Πολλά έχουν γραφτεί για το σπουδαίο μυθιστόρημα του Φραντς Κάφκα «Η Δίκη» και πολλές αναλύσεις έχουν γίνει γι αυτό το αινιγματικό έργο που κινείται μεταξύ ονείρου και πραγματικότητας. Η κυρίαρχη άποψη είναι ότι πρόκειται εδώ για μια αλληγορία πολιτική που καταδεικνύει την αδυναμία του πολίτη απέναντι στο απρόσωπο και πανίσχυρο Κράτος κλπ κλπ, να μην επαναλάβω εδώ πράγματα γνωστά και χιλιοειπωμένα. Η άποψη αυτή, αγγλοαμερικανικής προέλευσης, είναι αμφισβητήσιμη.
Ο Κάφκα δεν πολιτικολογεί στα έργα του. Ακόμα και στο μυθιστόρημα «Αμερική», που κάποιοι το θεωρούν ως μια κραυγαλέα καταγγελία κατά του καπιταλισμού, το πολιτικό πλαίσιο απλώς εξυπηρετεί τη βαθιά επιθυμία του συγγραφέα να υλοποιήσει ένα κόσμο αποξένωσης, ένα κόσμο ακατάληπτο, αδιάφορο και εχθρικό που είναι όμως η αντανάκλαση τού πώς βίωνε ο ίδιος τον κόσμο και όχι μια καταγγελία τού πώς είναι πράγματι ο κόσμος.
Αυτό δεν σημαίνει ότι ο Κάφκα αδιαφορεί για τα πολιτικά πράγματα της εποχής του. Αντιθέτως, είναι πολύ ενημερωμένος, δείχνει φανερά την προτίμησή του σε μια συγκεκριμένη πολιτική κατεύθυνση και έχοντας καλή γνώση της πολιτικής μπορεί να τη χρησιμοποιήσει κατόπιν στα έργα του. Αλλά πάντα ως πλαίσιο, μέσα στο οποίο θα αναπτύξει την ιστορία του, ένα πλαίσιο πολύ κατάλληλο, εφόσον η φαντασιωτική σχέση του διδύμου εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος που τον κατατρύχει, βρίσκει απόλυτη εφαρμογή και στην πολιτική-κοινωνική πραγματικότητα. Επομένως, όπου φαίνεται να πολιτικολογεί, αυτό ή συμβαίνει παρεμπιπτόντως ή εξυπηρετεί καλύτερα την υλοποίηση των οραμάτων του.
Θα μπορούσε κανείς μελετώντας ένα-ένα τα έργα του να αποδείξει ότι ο Κάφκα κάνει πάντα το ίδιο πράγμα, καταθέτει δηλαδή με λογοτεχνικό τρόπο τον εφιαλτικό εσωτερικό του κόσμο, όμως κάτι τέτοιο θα απαιτούσε κανονική διατριβή πλέον. Θα αρκεστούμε λοιπόν στη «Δίκη». Πριν όμως μιλήσουμε γι αυτήν, ας μελετήσουμε λίγο την προσωπικότητα του συγγραφέα.
Διαβάζουμε ότι υπέφερε από οξείς πονοκεφάλους και έντονες αϋπνίες, ότι είχε δυσανεξία στο θόρυβο και αυτοκτονικούς ιδεασμούς, ήταν ντροπαλός, ενοχικός και αμφιθυμικός, υποχόνδριος και μικροβιοφοβικός ( απείχε από τις κοινωνικές δραστηριότητες από φόβο μη μολυνθεί από τον ιό της πολιομυελίτιδας ή από μηνιγγιτιδόκοκκο). Η εξωτερική του εμφάνιση τού προκαλούσε δυσφορία. Επιπλέον φοβόταν ότι το λεπτό και ασθενικό του σώμα ήταν πολύ ψηλό και η αδύναμη καρδιά του δεν μπορούσε να στείλει παντού αίμα.
