16/3/13

Χ.Λ.Μπόρχες: "Η κατοικία του Αστερίωνα" (ή η τρομαχτική μοναξιά του διαφορετικού)




Πότε είσαι μόνος;
‘Όταν είναι μόνη η ψυχή σου κι εσύ ανάμεσα σε πλήθη άλλων τριγυρνάς βαρύθυμος, χωρίς να μπορείς να επικοινωνήσεις με μια άλλη ψυχή;
Όταν είσαι ερωτευμένος και η καλή σου δεν σε θέλει ή λείπει μακριά κι εσύ υποφέρεις; 
Όταν οι δεσμοφύλακες σε κλείνουν στην απομόνωση και κάθεσαι εκεί βουβός για μέρες κοιτάζοντας τους τέσσερις τοίχους του κελιού σου;
Πότε είσαι μόνος; Πότε νιώθεις μόνος; Σε πνίγει μήπως η απελπισία; Φοβάσαι μην τρελαθείς; Κλαίς; Γράφεις στίχους για να ξορκίσεις τη μοναξιά σου; Τηλεφωνείς στους φίλους σου κι εκείνοι λείπουν; Νιώθεις αυτό που λένε ψυχικό πόνο;

Μην ανησυχείς. Περνάς μια δύσκολη περίοδο απλώς. Κάποια στιγμή όλα θα ομαλοποιηθούν ξανά, θα βρεις μια αδελφή ψυχή, θα γυρίσει η καλή σου πίσω, οι δεσμοφύλακες θα σε βγάλουν από το απομονωτήριο, οι φίλοι θα απαντήσουν στο τηλέφωνο, θα βγεις στους δρόμους ανάμεσα στα πλήθη και θα περπατήσεις με ανάλαφρη καρδιά, η μοναξιά σου θα έχει τελειώσει.

Εκτός αν είσαι Άλλος. Διαφορετικός. Ανόμοιος. Τότε, παρ’ το απόφαση, θα είσαι μόνος για πάντα. Και θα έχεις μια μοναξιά που δύσκολα περιγράφεται. Μάλλον δεν περιγράφεται καθόλου.

Στο διήγημά του  «Η κατοικία του Αστερίωνα» ο Μπόρχες κατορθώνει να περιγράψει αυτή την απερίγραπτη μοναξιά. Την περιγράφει με τέτοιο αριστοτεχνικό τρόπο, ώστε αν και δεν φαίνεται να εισχωρεί σε βάθος, αν και η περιγραφή δείχνει να στέκεται «απέξω», ο αναγνώστης συστηματικά και μεθοδικά  οδηγείται να βιώσει «από μέσα» ως προσωπική εμπειρία την τραγική μοναξιά του Διαφορετικού.

Η μοναξιά του Διαφορετικού είναι η πιο σπαραχτική μοναξιά που μπορεί να νιώσει ένα ζωντανό πλάσμα. Είναι μια μοναξιά που δεν παίζει με τα συναισθήματα, δεν γράφει ποιηματάκια, δεν κλαίει. Είναι κατάσταση. Όπως είναι η υγεία παραδείγματος χάριν. Ή το να στέκεται όρθιος κανείς. Ή να αναπνέει. Ή να υπάρχει.

Η μοναξιά είναι μέσα στην ύπαρξη, δεν μπορεί να αποβληθεί. Γι’ αυτό και εκείνος που τη φέρει τη βιώνει με φυσικότητα και με απλότητα. Επειδή δεν έχει βιώσει άλλη κατάσταση. Δεν ξέρει πώς είναι να ζει κανείς χωρίς τη μοναξιά. Παράλληλα είναι διαποτισμένος από τη θλίψη της, αλλά κι αυτό το θεωρεί φυσικό. Επειδή δεν μπορεί να φανταστεί πώς είναι η ζωή χωρίς θλίψη. Γι’ αυτό είναι καρτερικός, ήσυχος, ευγενικός.

