγματος
χάριν ο άνθρωπος είναι φιλάσθενος, δεν είναι άνοσος. Αυτό σημαίνει ότι ο
άνθρωπος κατά τη διάρκεια της σύντομης ζωής του βιώνει εμπειρίες που είναι
άγνωστες στο Θεό. Βιώνει τον πονοκέφαλο και τον πονόδοντο, τον πυρετό, τη
δυσπεψία, τη ζάλη, μια τενοντίτιδα, μια ισχιαλγία, για να αναφέρω τα πιο απλά
και συνηθισμένα.
Βιώνει
την εμπειρία της κατάθλιψης. Της σχιζοφρένειας. Της παραίσθησης. Της αϋπνίας.
Της νευρικότητας. Του άγχους. Την εμπειρία ενός κομμένου δάχτυλου. Την εμπειρία
του να είσαι παράλυτος, τυφλός, κουφός.
Βιώνει
την εμπειρία του πολέμου, της σφαγής, του φανατισμού, της μισαλλοδοξίας.
Βιώνει
την ερωτική ηδονή σε όλες τις παραλλαγές της.
Όλα
αυτά και απειράριθμα άλλα είναι ανθρώπινες εμπειρίες, δική μας
αποκλειστικότητα. Ο Θεός δεν βιώνει τέτοια πράγματα. Μπορεί να τα γνωρίζει,
μπορεί μάλιστα να τα έχει εφεύρει –δεν το ξέρουμε – όμως δεν έχει την εμπειρία
τους. Και αυτό έχει μεγάλη διαφορά. Όπως οι περισσότεροι από μας γνωρίζουμε
λόγου χάριν τι είναι η σχιζοφρένεια, όμως δεν έχουμε την εμπειρία της, έτσι και
ο Θεός, δεν έχει τις αντίστοιχες εμπειρίες, γιατί δεν έχει ανθρώπινο σώμα.
Όταν
λοιπόν, όπως λένε οι πιστοί, θα βρεθούν οι καλοί στον Παράδεισο, θα συμβεί το
εξής αντιφατικό: οι καλοί θα έχουν εμπειρίες που ο Θεός θα γνωρίζει μεν, αλλά
δεν θα έχει δοκιμάσει.
Δεν
είναι παράδοξο;
Ακόμα
και αν δεχθούμε ότι ο Ιησούς ως άνθρωπος δοκίμασε την εμπειρία της ζωής, του
βασανισμού και της σταύρωσης, όμως αμέτρητα είναι αυτά που δεν δοκίμασε. Δεν
είχε την εμπειρία του πένθους χάνοντας ένα παιδί. Δεν είχε την εμπειρία της
ευχαρίστησης γνωρίζοντας τη γυναίκα. Ούτε την εμπειρία της απόλυσης και της
ανεργίας που φέρνει τη δυστυχία σε ένα σπίτι. Ούτε την εμπειρία της μέθης. Ούτε
την εμπειρία της ψύχωσης.
Πώς
λοιπόν θα ανταγωνιστεί τον άνθρωπο που έχασε το παιδί του; Τον άνθρωπο που
αρρώστησε βαριά; Τον άνθρωπο που πέθανε από πείνα ή από δίψα;
Για
να το πω απλά, ο άνθρωπος δοκιμάζει πλήθος εμπειρίες που για το Θεό είναι απλώς
γνώση, όχι όμως βίωμα. Αυτό σημαίνει ότι ο άνθρωπος έχει απείρως πλουσιότερο
εσωτερικό κόσμο από ό,τι ο Θεός – πάντα σύμφωνα με την εικόνα του Θεού που
έχουν οι πιστοί.
Οι
πιστοί μπορεί να λένε ότι ο Θεός είναι παντοδύναμος, πάνσοφος και παντογνώστης,
όμως, όταν μπαίνουν στο ναό για να προσευχηθούν, μπαίνουν με δέος και είναι
σοβαροί, συγκρατημένοι και ίσως φοβισμένοι. Κατ’ αυτούς ο Θεός είναι ένα Ον με
περιορισμένο συναισθηματικό εύρος, με άπειρη αγάπη μεν και άπειρο έλεος αλλά με
πλήρη απουσία άλλων συναισθημάτων που θα έκαναν πιο εύκολη, πιο χαλαρή την
επαφή τους μαζί του.