Υπέφερε επίσης από μια περίεργη «διαταραχή κατοικίας». Το σπίτι, η οικογενειακή εστία, ο χώρος όπου κάποιος νιώθει ασφαλής και προστατευμένος, περιτριγυρισμένος από τα αγαπημένα του οικεία πρόσωπα, είναι για κείνον ένας επισφαλής, απειλητικός χώρος. Η μεγαλόσωμη μορφή του πατέρα κυριαρχεί εδώ, επιβλητική, αυστηρή, συντριπτική. Ο πατέρας έχει πρακτικό νου και μεγάλη αυτοπεποίθηση, είναι επιτυχημένος και απόλυτα εξουσιαστικός. Ο Κάφκα δεν μπορεί να αναμετρηθεί μαζί του, έχει τον ψυχισμό του παιδιού που είναι μόνιμα στριμωγμένο στη γωνία. «Ένιωθα ένας μικρός σκελετός, ανασφαλής, όταν άλλαζα δίπλα του στα λουτρά. Φοβόμουν το νερό, δεν μπορούσα να μιμηθώ τις δικές του κολυμβητικές κινήσεις», γράφει κάπου. Για τον πατέρα του νιώθει αντιφατικά συναισθήματα μειονεξίας, αγάπης, μίσους, φόβου, σεβασμού, υποταγής, θαυμασμού. Δεν μπόρεσε φυσικά να τον ξεπεράσει ποτέ, το μόνο που κατάφερε ήταν να γίνει το ακριβώς αντίθετό του. «Είμαι ένα επιφυλακτικό, σιωπηρό, ακοινώνητο, ανικανοποίητο πρόσωπο», ομολογεί.
Δεκατριών ετών
Μοναδικό του καταφύγιο είναι η απομόνωση στο δωμάτιό του και η σιωπή.
«Ζω με την οικογένειά μου, ανάμεσα στα καλύτερα και πιο αγαπητά πρόσωπα, περισσότερο ξένος απ’ όσο ένας ξένος. Δεν έχω πει περισσότερες από είκοσι λέξεις τη μέρα στη μητέρα μου τα τελευταία χρόνια, δύσκολα περισσότερο από μια καλημέρα στον πατέρα μου. Δεν μιλώ καθόλου στις παντρεμένες αδελφές και στους γαμπρούς μου κι αυτό όχι γιατί έχω τίποτα μαζί τους. Ο λόγος είναι απλά τούτος, δεν έχω τίποτα να συζητήσω μαζί τους για το παραμικρό». Και αλλού: «Δεν έχω οικογενειακό συναίσθημα και οι επισκέπτες με κάνουν να νιώθω σχεδόν σαν να δέχομαι κακεντρεχή επίθεση».
Αγαπημένο του όραμα είναι ότι ζει στα έγκατα ενός ευρύχωρου υπογείου ολομόναχος χωρίς καμιά επαφή με τον κόσμο. «Θα αποκλειστώ μέχρις αναισθησίας από τους άλλους», γράφει και μια τέτοια σκέψη πρέπει να υποθέσουμε ότι του έδινε μεγάλη ευχαρίστηση. Έχει φυσικά χαμηλή αυτοεκτίμηση και η απόρριψη είναι ο τρόπος με τον οποίο βιώνει τον κόσμο.
Η αίσθηση της ενοχής διατρέχει όλο το έργο του. Πίσω από αυτήν κρύβεται, όχι όμως πολύ καλά, ο μαζοχισμός του. Ο Κάφκα ζει σε μια εποχή, όπου οι σεξουαλικές φαντασιώσεις είναι ακόμα εξοβελιστέες από τη λογοτεχνική παραγωγή. Ο ίδιος δεν εκτιμά την τραχύτητα των εξπρεσιονιστών συναδέλφων του και προτιμά ένα συντηρητικότερο τρόπο γραφής, μολονότι αυτά που γράφει είναι εξαιρετικά ανατρεπτική λογοτεχνία. Πάντως δεν έχει την τρέλα και το θράσος του ντε Σαντ για να περιγράψει χωρίς αιδώ τα εξημμένα του οράματα, αναγκάζεται λοιπόν να γίνει υπαινικτικός. Τα βασανιστήρια, ο σωματικός πόνος και η ταπείνωση περιγράφονται πολύ καλά, αλλά δεν συνοδεύονται από την αυτονόητη ηδονή που έχει ένας μαζοχιστής.