Καταλαβαίνει βέβαια ότι αυτό που ζει δεν είναι ο κανόνας. Ξέρει ότι οι άλλοι ζουν μαζί, επικοινωνούν, αγγίζονται, έχουν ο ένας τον άλλον, πράγματα που γι’ αυτόν είναι απρόσιτα και απαγορευμένα. Είναι ανάγκη επομένως να κατασκευάσει το μύθο του για να εξηγήσει την αιτία της απομόνωσής του. Είναι διαφορετικός και το ξέρει. Και είναι διαφορετικός, επειδή είναι ανώτερος. Ως ανώτερος και διαφορετικός πρέπει να σταθεί σε απόσταση από τον υπόλοιπο κόσμο.  Αυτό λοιπόν που είναι η αιτία της δυστυχίας του, η μοναξιά από τη διαφορετικότητά του,  μεταφράζεται στο μυαλό του ως κοινωνικό καθήκον: οφείλει να ζει μακριά από τους άλλους. Έτσι αντιστρέφει την τραγωδία του και τη μετατρέπει σε χρέος, σε στάση ζωής. Και με τον τρόπο αυτό η τραγωδία  γίνεται ανεκτή, μπορεί να την υπομείνει.

Αλλά η καθημερινότητά του δεν παύει να είναι τραγική. Απομονωμένος, στερημένος και από τη στοιχειώδη επικοινωνία, χωρίς δυνατότητα να βάλει μέσα στη ζωή του γεγονότα, αναγκάζεται να κατασκευάζει γεγονότα για να έχει την αίσθηση (και την ψευδαίσθηση) της ροής του χρόνου, αναγκάζεται να μετακινεί το σώμα του σκόπιμα αποδώ κι αποκεί για να έχει την αίσθηση (και την ψευδαίσθηση) του χώρου, αναγκάζεται να εφευρίσκει μια πλασματική συντροφιά για να έχει την αίσθηση (και την ψευδαίσθηση) της επικοινωνίας.

Μια ανάλυση του συγκεκριμένου διηγήματος του Μπόρχες φαίνεται αρχικά εύκολη υπόθεση. Ξεκινώντας όμως να γράψω γι’ αυτό ανακάλυψα ότι είχα μπει σε ένα λαβύρινθο (αγαπημένο θέμα του Μπόρχες), από όπου δεν μπορούσα πια να βγω. Όσο προχωρούσα, τόσο πιο βαθιά έμπαινα στην κατασκευή του συγγραφέα και παράλληλα καταλάβαινα ότι ακόμα τίποτα δεν είχα δει από όσα ο συγγραφέας θα ήθελε να δω. Ολοένα ανακάλυπτα και νέες πλευρές της ιστορίας του. Θα προσπαθήσω ωστόσο να μεταφέρω, όσο αυτό είναι δυνατό, το πνεύμα του συγγραφέα αλλά και την εξαιρετική τεχνική του, καθώς αναπτύσσει την ιστορία του.

 Θα χρειαστεί όμως να καταστρέψω το τέχνασμά του που θέλει να αναγνωρίσουμε τον Αστερίωνα, τον κεντρικό χαρακτήρα του διηγήματος, στο τέλος της αφήγησης. Το κάνω αυτό για να μπορέσουμε να παρακολουθήσουμε πώς ξετυλίγει την ιστορία του, με πόση μαεστρία μεταμορφώνει τον Αστερίωνα σιγά-σιγά και, ενώ αρχικά μας τον παρουσιάζει απλό και καθημερινό, σε κάθε  παράγραφο  προσθέτει νέα στοιχεία που τον παραμορφώνουν, μέχρι που στο τέλος θα δούμε να παρουσιάζεται μπροστά μας το Τέρας.

Γιατί ο Αστερίων είναι ο Μινώταυρος και αν είμαστε λίγο παρατηρητικοί θα το υποπτευθούμε, καθώς κάτω από τον τίτλο ο Μπόρχες παραθέτει ένα στίχο του Απολλόδωρου: «Η δε (Πασιφάη) Αστέριον εγέννησε». Αλλά η έκπληξη του τέλους δεν είναι αυτή. Ο Μπόρχες κάτι άλλο θέλει να τονίσει. Θα το δούμε παρακάτω.



Στο διήγημα μιλά ο Αστερίων σε πρώτο πρόσωπο. Μιλά ήρεμα και εξηγεί πως όσα λένε γι αυτόν οι άνθρωποι δεν είναι αλήθεια.

«Ξέρω πως με κατηγορούν πως είμαι φαντασμένος κι ίσως πως είμαι και μισάνθρωπος και τρελός...Τέτοιες κατηγορίες είναι γελοίες. Είναι αλήθεια πως δεν βγαίνω από το σπίτι μου».

Ο Αστερίων ζει από τότε που θυμάται τον εαυτό του σε ένα σπίτι

«που οι πόρτες του είναι μέρα νύχτα ανοιχτές για ανθρώπους και ζώα. Μπορεί να μπει όποιος θέλει».

