Ο Ηλίας σπάνια βγαίνει έξω, ντρέπεται, νομίζει ότι είναι
ένα σκουπίδι. Όταν κοιτάζεται στον καθρέφτη, έχει αντιφατικά συναισθήματα.
Είναι ωραίος, αλλά είναι και άσχημος. Πώς γίνεται αυτό, δεν μπορεί να
καταλάβει. Το πρόσωπό του είναι συμπαθητικό, εντάξει, αλλά με το σώμα του έχει
πρόβλημα. Είναι μάλλον χοντρός κι έχει πολύ αδύνατα πόδια. Και χέρια κοντά με
λεπτά δάχτυλα. Δεν είναι χέρια άντρα αυτά, σκέφτεται και τα χώνει στις τσέπες
του για να μην τα βλέπει.
Κορίτσια δεν τολμά να κοιτάξει. Πότε-πότε κάποια στο δρόμο τού ρίχνει ένα
εξεταστικό βλέμμα και τότε ο Ηλίας θέλει να ανοίξει η γη να τον καταπιεί.
Στρίβει αμέσως στο πρώτο στενό, εξαφανίζεται από το οπτικό της πεδίο. Πάει και
κρύβεται σ’ ένα μοναχικό καφέ και καπνίζει απανωτά τσιγάρα βουβός και κατηφής.
Μολύνει τον κόσμο με τη αντιαισθητική του παρουσία, έτσι πιστεύει.
Άλλοτε κάτι τον πιάνει και δεν βγαίνει καθόλου έξω. Κάθεται
κλεισμένος στο σπίτι του και περνά την ώρα του με βιβλία και με την τηλεόραση.
Ακούει και ραδιόφωνο για ποικιλία πότε-πότε. Όποτε παθαίνει αυτή την κρίση,
δυσκολεύει πολύ η ζωή του, ούτε για τσιγάρα δεν θέλει να βγει. Ευτυχώς που έχει
τη Σκούρτε, την αλβανή που μένει στο ημιυπόγειο, και τη στέλνει να του ψωνίσει
διάφορα.
-Κύριε Ηλία, το σπίτι θέλει καθάρισμα, του λέει κάθε τόσο η
αλβανή.
Της δίνει κάτι λίγα ευρώ και η Σκούρτε φέρνει βόλτα το
δυαράκι, το ταχτοποιεί τέλος πάντων κάπως.
-Μήπως θέλετε να σας μαγειρεύω, κύριε Ηλία; Όλο κονσέρβες
τρώτε και δεν κάνει καλό, λέει η Σκούρτε.
Αλλά ο Ηλίας δεν είναι πλούσιος για να έχει προσωπική
μαγείρισσα. Και οι γονείς του είναι πολύ φειδωλοί, του στέλνουν μετρημένα
χρήματα. Τους έχει πολύ απογοητεύσει, αιώνιος φοιτητής κατάντησε μ’ αυτό το κουσούρι
του που δεν τον αφήνει να παρακολουθεί τα μαθήματα στη Σχολή. «Γύρνα πίσω», του
λένε οι γονείς του, «αφού δεν πρόκειται ποτέ να πάρεις το πτυχίο, να μην πετάμε άδικα κι
εμείς τα λεφτά μας. Έλα εδώ, κάποια δουλειά θα σου βρούμε να ησυχάσουμε από
σένα τέλος πάντων».
Αλλά ο Ηλίας δεν γυρίζει πίσω, γιατί οι γονείς του είναι
κουραστικοί άνθρωποι, της γκρίνιας. Τώρα που λείπει αυτός, τρώγονται μεταξύ
τους. Όποτε όμως κατεβαίνει, συμμαχούν αυτόματα και του επιτίθενται μαζί.
Χρήματα πάντως του στέλνουν. Μετρημένα, εντάξει, αλλά με αυτά μπορεί και
επιβιώνει κουτσά στραβά.
-Κύριε Ηλία, τι κάνετε κλεισμένος όλη μέρα εδώ μέσα; τον
ρωτά η Σκούρτε που τελευταία έχει πάρει πολύ αέρα. Γιατί δεν βγαίνετε να κάνετε
καμιά βόλτα να ξεσκάσετε;
Γιατί είμαι δύσμορφος και ντρέπομαι, θέλει να της πει, αλλά
δεν της το λέει.