Γράφει:
«Περνώντας μπροστά απ’ το παράθυρο ενός ισογείου, ένα σχοινί δεμένο γύρω απ’ το λαιμό μου να με τραβήξει μέσα και, δίχως καμιά προσοχή, σαν να με σέρνει ασυλλόγιστα κάποιος από πάνω, να διαπεράσω με φόρα όλα τα ταβάνια, τα έπιπλα, τους τοίχους και τις σοφίτες ματωμένος και καταξεσκισμένος, ώσπου να φανεί πάνω στη στέγη η άδεια θηλιά, απ’ την οποία θα έχουν μόλις αποκολληθεί τα τελευταία υπολείμματά μου καθώς αυτή διαπέρασε τα κεραμίδια». Αλλού παραθέτει την εικόνα ενός άνδρα που είναι δεμένος χειροπόδαρα σε δυο κοντάρια. Τα κοντάρια θα κινούνται με τέτοιο τρόπο, ώστε θα ξεσκίσουν τον άνδρα στα δύο. Και αλλού φαντάζεται ότι ένα μαχαίρι ειδικό να κόβει το κρέας σε μερίδες, κόβει στα γρήγορα το κορμί του.
Φαντασιώσεις αναπόφευκτες, αν αναλογιστούμε τις τρομαχτικές απειλές που εισέπραττε ο μικρός Φράντς από τον πατέρα του, όπως πχ «θα σε σκίσω σαν ψάρι!»
Στη «Δίκη» υπάρχει ένα ολόκληρο κεφάλαιο με τον τίτλο «Ο Μαστιγωτής», όπου ο συγγραφέας παραδίδεται σε ένα απροκάλυπτα σαδομαζοχιστικό όραμα. Για το Μαστιγωτή θα μιλήσουμε παρακάτω.
Στη «Σωφρονιστική Αποικία» ο σαδομαζοχισμός αυτός φτάνει στο αποκορύφωμά του, σε σημείο που, όταν ο Κάφκα διάβασε το διήγημά του σε μια συγκέντρωση, πολλές γυναίκες λιποθύμησαν. Στην παρατήρηση του εκδότη του ότι πρόκειται για μια οδυνηρή ιστορία, απαντά: «Η εποχή μας και συγκεκριμένα η δική μου είναι πολύ οδυνηρή». Με τον τρόπο αυτό μεταμφιέζει το νοσηρό του όραμα σε πολιτική καταγγελία και ξεγελά τους αναγνώστες του.
Όμως, όταν τελειώνει το διήγημά του «Η Κρίση» (μια ιστορία σύγκρουσης ανάμεσα σε πατέρα και γιο, όπου ο πατέρας καταδικάζει το γιο του σε θάνατο και ο γιος αυτοκτονεί πέφτοντας στο ποτάμι), ομολογεί ότι βρισκόταν σε μια κατάσταση που ήθελε να εκσπερματίσει. Εδώ λοιπόν βλέπουμε μια σύνδεση του μαζοχιστικού οράματος με τη σεξουαλική διέγερση. Για το ίδιο διήγημα γράφει στα Ημερολόγιά του: «Βρίσκομαι σε επαίσχυντα βάθη γραφής. Μόνο έτσι μπορεί να γράφει κανείς, μόνο με τέτοια συνοχή, με τέτοιο ολοκληρωτικό άνοιγμα του σώματος και της ψυχής».
Τα οράματά του περιλαμβάνουν και άλλους βασανισμούς του σώματος, όπως νηστεία και παρατεταμένη πείνα και περιέχουν και κανιβαλιστικές νύξεις. Το σώμα είναι τόπος τιμωρίας λοιπόν.
Γενικά όμως ο διάχυτος σαδομαζοχισμός στα έργα του Κάφκα δεν φαίνεται να συνοδεύεται από την αναμενόμενη σεξουαλική ηδονή. Η ηδονή αυτή είναι περισσότερο πνευματική, είναι η διαστροφική ευχαρίστηση που εισπράττει ο μαζοχιστής με το μυαλό του, καθώς κατασκευάζει τέτοιες φαντασιώσεις.
Εξάλλου για τον συγγραφέα η σωματική ηδονή δεν έχει σχέση με την ομορφιά. Η σεξουαλική επαφή είναι κατ’ αυτόν βρόμικη και φυσικά ενοχική, είναι «η τιμωρία τού να είσαι μαζί». Λέει για τη Φελίτσε, με την οποία είχε ερωτική σχέση για ένα διάστημα: «Δεν μπορώ να ζήσω χωρίς αυτήν αλλά ούτε μαζί με αυτήν». Κατά την άποψή του η ερωτική σχέση είναι σκληρή και τρομακτική. Ο Κάφκα αποστρέφεται τη σεξουαλική ηδονή και νιώθει για το αιδοίο αηδία. Πολλοί συσχετίζουν με το αιδοίο την περιγραφή της φριχτής πληγής του παιδιού, όπου μέσα της σαλεύουν σκουλήκια στο διήγημα «Ο Αγροτικός Γιατρός».