Πρόκειται φυσικά για το Λαβύρινθο, αλλά για τον Αστερίωνα ο Λαβύρινθος είναι απλώς η κατοικία του.

«Εδώ δεν βρίσκει βέβαια κανείς γυναικείες πομπές ούτε τυπικότητες και πολυτέλειες όπως στα παλάτια, βρίσκει μονάχα ηρεμία και μοναξιά».

Είναι ένα σπίτι που

«όμοιό του πάνω στη γη δεν υπάρχει...Ακόμα κι όσοι με συκοφαντούν το παραδέχονται πως ούτε ένα έπιπλο δεν βρίσκεται μέσα σ’ αυτό το σπίτι».

Παράξενη λεπτομέρεια αυτή η απουσία των επίπλων που παρακάτω θα δούμε την τρομαχτική πλευρά της. Η ηρεμία και η μοναξιά που παρέχει λοιπόν αυτό το τεράστιο σπίτι το χωρίς έπιπλα και με τις πόρτες του πάντα ανοιχτές παρουσιάζονται εδώ ως μια θετική κατάσταση. Είναι όμορφο  να ζει κανείς σε ένα τέτοιο σπίτι χωρίς τις τυπικότητες και το θόρυβο των πολυτελών εορτών των παλατιών που ταράζουν το πνεύμα και δεν του επιτρέπουν να συγκεντρωθεί σε άλλα, πιο σοβαρά πράγματα.


Ο Αστερίων φαίνεται να είναι ευχαριστημένος που ζει έτσι. Αυτός ο τρόπος ζωής είναι οπωσδήποτε ανώτερος. Οι άλλοι ως κατώτεροι μπορούν να σπαταλούν τη ζωή τους μέσα στις άσκεφτες γιορτές και τις ευωχίες, αυτός όμως ζει μέσα στην ηρεμία και τη μοναξιά, είναι ένα πλάσμα που δεν καταδέχεται τον καθημερινό θόρυβο της ζωής. Ο Αστερίων δεν παραπονιέται για τίποτα, του αρέσει να ζει έτσι, όπως ζει..

Ασφαλώς αυτή η εκούσια απομόνωση θα προκαλεί τα σχόλια του κόσμου. Θα λένε γι’ αυτόν ότι είναι φαντασμένος, ακατάδεχτος και μισάνθρωπος που αρνείται να εγκαταλείψει την κατοικία του και να αναμιχθεί με τους απλούς ανθρώπους. Μπορεί και να τον θεωρούν τρελό, αφού κάθεται μέσα μέρα νύχτα ολομόναχος.

«Άλλο γελοίο που λένε είναι πως εγώ, ο Αστερίωνας, είμαι φυλακισμένος».

Φυλακισμένος; Μα όχι φυσικά, δεν υπάρχουν πόρτες στο σπίτι του, μπορεί να βγει έξω όποτε θέλει. Και μάλιστα μια φορά το έκανε. Γύρισε όμως γρήγορα πίσω, γιατί φοβήθηκε τα πρόσωπα του όχλου: 

«πρόσωπα άχρωμα κι επίπεδα σαν ανοιχτή παλάμη...το τρομαγμένο κλάμα ενός  παιδιού κι οι φοβισμένες ικεσίες του κοσμάκη ήταν απόδειξη πως με είχαν αναγνωρίσει. Ο κόσμος προσευχόταν, έτρεχε, γονάτιζε, άλλοι σκαρφάλωναν στους στυλοβάτες του ναού με τα Πελέκια, άλλοι μάζευαν πέτρες. Κάποιος μάλιστα νομίζω ότι βούτηξε να κρυφτεί στη θάλασσα. Δεν είναι τυχαίο που ήταν βασίλισσα η μάνα μου: δεν μπορώ να ανακατεύομαι με το λαό, έστω και αν το θέλει η ταπεινοφροσύνη μου».

 Ο Αστερίων ζει επομένως μια ψευδαίσθηση ελευθερίας.  Κλεισμένος μέσα σε ένα δαιδαλώδες σπίτι όπου οι ανοιχτές του πόρτες είναι παγίδα για κάθε ξένο που θα τολμήσει να μπει μέσα, αυθυποβάλλεται:  είναι γιος βασίλισσας, ο κόσμος μπροστά του νιώθει δέος, οφείλει επομένως να κρατήσει τη θέση του, να μείνει μακριά από τον όχλο, από αυτούς τους κατώτερους ανθρώπους που τα επίπεδά τους πρόσωπα τού προκαλούν αποστροφή και φόβο.