-Από μένα πάντως ό,τι θέλετε, λέει η Σκούρτε και τρίβεται
στη βιβλιοθήκη σαν γάτα.
Τα βράδια που πάει να κοιμηθεί, κοιτάζεται στον ολόσωμο
καθρέφτη που είναι εντοιχισμένος απέναντι από το κρεβάτι του και νιώθει
εξουθενωμένος. Δεν πρόκειται ποτέ να ξαναβγώ έξω, υπόσχεται στον εαυτό του και
σβήνει το φως να μη βλέπει το απαίσιο θέαμα.
Τώρα τελευταία ανακάλυψε κι άλλο ελάττωμα στο σώμα του κι
αυτό τον αποτελείωσε. Πώς το λένε αυτό επιστημονικά; Γυναικομαστία, έτσι δεν το
λένε; Ένας άντρας με γυναικείο στήθος, ό,τι χειρότερο δηλαδή.
Ένα μήνα έκανε να βγει μετά από την τρομερή αυτή ανακάλυψη.
Η Σκούρτε εν τω μεταξύ μπαινόβγαινε στο σπίτι και το ταχτοποιούσε χωρίς να ζητά
λεφτά. Του έφερνε και κανένα πιάτο φαΐ πότε-πότε.
-Είσαι καλός άνθρωπος, κύριε Ηλία, πολύ σε έχω συμπαθήσει,
του έλεγε με την ιδιότυπη προφορά της.
Ο Ηλίας την κοίταζε και του περνούσαν ιδέες από το μυαλό.
Κοντούλα ήταν και παχουλή, λίγο σπασμένη στο πρόσωπο, αλλά συμπαθητική.
-Γιατί δεν βγαίνεις έξω, μήπως είσαι άρρωστος; Επέμενε η
αλβανή και μια μέρα ο Ηλίας, έτσι του ήρθε ξαφνικά και της απάντησε:
-Έχω διαμαρτία περί την διάπλαση, γι’ αυτό δεν βγαίνω.
Η αλβανή τον κοίταξε καλά-καλά:
-Τι είναι αυτό, αρρώστια;
-Ναι, αλλά δεν κολλάει.
-Και τι ακριβώς αρρώστια είναι δηλαδή;
Ο Ηλίας εκείνη την ώρα ξυριζόταν στο μπάνιο και φορούσε το
φανελάκι του. Τι τον έπιασε ξαφνικά, ούτε ο ίδιος μπόρεσε να το εξηγήσει, ίσως
ήταν μια κακία κατά του εαυτού του ή μπορεί να ήθελε να κάνει ένα τεστ, να δει
πώς αντιδρούν οι άλλοι στη δυσμορφία του. Είπε:
-Δεν βλέπεις τα χέρια μου πόσο μικρά είναι; Αυτό λέγεται διαμαρτία περί την διάπλαση.
-Μια χαρά είναι τα χέρια σου, κύριε Ηλία, είπε η Σκούρτε
και ακούμπησε στην πόρτα του μπάνιου με το ξεσκονόπανο στο χέρι. Ωραία χέρια,
λεπτά, εμένα πολύ μου αρέσουν.
-Και τα πόδια μου το ίδιο μικροκαμωμένα είναι, είπε ο Ηλίας
αγνοώντας το σχόλιό της.
-Δεν μου τα δείχνεις για να καταλάβω;
Ο Ηλίας άφησε κάτω την ξυριστική μηχανή και κοίταξε τη
Σκούρτε με επιμονή.
-Θέλεις να δεις τα πόδια μου;
-Να τα δω και να σου πω.
Σήκωσε τα μπατζάκια της πιτζάμας του ως τα γόνατα. Η
Σκούρτε κάρφωσε τα βλέμμα στις γάμπες του και τις εξέτασε σιωπηρά.
-Μια χαρά πόδια έχεις, κύριε Ηλία.
-Μια χαρά καχεκτικά ποδαράκια, μουρμούρισε αυτός και
κατέβασε πάλι τα μπατζάκια του.
Πήρε την ξυριστική μηχανή και συνέχισε να ξυρίζεται. Η
Σκούρτε κολλημένη στην πόρτα, ακίνητη.
-Και πώς την είπες αυτή την αρρώστια;
-Διαμαρτία περί την διάπλαση.
-Αρρώστια του μυαλού πρέπει να είναι.