Με τη Φελίτσε
Ο ρομαντικός έρωτας στα έργα του έχει αντικατασταθεί από τις σεξουαλικές επαφές με πόρνες, πωλήτριες, υπηρέτριες, γενικά με γυναίκες χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων που παρουσιάζονται συχνά ως υπερσεξουαλικές, απειλητικές φιγούρες. Ο Κ. στη «Δίκη» λέει για το χέρι της Λένι: « Τι ωραία αρπάγη!». Ο Καρλ Ρόσμαν στην «Αμερική» γίνεται θύμα αποπλάνησης μιας υπηρέτριας, αλλά η συνουσία μαζί της δεν έχει καμιά γοητεία. Στο ίδιο μυθιστόρημα συναντούμε την καταπληκτική Μπρουνέλντα, μια τετράπαχη πρώην τραγουδίστρια, με διπλοσάγονο που κάθεται με τα πόδια ορθάνοιχτα, που λαχανιάζει, μόλις κάνει δυο βήματα, που την ανεβάζουν σηκωτή από τις σκάλες, γιατί η ίδια λόγω πάχους και αρθριτικών δεν μπορεί να ανέβει μόνη της, που γυμνή στη μπανιέρα την πλένει ο εραστής της και που προκαλεί το γενικό θαυμασμό των ανδρών: «Αχ, Θεέ μου, Θεέ μου, όμορφη που ήταν! Τι γυναίκα!». Η αυταρχική παχύσαρκη Μπρουνέλντα είναι ένα σκοτεινό σεξουαλικό σύμβολο (ας θυμηθούμε την Αφροδίτη του Βίλλεντορφ), απωθητική και συγχρόνως ακαταμάχητα και νοσηρά ερεθιστική.
Στον «Πύργο» έχουμε μια σεξουαλική σκηνή ανάμεσα στον Κ. και την ασήμαντη ξανθούλα Φρίντα πίσω από τον πάγκο της μπιραρίας, πάνω στο πάτωμα που είναι ακάθαρτο (όπως και το σεξ) από τις χυμένες μπίρες και τις άλλες βρομιές. Ωστόσο προς έκπληξή μας η περιγραφή εδώ έχει έναν απόηχο από τη γλύκα του έρωτα: «Εκεί πέρασαν ώρες, ώρες με κοινή ανάσα, με κοινό χτύπο της καρδιάς, ώρες που ο Κ. είχε αδιάκοπα την αίσθηση πως χάνεται ή πως είναι τόσο μακριά σ’ ένα ξένο κόσμο, όσο κανένας άλλος πριν από αυτόν, σ’ ένα κόσμο ξένο όπου ακόμη κι ο αέρας δεν είχε κανένα στοιχείο από τον αέρα της πατρίδας, όπου ήσουν καταδικασμένος να πνιγείς από ξενικότητα και που μέσα στα παράλογα θέλγητρά του δεν μπορούσες να κάνεις τίποτα παρά να εξακολουθήσεις να πηγαίνεις, να εξακολουθήσεις να χάνεσαι».
Αντίστροφη πορεία ακολουθούν οι ήρωες του Κάφκα, οι οποίοι εκθηλύνονται, όσο εξελίσσεται η ιστορία. Αυτοί σέρνονται, γονατίζουν, σκύβουν το κεφάλι, έχουν την πλάτη κυρτωμένη (στάσεις υποταγής) και τέλος σκοτώνονται «σαν το σκυλί». Με άλλα λόγια συντρίβονται κατά την (οιδιπόδεια) σύγκρουση με τους ισχυρότερούς τους που συμβολίζουν την πατρική εξουσία.
Εννοείται ότι με τέτοια νοσηρά εφόδια ψυχής ο Κάφκα ήταν ανίκανος να προχωρήσει σε γάμο. Ο γάμος είναι μαρτυρικός θάνατος, λέει. Γι αυτό το λόγο, αν και είχε αισθηματικές σχέσεις με αρκετές γυναίκες (Φελίτσε, Μιλένα, Γιούλιε, Ντόρα), δεν παντρεύτηκε ποτέ. Ο γάμος είναι εμπόδιο στη γραφή, δικαιολογείται.