Είναι μια ψευδαίσθηση ελευθερίας που έχει όμως ρωγμές.

Πρώτη ρωγμή: ο Αστερίων ξέρει πως είναι διαφορετικός από τους άλλους κι αυτή η διαφορετικότητα τον υποχρεώνει να μένει μόνος. Η απόπειρά του να επικοινωνήσει με τον κόσμο (τον όχλο, όπως τους αποκαλεί υποτιμητικά, εφόσον αυτοί είναι κατώτεροι) αποτυγχάνει: οι άλλοι τρομάζουν και φεύγουν μακριά. Είναι λογικό, σκέφτεται, να συμβαίνει αυτό, είναι γιος βασίλισσας και ο απλός λαός φοβάται να τον πλησιάσει. Έτσι λοιπόν, αφού οι άλλοι δεν τολμούν να έρθουν πιο κοντά, μένει μόνος, όπως του αρμόζει,  στο τεράστιο σπίτι του και προφανώς ο κόσμος θα τον λέει φαντασμένο και μισάνθρωπο και τρελό, όμως δεν είναι. Απλώς είναι ξεχωριστός και το σωστό είναι να μένει μακριά από τους άλλους.

«Το γεγονός είναι πως είμαι μοναδικός».

Η αίσθηση της μοναδικότητας μπορεί να προκληθεί από διάφορες αιτίες και ο Αστερίων έχει πολλές. Μοναδικός, αφού ζει σ’ αυτή την αχανή  κατασκευή που άλλη σαν κι αυτή δεν υπάρχει στον κόσμο. Μοναδικός, αφού είναι γιος της βασίλισσας. Μοναδικός, αφού η μορφή του είναι διαφορετική από τη μορφή των άλλων. Μοναδικός, αφού εμπνέει τέτοιο δέος στον απλό κόσμο. Μοναδικός, αφού η ζωή του είναι τόσο διαφορετική από τη ζωή των άλλων. Οπωσδήποτε είναι τελείως διαφορετικός. Μπορεί επομένως να νιώσει σπουδαίος.

«Δεν με ενδιαφέρει το τι μπορεί να μεταδώσει ο ένας στον άλλον...Οι ασήμαντες και ενοχλητικές λεπτομέρειες δεν έχουν θέση στην ψυχή μου που είναι καμωμένη για σπουδαία και μεγάλα πράγματα».

Δεν τον ενδιαφέρει λοιπόν η επικοινωνία με τους άλλους, είναι  περιττή η ανταλλαγή ασήμαντων και σε τελική ανάλυση ενοχλητικών λεπτομερειών, καθημερινών συμβάντων και σκέψεων και συναισθημάτων. Όλα αυτά  δεν του ταιριάζουν. Ή, για να το πούμε αλλιώς, αφού δεν υπάρχει δυνατότητα επικοινωνίας, η επικοινωνία πρέπει να θεωρηθεί ως συνήθεια κατώτερων πλασμάτων. Αυτός είναι καμωμένος για μεγάλα και σπουδαία πράγματα.

Ποια είναι αυτά; Δεύτερη ρωγμή. Δεν υπάρχουν τέτοια. Μια θολή αίσθηση ανωτερότητας που στηρίζεται στην ψευδαίσθηση και στην αυθυποβολή. Μια παρηγοριά που είναι απαραίτητη για να επιβιώσει κανείς μέσα στην απομόνωση που του έχει επιβληθεί.


«Ποτέ μου δεν κατάφερα να συγκρατήσω σε τι διαφέρει το ένα γράμμα από το άλλο. Απ’ τη μεγάλη μου ανυπομονησία δεν μπόρεσα να μάθω να διαβάζω. Μερικές φορές λυπάμαι γι’ αυτό, γιατί οι μέρες και οι νύχτες είναι μεγάλες».

Κι άλλη μια ρωγμή: Η μεγάλη του ανυπομονησία τάχα τον εμπόδισε να μάθει γράμματα. Και κάποιες φορές τώρα νιώθει λύπη που δεν μπορεί να διαβάσει. Θα μπορούσε ίσως να περάσει έτσι την ώρα του μέσα σ’ αυτή την κατοικία όπου ο χρόνος κυλά τόσο αργά και μονότονα, χωρίς να γίνεται τίποτα. Δεν παραπονιέται γι’ αυτό. Απλώς το αναφέρει. Οι μέρες και οι νύχτες είναι μεγάλες. Αν ήξερε να διαβάζει, θα ήταν απλώς καλύτερα. Αυτό. Τελεία.