Δεν της απάντησε. Μέσα του είχε αρχίσει να θυμώνει. Είχε
κάνει κάτι πολύ τολμηρό ελπίζοντας να δει την αλβανή να ανοίγει κατάπληκτη τα
μάτια, ελπίζοντας να δει στο πρόσωπό της την έκφραση του οίκτου για την
κατάστασή του, ελπίζοντας βαθιά μέσα του να νιώσει εξευτελισμένος και
ταπεινωμένος. Αλλά εκείνη είχε μείνει ατάραχη.
-Πάω και καθαρίζω σε μια κυρία, συνέχισε η Σκούρτε
κολλημένη πάντα στην πόρτα του μπάνιου, κι έχει κι αυτή την ίδια αρρώστια,
κύριε Ηλία. Πήγε κι έκοψε τη μύτη της, μια χαρά μύτη, και την έκανε
μικρή-μικρή. Μετά πήγε και φούσκωσε τα χείλια της κι έγινε, τι να σου πω, χάλια
έγινε, δεν βλέπεται. Τώρα θέλει να μικρύνει την πλάτη της, νομίζει πως έχει
μεγάλη πλάτη, και ψάχνει να βρει γιατρό να της σπάσει τα κόκαλα στους ώμους .
Αλλά δεν βρίσκει εδώ γιατρό και σκέφτεται να πάει στην Αμερική.
Ο Ηλίας άφησε πάλι κάτω την ξυριστική μηχανή και κοίταξε τη
Σκούρτε.
-Έχει και όνομα αυτή η αρρώστια, αλλά είναι διαφορετικό από
αυτό που μου είπες. Είναι μια δύσκολη λέξη, δεν τη θυμάμαι. Ο άντρας της τής
λέει ότι έχει αυτή την αρρώστια.
-Δυσμορφοφοβία, είπε ο Ηλίας.
-Ναι, αυτό! Πώς είπες εσύ τη δική σου;
-Διαμαρτία περί την διάπλαση. Και δεν είναι αρρώστια του
μυαλού.
-Πώς δεν είναι; Αφού μια χαρά είναι τα χέρια και τα πόδια
σου.
Αυτός δίστασε λίγο, μετά με μια ξαφνική απόφαση έβγαλε το
φανελάκι του και στάθηκε μπροστά της γυμνός από τη μέση και πάνω. Την κοίταξε
κατάματα και προκλητικά περιμένοντας να δει τον αποτροπιασμό της και είχε μια
αίσθηση παράξενα ηδονική. Φαίνεται πως και ο εξευτελισμός έχει τη δική του
ιδιότυπη ηδονή.
Η Σκούρτε στάθηκε λίγα δευτερόλεπτα σιωπηλή, έδειχνε να
αμφιταλαντεύεται και πήρε μια πολύ σοβαρή έκφραση το πρόσωπό της, το βλέμμα της
περιπλανήθηκε πάνω στο μισόγυμνο κορμί του και έδειξε για μια στιγμή σκεπτική,
μετά πέταξε κάτω το ξεσκονόπανο και τον αγκάλιασε από τη μέση.
-Το περίμενα τόσο καιρό, μουρμούρισε. Αχ, Ηλία, να ήξερες
πόσο καιρό το περίμενα αυτό! και τα χείλια της κόλλησαν πάνω στο στήθος του.
Εκείνος οπισθοχώρησε έντρομος.
-Τι κάνεις εκεί;
Η Σκούρτε σάστισε και τον κοίταξε χωρίς να καταλαβαίνει.
-Έχω γυναικομαστία, δεν το βλέπεις; Δεν βλέπεις την παραμόρφωσή μου;
-Τι έχεις;
-Γυναικομαστία. Κοίτα, έχω γυναικεία στήθη, είναι παραμορφωμένος.
Η αλβανή κοίταξε πάλι του στήθος του Ηλία, ύστερα μάζεψε
από κάτω το ξεσκονόπανο.
-Μια χαρά παλικάρι είσαι, είπε κι έκανε να βγει από το
μπάνιο.
Αυτός την άρπαξε από το χέρι.
-Δεν το βλέπεις το ελάττωμα;
-Όχι. Δεν το βλέπω.
Πήρε το χέρι της και το έβαλε στο στήθος του.
-Πιάσε, δες, έχω στήθος γυναίκας, πιάσε να το καταλάβεις!
Της φώναξε εκνευρισμένος.
Η αλβανή φάνηκε να τρομάζει.