Παραδείγματος
χάριν ο πιστός δεν μπορεί να καθίσει σταυροπόδι στο στασίδι, ν’ ανοίξει την εφημερίδα του και να
επικοινωνήσει με το Θεό με βάση τα τρέχοντα νέα του κόσμου. Να βάλει τις φωνές για
τον εμφύλιο πόλεμο στη Συρία και να διαμαρτυρηθεί με παρρησία:
-Είναι
πράγματα αυτά που συμβαίνουν εκεί πέρα, Θεέ μου; Τι κάνεις εσύ, γιατί τους
αφήνεις να αλληλοσκοτώνονται;
Ή
να βάλει ένα όμορφο τραγούδι και να κλείσει τα μάτια, να το απολαύσει μαζί με
τον Θεό μέσα στον οίκο του. Ποτέ δεν θα κάνει κάτι τέτοιο, ούτε που το
διανοείται.
Ή
να πει στον Θεό ένα έξυπνο ανέκδοτο που άκουσε τελευταία, γιατί θέλει να
γελάσει μαζί με το Θεό.
Αυτά
όλα είναι αδιανόητα πράγματα.
Ο
Θεός είναι σοβαρός. Είναι πάντα σοβαρός.
Πώς
θα είναι άραγε ο Παράδεισος, αναρωτιέμαι. Αν έχει τόση σοβαρότητα, θα είναι
πολύ πληκτικός.
Μια
άλλη αντιμετώπιση του Θεού είναι αυτή που τον χαρακτηρίζει ακατάληπτο. Αυτή
είναι μια θέση της χριστιανικής εκκλησίας που προσωπικά τη θεωρώ πιο ώριμη.
Ακατάληπτος
Θεός σημαίνει ότι δεν μπορεί ο ανθρώπινος νους να συλλάβει τίποτα απολύτως από
την υπόσταση, τις ιδιότητες, την ουσία του Θεού.
Είναι
τραγικό να σκεφτεί κανείς ότι στα χρόνια τα παλιά οι χριστιανοί
αλληλοσκοτώνονταν, επειδή διαφωνούσαν για την ουσία του τρισυπόστατου Θεού, την
ουσία δηλαδή του Πατέρα, του Υιού και του Αγίου Πνεύματος. Πού την ήξεραν αυτή
την ουσία; Πού τη βρήκαν, πού την είδαν, ποιος τους την είπε; Ό,τι κατέβαζε το ανθρώπινο κεφάλι τους έλεγαν
και κυνηγούσαν όποιον διαφωνούσε με τις δικές τους ιδέες.
Ακατάληπτος
ο Θεός. Που σημαίνει ότι δεν λέμε τίποτα γι’ αυτόν, γιατί δεν ξέρουμε τίποτα
γι’ αυτόν. Όταν όμως λέμε τίποτα, εννοούμε τίποτα. Δεν γνωρίζουμε αν, πόση και
ποιας λογής σοφία έχει. Δεν γνωρίζουμε, αν έχει συναισθήματα και ποια είναι
αυτά. Δεν γνωρίζουμε, αν έχει εμπειρίες και αν αυτές μοιάζουν με τις δικές μας.
Δεν γνωρίζουμε τι αντιπροσωπεύουμε εμείς γι’ αυτόν. Δεν γνωρίζουμε τίποτα.
Επομένως
η πιο φρόνιμη στάση στο θέμα αυτό είναι η σιωπή.
2 σχόλια:
Διαβάζοντας, για μια στιγμή, ένιωσα ανώτερος Του και ταυτόχρονα ένιωσα σαν κάποιος να αποτύπωσε τη σκέψη μου καθώς αυτό σκεφτόμουν τη Δευτέρα. Όντας στη Θεσσαλονίκη, είπα να επισκεφθώ τον ναό του Αγ. Δημητρίου ως μνημείο βυζαντινής αρχιτεκτονικής και ιστορίας. Μόνο που μάλλον μπήκα στο ναό αρκετά ευδιάθετος και με κάμερα στο χέρι. Μετά από επίπληξη σκεφτόμουν γιατί το γέλιο και η εκκλησία δεν ταιριάζουν. Πιστεύω ότι είναι απόρροια εκατοντάδων ετών προσπάθειας να συνδεθεί ο Θεός με το φόβο, με το άγνωστο. Οι ίδιοι οι ναοί στο επιβάλλουν. Δέος, μυσταγωγία, χρώματα, ήχοι και μυρωδιές όλα σε οδηγούν να υποκλιθείς στο μεγαλείο Του και να σιωπήσεις. Γιατί και η σιωπή είναι η καλύτερη έκφραση της σοβαρότητας.
GiVasilo, πολύ ωραίο το σχόλιό σου. Ασφαλώς υπάρχουν στιγμές που αρμόζει να προσεγγίζουμε το Θείο με δέος. Αλλά και η καλή σου, ανάλαφρη διάθεση μπαίνοντας στο ναό είναι επίσης ένας τρόπος προσέγγισης.
Δημοσίευση σχολίου