Ας είναι όμως, εκείνος εφευρίσκει τρόπους να διασκεδάσει.

«Βέβαια δεν μου λείπει η ψυχαγωγία. Σαν το κριάρι που ορμά, τρέχω στις πέτρινες στοές, μέχρι να πέσω ζαλισμένος στο πάτωμα. Παραφυλάω στη σκιά του  πηγαδιού ή στη στροφή του διαδρόμου και κάνω πως με ψάχνουν. Αφήνομαι να πέσω από ταράτσες ώσπου να καταματωθώ. Οποιαδήποτε στιγμή μπορώ να κάνω πως κοιμάμαι με τα μάτια κλειστά και την ανάσα μου λαχανιαστή».

Η αίσθηση της μοναξιάς που ως αυτή τη στιγμή μάς είναι απλώς ορατή, τώρα  υψώνεται σαν εφιαλτικό σκηνικό γύρω από τον Αστερίωνα. Ο Αστερίων δημιουργεί γεγονότα για να νιώσει ότι ζει. Μπορεί να μιλά γι’ αυτά με την αφέλεια ενός παιδιού ή ενός τρελού, όμως μέσα από τα λόγια του αναδύεται η φρίκη της μοναξιάς του. Οι ρωγμές πληθαίνουν και ήδη βλέπουμε μέσα από αυτές μια δυστυχισμένη  ψυχή που αγωνίζεται να δώσει νόημα σε μια ζωή που δεν έχει νόημα.

 «Αλλά από όλα τα παιχνίδια μου προτιμώ να παίζω τον άλλον Αστερίωνα. Κάνω πως έρχεται να με επισκεφθεί και πως του δείχνω το σπίτι. Με υποκλίσεις και ευγένειες του λέω: Τώρα γυρίζουμε στην προηγούμενη διασταύρωση  ή Τώρα θα βγούμε σε άλλη αυλή ή Καλά έλεγα εγώ πως θα σου άρεσε ο αγωγός  ή Τώρα θα δεις μια στέρνα που γέμισε άμμο... Μερικές φορές κάνω λάθος και σκάμε στα γέλια κι οι δυο».

Η ανάγκη τού να είναι κανείς με κάποιον άλλον υποχρεώνει τον Αστερίωνα να εφεύρει ένα δεύτερο εαυτό, ένα πλασματικό αντίγραφό του, με το οποίο μπορεί να μιλήσει, να παίξει και να γελάσει. Αυτό το φανταστικό αντίγραφο πρέπει φυσικά να του μοιάζει. Οι άνθρωποι που ζουν εκεί έξω δεν μπορούν να γίνουν φίλοι ούτε στη φαντασία του. Πάντως δεν είναι κακό αυτό που κάνει, πρόκειται απλά για ένα αθώο παιχνίδι, έτσι περνά η ώρα ευχάριστα. Κανένα παράπονο, καμιά μεμψιμοιρία για την αβάσταχτη μοναξιά του που εδώ πια φαντάζει τρομαχτική.

Η πολύπλοκη, μπερδεμένη κατασκευή μέσα στην οποία ζει από τότε που γεννήθηκε, του έχει γίνει με τα χρόνια οικεία:

«Όλα τα μέρη του σπιτιού επαναλαμβάνονται πολλές φορές και κάθε μέρος είναι άλλο...Το σπίτι έχει το μέγεθος του κόσμου ή μάλλον είναι ο κόσμος».

Χρόνια τώρα παίζει με αυτή την κατασκευή, όπου «κάθε μέρος είναι άλλο» και όλα τα μέρη είναι όμοια μεταξύ τους. Είναι τόσο απέραντη όσο ο κόσμος ολόκληρος, η κατοικία του είναι ο κόσμος, ο δικός του κόσμος. Άλλον δεν μπορεί να γνωρίσει.

Αλλά και εδώ παραμονεύει η ύπουλη μοναξιά: το σπίτι του μπορεί να είναι τεράστιο, αλλά το ένα μέρος του αντιγράφει το άλλο. Σε κάθε νέο χώρο που μπαίνει, είναι σαν να ξαναγυρίζει στον προηγούμενο. Καμιά έκπληξη, καμιά ποικιλία που να σπάει τη μονοτονία του χώρου. Έτσι η μονοτονία του χρόνου συμπληρώνεται με τη μονοτονία του χώρου. Τίποτα δεν συμβαίνει μέσα στο χρόνο και το χώρο. Ο Αστερίων στέκεται πάντα στην ίδια χρονική στιγμή και κοιτάζει πάντα το ίδιο πράγμα. Επί δεκαετίες βιώνει αυτή την εφιαλτική ακινησία.