-Δεν το βλέπεις, στραβή είσαι; συνέχισε αυτός κι έτριβε το χέρι της στο στήθος του.
-Το βλέπω, το βλέπω, είπε αυτή φοβισμένη. Άφησέ με τώρα, το
είδα!
-Διαμαρτία περί την διάπλαση, έτσι το λένε αυτό. Δεν έπρεπε
να έχω γυναικείο στήθος, είμαι άντρας εγώ, κατάλαβες;
Η φωνή του είχε αλλοιωθεί από το θυμό.
-Το κατάλαβα, κύριε Ηλία, το κατάλαβα, έλεγε η Σκούρτε και
προσπαθούσε να ελευθερώσει το χέρι της.
-Είμαι δύσμορφος, το κατάλαβες αυτό;
-Μάλιστα, κύριε Ηλία, άσε με τώρα σε παρακαλώ.
-Θα σε αφήσω μόνο, αν μου πεις την αλήθεια.
-Έχεις γυναικο...έχεις στήθος γυναίκας.
-Το βλέπεις;
-Πώς δεν το βλέπω; Ολοφάνερο είναι.
Αυτός χαλάρωσε στο σφίξιμο και η Σκούρτε βγήκε τρέχοντας
από το μπάνιο.
-Βλαμμένος είσαι, τίποτα δεν έχεις, την άκουσε που του
φώναξε, καθώς έφευγε.
Έτρεξε ξωπίσω της, αλλά ήταν αργά. Η Σκούρτε είχε βγει στο
διάδρομο κλείνοντας με πάταγο την εξώπορτα.
Πήγε και ξάπλωσε. Ξεφυσούσε, ήταν πολύ θυμωμένος. Γύρισε
ανάσκελα, γύρισε μπρούμυτα, γύρισε στο πλάι. Δεν ηρεμούσε. Σηκώθηκε και κοιτάχτηκε στον καθρέφτη.
Ξαφνικά μια νέα απελπισία τον κυρίεψε. Πώς δεν το είχε
προσέξει τόσο καιρό; Είχε αφύσικα μεγάλα αυτιά, τεράστια.
-Θεέ μου! Μουρμούρισε αποκαμωμένος. Είμαι ένα τέρας! Ποτέ
πια δεν πρόκειται να ξεμυτίσω αποδώ μέσα.
Γύρισε στο κρεβάτι του και κουκουλώθηκε από πάνω ως κάτω.
Την άλλη μέρα πρόσεξε πως είχε λίγα μαλλιά και μεγάλη μύτη.
Μετά διαπίστωσε ότι τα μάτια του ήταν πολύ κοντά το ένα με το άλλο. Μετά είδε
πως είχε λίγη καμπούρα. Μετά παρατήρησε
ότι τα δόντια του ήταν πολύ αραιά. Μετά πρόσεξε πως είχε μεγάλη κοιλιά.
Μετά είδε στο δωμάτιο έναν άγνωστο άνθρωπο που γελούσε και
τον έδειχνε. Μετά είδε πολλούς ανθρώπους που τον έδειχναν και τον έλεγαν
σκουπίδι.
Μετά κατέβηκε στο ημιυπόγειο κρατώντας ένα μαχαίρι και
χτύπησε την πόρτα της βρωμιάρας της Σκούρτε που είχε φανερώσει το μυστικό του. Μετά η
Σκούρτε άρχισε να ουρλιάζει.
Μετά δεν θυμάται τίποτα.
Το διήγημα δημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό λογοτεχνικό περιοδικό
Διάστιχο:
2 σχόλια:
Αναρωτιόμουν. Γιατί αυτή η εμμονή του ανθρώπου με το άσχημο, το άρρωστο. Ο δυσμορφοβικός, ο κατά φαντασίαν ασθενής. Ο καταθλιπτικός. Γιατί να μην έχουν την τάση αυτές οι διαταραχές προς το αντίθετο; Να νιώθεις για παράδειγμα, πανέμορφος και ας μην είσαι, να είσαι κατά φαντασίαν υγιής, ή μόνιμα ευτυχισμένος.
GiVasilo, τι να σου πω, την ίδια ακριβώς σκέψη έχω κάνει κι εγώ. Γιατί το νοσηρό να είναι πάντα προς τη μεριά του δυσάρεστου. Θέλει σκέψη.
Δημοσίευση σχολίου