Όμως εδώ μάλλον συμβαίνει κάτι άλλο. Ο Κάφκα δεν γράφει για τους άλλους, γράφει για τον εαυτό του. Η γραφή είναι η μέθοδος αυτοθεραπείας του, όπως ο ίδιος λέει. Με τον τρόπο αυτό προσπαθεί να εκτονωθεί από τα οράματά του και να μάθει καλύτερα τον εαυτό του. «Δεκατέσσερις μέρες καλή δουλειά, κατά κάποιο τρόπο πλήρης κατανόηση της κατάστασής μου», γράφει στις 15 Οκτωβρίου 1914, την εποχή που συνέγραφε τη «Δίκη».
Αλλά η γραφή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Συχνά παραδίδεται σε αυτοκατηγορίες ότι δεν μπορεί να γράψει. Τα ημερολόγιά του είναι γεμάτα από μισοτελειωμένες ιστορίες που πιάνουν μια σελίδα. Και τα μυθιστορήματά του, πολύ λίγα συγκριτικά με τα διηγήματά του, είναι μισοτελειωμένα. Ο Κάφκα δεν μπορεί να γράψει μυθιστόρημα, γιατί κουράζεται και απογοητεύεται γρήγορα. Το διήγημα τού πάει πιο πολύ, επειδή είναι σύντομο και προλαβαίνει να το ολοκληρώσει, πριν τον καταλάβει ο κόρος και η απογοήτευση. Η αυτοεκτίμησή του πάντως είναι τόσο χαμηλή που καταστρέφει πολλά διηγήματά του Ο Μαξ Μπροντ μάς λέει ότι ο Κάφκα είχε μια τάση ανελέητης αυτοκριτικής και μια στάση αυτοκαταστροφική και μηδενιστική απέναντι στα γραπτά του. Όλοι ξέρουμε ποια ήταν η παραγγελία που του άφησε, πριν πεθάνει: του ζητούσε να καταστρέψει όλα τα αδημοσίευτα χειρόγραφά του και να μην επανεκδοθεί κανένα από τα ήδη εκδοθέντα βιβλία του. «Επιθυμώ να χαθούν τα πάντα», γράφει ο Κάφκα στον Μαξ Μπροντ, «όλα ανεξαιρέτως και να μη διαβαστούν. Θέλω ανεξαιρέτως να καούν όλα»». (Ευτυχώς για την παγκόσμια λογοτεχνία ο Μαξ Μπροντ δεν υπάκουσε). Μια τέτοια επιθυμία ήταν ισοδύναμη με αυτοκτονία, ισοδύναμη με την απόλυτη αυτοεξάλειψή του από τον κόσμο, κάτι που φαίνεται ότι ασκούσε στον Κάφκα μια ισχυρή νοσηρή γοητεία.
Η επιθυμία αυτή της απόλυτης αυτοεξόντωσης που τον διακατέχει, φαίνεται και αλλού, όπως πχ στη φαντασίωσή του ότι με μια θηλιά στο λαιμό διαπερνά όλα τα πατώματα ενός κτιρίου, ώσπου στο τέλος δεν έχουν απομείνει από το σώμα του παρά κάτι υπολείμματα. Και φυσικά οι ήρωές του, οι προβολές δηλαδή του εαυτού του, βρίσκουν ως επί το πλείστον κακό θάνατο.
Ένας τέτοιος διαταραγμένος ψυχισμός δεν μπορεί να έχει θετικά συναισθήματα. «Δεν έχω κανένα συναίσθημα», γράφει, «εκτός από αυτό του παρατηρητή». Όμως έχει συναισθήματα, μόνο που είναι αρνητικά: απαισιοδοξία, ανασφάλεια, αγωνία, άγχος, ενοχή, ντροπή, δυσφορία, απελπισία.