«Παρ’ όλα αυτά, εξάντλησα και αυλές με πηγάδια και σκονισμένες στοές από γκρίζα πέτρα και ξεθάρρεψα, βγήκα στο δρόμο κι είδα επιτέλους το ναό με τα Πελέκια και τη θάλασσα....Όλα είναι πολλές φορές...εκτός από δυο πράγματα που φαίνεται πως είναι μια φορά μονάχα: εκεί επάνω ο περίπλοκος ήλιος, εδώ κάτω ο Αστερίωνας. Ίσως και να’ μαι εγώ που έφτιαξα τα αστέρια και τον ήλιο και το πελώριο σπίτι, μα δεν θυμάμαι πια».

Μόνος, μοναχικός, μοναδικός. Οι έννοιες συγχέονται στο μυαλό του, η θλίψη δεν μπορεί να βγει προς τα έξω - εξάλλου εκτός από τη θλίψη, τι άλλο έχει να προσφέρει αυτή η ζωή; - κι έπειτα αυτός είναι κάτι σαν θεός, ίσως ένας πραγματικός θεός που έπλασε τον κόσμο και τώρα κάθεται στην άδεια κατοικία του και απολαμβάνει τη μοναδικότητά του στη σιωπή. Η θλίψη της μοναξιάς δεν ομολογείται, ο Αστερίων την αγνοεί, έχει μάθει να ζει με αυτήν, τη θεωρεί μια φυσική κατάσταση. Αλλά η θλίψη της μοναξιάς είναι παρούσα κι ας μην έχει όνομα. Είναι παρούσα και τον κατασπαράζει βουβά.

Η ζωή είναι θλίψη. Αυτό καταλαβαίνει ο Αστερίων. Δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο εκτός από θλίψη. Την αποδέχεται λοιπόν έτσι, έχει μάθει να ζει μαζί της, δεν διαμαρτύρεται, επειδή δεν ξέρει ποιο είναι το αντίθετο της θλίψης, δεν το έχει γνωρίσει ποτέ. Και όσοι ζουν έξω από την κατοικία του κι εκείνοι με τον ίδιο τρόπο ασφαλώς θα βιώνουν τη ζωή:

«Κάθε εννιά χρόνια μπαίνουν στο σπίτι εννιά άνθρωποι να τους γλιτώσω από τις συμφορές. Ακούω τα βήματα και τις φωνές τους από το βάθος των πέτρινων στοών και τρέχω όλος χαρά να τους συναντήσω».

Εδώ μια διευκρίνιση: στο πρωτότυπο έχουμε τη λέξη mal για τις συμφορές. Mal σημαίνει το Κακό, όπως αντίστοιχα η λέξη evil στα αγγλικά.

«Η τελετή κρατάει λίγα λεπτά. Πέφτουν ο ένας ύστερα από τον άλλο, δίχως καν να ματώσω τα χέρια μου. Μένουν εκεί που πέσανε και τα σώματά τους με διευκολύνουν να ξεχωρίζω τη μια στοά από την άλλη».

Η αποκάλυψη: Ο Αστερίων είναι ένα Τέρας που κάθε εννιά χρόνια δικαιώνει την ύπαρξή του: σκοτώνει. Εκπληρώνει τον προορισμό του, κάνει αυτό για το οποίο η φύση τον προόρισε: σκοτώνει. Η θλίψη της αδράνειας, της απομόνωσης, της απραξίας, της ακινησίας διακόπτεται για λίγο και τη διαδέχεται μια φυσική χαρά: σκοτώνει.

Σκοτώνει, γιατί αυτή είναι η φύση του, δεν μπορεί να την αλλάξει. Σκοτώνει χαρούμενος, γιατί αυτή είναι η αποστολή του, να απαλλάξει από το Κακό εννιά ανθρώπους. Το κάνει χωρίς ενοχές, μέσα σε μια αφοπλιστική αθωότητα. Το Τέρας δεν μπορεί να σκεφτεί όπως οι άλλοι. Σκέφτεται διαφορετικά.

Αυτό είναι το μόνο γεγονός που ταράζει κάθε εννιά χρόνια την ακινησία του. Έπειτα ξανά  η απόλυτη ερημιά. Η φριχτή απομόνωση, η περιπλάνηση μέσα στη σκοτεινή, δαιδαλώδη κατασκευή, ανάμεσα σε σκελετούς. Τα μοναχικά τρελά παιχνίδια του. Ο δεύτερος πλασματικός εαυτός που αναλύει το μονόλογο στο «εγώ» και το «εσύ»,  αυτή η φοβερή ανάγκη της ψυχής για το «εσύ» που καμιά ψευδαίσθηση, καμιά αυταπάτη και αυθυποβολή δεν μπορεί να εξουδετερώσει.

Κι απέξω να ξέρει ότι υπάρχει ένας απέραντος κόσμος λουσμένος στον ήλιο, ένας κόσμος φωτεινός, με μια μεγάλη θάλασσα και με πολλούς, αμέτρητους ανθρώπους, ένας κόσμος δυο βήματα πιο πέρα που του είναι  απρόσιτος και απολύτως απαγορευμένος. Δεν μπορεί να ζήσει ανάμεσα στους άλλους. Έτσι είναι αποφασισμένο από την ίδια τη φύση.

Αλλά ο Μπόρχες δεν ενδιαφέρεται να μας να μιλήσει για το Τέρας, δεν είναι η πρόθεσή του  να μας περιγράψει απλώς πόσο φριχτό είναι να είναι κάποιος τερατωδώς διαφορετικός από τους άλλους. Αυτό που θέλει είναι να μας μιλήσει για τη μοναξιά του Τέρατος και για την αθωότητά του. Για τη φύση του που δεν την επέλεξε το Τέρας και για την καταδίκη του στην απομόνωση που την επέλεξαν οι άνθρωποι. Ή, για να το πω αλλιώς, θέλει να μας μιλήσει για τη δυστυχία τού να είσαι διαφορετικός. Γι’ αυτό και ο επίλογος αυτού του υπέροχου διηγήματος είναι ανατρεπτικός:

«Δεν ξέρω ποιοι είναι» ( λέει ο Αστερίων για τους εννιά ανθρώπους που κάθε εννιά χρόνια έρχονται στην κατοικία του και πεθαίνουν), «ξέρω μονάχα ότι ένας απ’ αυτούς προφήτεψε πεθαίνοντας πως θα’ ρθει κάποια μέρα ο λυτρωτής μου. Από τότε δεν με βαραίνει πια η μοναξιά, γιατί ξέρω ότι ο λυτρωτής μου υπάρχει κι ότι στο τέλος θα σηκωθεί πάνω στο χώμα. Αν το αφτί μου μπορούσε να πιάσει τον κάθε ψίθυρο του κόσμου, θα καταλάβαινα τα βήματά του. Ελπίζω να με πάει σ’ έναν τόπο που να’ χει λιγότερες στοές και λιγότερες πόρτες. Πώς να’ ναι ο λυτρωτής μου; αναρωτιέμαι. Άραγε θα’ ναι ταύρος ή άνθρωπος; Να είναι τάχα ταύρος με κεφάλι ανθρώπου; Ή θα’ ναι σαν κι εμένα;»


Εδώ η ρωγμή ανοίγει απότομα και γίνεται σκοτεινή χαράδρα. Η μοναξιά του Αστερίωνα παίρνει τις πραγματικές της διαστάσεις, γίνεται  εφιαλτική. Κυρίως, γιατί υπαινίσσεται τη βαθιά του δυστυχία. Δεν την καταγγέλλει, επειδή δεν μπορεί να σκεφτεί αλλιώς, δεν ξέρει να σκεφτεί αλλιώς.  Με πόνο ψυχής ομολογεί ότι η μοναξιά του είναι αβάσταχτη. Χωρίς δάκρυα, χωρίς οιμωγές και θρήνους, με την αξιοπρέπεια και την καρτερία μιας ευγενικής ψυχής ομολογεί ότι μια μόνο ελπίδα έχει να συντηρεί: τον ερχομό του Λυτρωτή του. Αυτός θα τον βγάλει από τη σκοτεινή του φυλακή και θα τον οδηγήσει σε ομορφότερους τόπους που θα έχουν λιγότερες στοές και πόρτες. Ο Αστερίων ελπίζει ότι κάποτε θα φύγει από την κατοικία του που μπορεί να είναι μοναδική στον κόσμο, αλλά είναι και η κόλασή του. Ελπίζει με άλλα λόγια να ξεφύγει από τη βαριά του μοίρα. Ο Λυτρωτής του θα τον ελευθερώσει από το Κακό, όπως εκείνος ελευθερώνει κάθε εννιά χρόνια τους εννιά ανθρώπους.
Ο Αστερίων ελπίζει στο θάνατό του.