Οι γονείς του Φ.Κάφκα, Χέρμαν και Τζούλι
Ειδικότερα για τους γονείς του τρέφει αντιφατικά συναισθήματα λατρείας και μίσους . Φυσικά τους έχει απογοητεύσει, δεν έγινε ποτέ ο γιος που ονειρεύονταν. Τα ενδιαφέροντά του ήταν εκκεντρικά, αδιαφορούσε για την επαγγελματική του επιτυχία, δεν κατάφερε να παντρευτεί και κυρίως έγραφε λογοτεχνία. Μεγάλο αμάρτημα αυτό το τελευταίο για τον θηριώδη και πρακτικό πατέρα του. «Εξαιτίας σου έχασα την αυτοπεποίθησή μου και απέχτησα ένα ατέρμονο αίσθημα ενοχής», γράφει στην επιστολή προς τον πατέρα του. Όταν βρισκόταν μπροστά του, τραύλιζε. Την απόρριψη ωστόσο τη βίωνε και από τους δυο γονείς του, εφόσον η μητέρα του συντασσόταν με τον πατέρα του και ποτέ με το μέρος του. «Πάντα ένιωθα τους γονείς μου ως διώκτες μου», γράφει στη Φελίτσε. Συναισθηματικά θα παραμείνει ισόβια εξαρτημένος από αυτούς.
Να προσθέσουμε τέλος ότι ένας μαζοχιστικός ψυχισμός νιώθει ισχυρή έλξη για τους πάσης φύσεως θεσμούς. Η δομή των θεσμών είναι παντού και πάντοτε η ίδια: σωφρονιστικά καταστήματα, φυλακές, στρατόπεδα, μοναστήρια, άσυλα, ό,τι προκύπτει ως θεσμός από την κρατική εξουσία περικλείει εντός του το απολυταρχικό στοιχείο. Εδώ εμφανίζεται σταθερά το δίπολο εξουσιαστής – εξουσιαζόμενος. Ο δεύτερος ως έγκλειστος, ως τρόφιμος θα υποστεί την προβλεπόμενη ταπείνωση και δεν υπάρχει κανείς τρόπος να την αποφύγει. Θα την υποστεί με τη θέλησή του, με τη δική του συναίνεση, πράγμα που αποτελεί τη νίκη της εξουσίας πάνω στον εξουσιαζόμενο.
Η Δικαιοσύνη (ως θεσμός) ταυτίζεται στο έργο του Κάφκα με την πειθαρχία. Ακόμη και ένα ελάχιστο παράπτωμα που περνά μάλλον απαρατήρητο, τιμωρείται με σκληρή και απίστευτα δυσανάλογη προς το παράπτωμα τιμωρία. Το ίδιο μπορεί να συμβεί και με μια πράξη που είναι ουδέτερη από ηθική άποψη, αλλά που ένας αυθαίρετος κώδικας την προσδιορίζει ως σοβαρό παράπτωμα. Το θρίαμβο μιας τέτοιας παραμορφωμένης Δικαιοσύνης θα τον βιώσει ο Γιόζεφ Κ. πολύ έντονα στη «Δίκη».
Η προσωπικότητα του Φραντς Κάφκα έχει επίσης στοιχεία παρανοειδούς, σχιζοειδούς και μεθοριακής διαταραχής. Τα στοιχεία αυτά μαζί με τα στοιχεία του σαδομαζοχισμού που αναφέραμε, θα περάσουν ατόφια στη «Δίκη», όπου ο κεντρικός χαρακτήρας, ο Γιόζεφ Κ., θα κινηθεί σε ένα κόσμο χαοτικό, επίφοβο, άφιλο, ανερμήνευτο και ύπουλο, θα προσπαθήσει μάταια να αντισταθεί και στο τέλος θα συντριβεί.
(Στο δεύτερο μέρος θα επιχειρήσουμε μια ψυχαναλυτική προσέγγιση στο μυθιστόρημα του Φ. Κάφκα «Η Δίκη»).
2 σχόλια:
Η πίσω πλευρά του ευρωπαϊκού μεγαλείου, συγκλονιστική στο σκοτάδι της, νομίζω ότι με τον Κάφκα ισορροπεί το σοκ από τις εξίσου συγκλονιστικές αστραπές του Νίτσε.
(Κι εντάξει, θα γραφτούν και στο μέλλον άλλου είδους συγκλονιστικές γραμμές για τον άνθρωπο.
Με τα σύγχρονα σκευάσματα γαλήνης όμως, δεν θα εκλείψουν οι επώδυνες παλιές μεγάλες αφορμές, Καίτη;)
AKG, το ερώτημα είναι: τέχνη ή άνθρωπος; Η δική μου απάντηση είναι "άνθρωπος". Στον Παράδεισο, φαντάζομαι, οι καλλιτέχνες δεν θα έχουν τι να κάνουν.
Δημοσίευση σχολίου