Και οι τελευταίες αράδες του διηγήματος:

«Ο πρωινός ήλιος άστραφτε πάνω στο μπρούτζινο σπαθί που δεν είχε πια ούτε ίχνος από αίμα.

-Θα το πιστέψεις, Αριάδνη; είπε ο Θησέας. Ο Μινώταυρος δεν αντιστάθηκε σχεδόν καθόλου».

Το Τέρας έχει λυτρωθεί από το μαρτύριό του. Είναι νεκρό.


(Το διήγημα από τη συλλογή «Ο Δημιουργός», εκδόσεις ύψιλον, 1980, μετάφραση: Δημήτρη Καλοκύρη).


Εδώ το διήγημα σε άλλη μετάφραση.


Το άρθρο δημοσιεύεται στη Βιβλιοθήκη:


4 σχόλια:

AKG είπε...

Το αθώο Κακό και το ένοχο Καλό είναι μια πολύπλοκη σύλληψη. Ωστόσο αποπνικτική. Διότι, άντε, το σκοτώσαμε και τελειώσαμε με το Τέρας. Αλλά μαζί τελειώσαμε και με την αθωότητα.

Καίτη Βασιλάκου είπε...

AKG, όσο η φύση θα γεννά τέρατα, εμείς δεν θα μπορούμε να βρούμε τη σωστή μας θέση στον κόσμο τούτο.

ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ είπε...

Συγχαρητήρια, κυρία Βασιλάκου, για τη δημοσίευση και την αφορμή για σχόλια.
Έχω την εντύπωση ότι ο Μπόρχες δεν ενδιαφέρεται να αφηγηθεί εκ νέου την ιστορία του Μινώταυρου - μια ιστορία γνωστή σε εμάς τους Έλληνες, οι οποίοι παρασυρόμαστε στο να διαβάζουμε αυτή την αφήγηση υπό το φως αυτής της γνώσης.
Το τέχνασμα (και η πρόκληση) του Μπόρχες είναι να γνωρίσουμε τον Αστερίωνα, ένα τέρας στην ψυχή περισσότερο από όσο στη μορφή.

Η αίσθηση της διαφορετικότητας, της μοναδικότητας που έχει καθένας από εμάς, μπορεί να διαστρεβλωθεί και να λάβει επικίνδυνες διαστάσεις. Οι λόγοι πολλοί: όνειρα, φιλοδοξίες, επιβολή προτύπων, προσωπικές αποτυχίες, ψυχικά τραύματα. Μέσα στον προσωπικό του, ποιητικό κόσμο, καθένας αισθάνεται βασιλιάς και θεός, ανώτερος όλων. Είναι όμως τόσο θεός όσο του το επιτρέπει η απουσία έξωθεν μαρτυρίας. Και επιζητεί μια τέτοια μαρτυρία, αλλά με τους δικούς του όρους. Θέλει να γίνει δεκτός από τους άλλους ως βασιλιάς και θεός.

Προσέξτε πώς δικαιολογεί τον ερχομό των εννέα νέων ο Αστερίων: "για να τους λυτρώσω από το κακό" (ίνα ρύσω αυτούς από του πονηρού). Δεν είναι τυχαία η επιλογή των λέξεων. Εκεί που ο Μινώταυρος (όπως τον ξέρουν οι άλλοι) σκοτώνει, ο Αστερίων λυτρώνει. Και η επιλογή του ονόματος από τον Μπόρχες δεν είναι, πιστεύω, απλώς ένα τέχνασμα για να μας ξαφνιάσει στο τέλος της αφήγησης: περισσότερο, είναι για να μας θυμίσει ότι τα ωραία ονόματα κι επίθετα με τα οποία στολίζουμε τη φαντασιακή μας ύπαρξη, δεν είναι αρκετά για να κρύψουν μια ειδεχθή ψυχή.

Ή, πιο απλά: η ποίηση δεν σε κάνει οπωσδήποτε καλύτερο άνθρωπο :)

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Παναγιώτη, πολύ ωραίο το σχόλιό σου, δεν έχω να προσθέσω τίποτα. Μόνο σε ένα σημείο θα μου επιτρέψεις να διαφωνήσω: το Τέρας υποφέρει, ο Μπόρχες θέλει να μας το δείξει αυτό. Η ψυχή του είναι ειδεχθής (για μας), αλλά δεν παύει να είναι μια τραυματισμένη ψυχή που θέλει να πεθάνει, επειδή δεν χωρά σ' αυτό τον κόσμο.