Στην κωμωδία του «Θεσμοφοριάζουσαι» ο Αριστοφάνης εμφανίζει έναν ενδιαφέροντα χαρακτήρα, έναν αλλοδαπό που μιλά τα ελληνικά με πολύ αστείο τρόπο και που είναι τελείως άσχετος με την ελληνική κουλτούρα.
Το κράτος της Αθήνας διέθετε εκείνη την εποχή 300 Σκύθες τοξότες που εκτελούσαν χρέη αστυνόμου επιβάλλοντας κυρίως την τάξη στις συνελεύσεις των πολιτών και φυλάσσοντας τους κρατούμενους. Οι Σκύθες αυτοί ήταν δημόσιοι δούλοι.
Στην κωμωδία λοιπόν αυτή του Αριστοφάνη ένας Σκύθης τοξότης διατάσσεται να δέσει έναν παραβάτη, κάποιον που μεταμφιεσμένος σε γυναίκα ανακατεύτηκε με τις Θεσμοφοριάζουσες και που συμβαίνει να είναι ο πεθερός του Ευριπίδη Μνησίλοχος. Ο Ευριπίδης έρχεται μασκαρεμένος σε Περσέα και προσπαθεί να ελευθερώσει τον πεθερό του, αλλά δεν τα καταφέρνει. Κάνει μια δεύτερη απόπειρα, αυτή τη φορά φέρνοντας μαζί του μια νεαρή χορεύτρια ντυμένη προκλητικά. Ο Σκύθης παρασύρεται από τα νάζια και τα τσακίσματα της χορεύτριας, ξεχνά τον κρατούμενο Μνησίλοχο και ο Ευριπίδης βρίσκει την ευκαιρία να τον λύσει και να φύγουν μαζί.
Ας δούμε τώρα πώς παρουσιάζει ο Αριστοφάνης το Σκύθη να μιλά. Δεν θα αναφέρουμε βέβαια όλα του τα λόγια αλλά τα πιο χαρακτηριστικά.
Λέει στο Μνησίλοχο:
«Περ’ εγώ’ ξενέγκι πορμός, ίνα πυλάξι σοι ».
(Φέρ’ εγώ ‘ ξενέγκω φορμόν, ίνα φυλάξω σε - Δες, εγώ θα φέρω μια ψάθα για να σε φυλάξω ).
Πιο κάτω:
«Πότε το πωνή;»
(Πόθεν η φωνή; - από πού έρχεται η φωνή;)
«Ου καιρήσεις»
(ου χαιρήσεις – δεν θα χαρείς).
«Λαβέ τη μιαρά»
(Λαβέ την μιαράν –πιάσε την, την άτιμη).
«Λάλο και κατάρατο γύναικο»
(Λάλον και κατάρατον γύναιον – φλύαρο και καταραμένο γύναιο).
«Ου παρτέν΄εστίν, αλλ’ αμαρτωλή γέρων και κλέπτο και πανούργο»
(Ου παρθέν’ εστίν αλλ’ αμαρτωλός γέρων και κλέπτης και πανούργος – δεν είναι παρθένα αλλά ένας κολασμένος γέρος και κλέφτης και πανούργος).
«Τι το βόμβο τούτο;»
(Τις ο βόμβος ούτος- τι βουή είναι αυτή;).
«Συ δε τούτο τήρει τη γέροντο, γράδιο».
( Συ δε τήρει τούτον τον γέροντα, γράδιον - κι εσύ φύλαε αυτό το γέρο, γριούλα).
Τέλος ο Σκύθης ρωτά πώς λένε τη χορεύτρια και ο Ευριπίδης τού απαντά «Αρτεμισία». Και αυτός λέει:
«Μεμνήσι τοίνυν τούνομ’. Αρταμουξία».
(Μεμνήσομαι τοίνυν τούνομ’. Αρτεμισία – θα θυμάμαι λοιπόν το όνομα. Αρτεμισία).
Ο Σκύθης, δεν μπορεί να προφέρει τα σύμφωνα χ-φ-θ και αντί για αυτά χρησιμοποιεί τα κ-π-τ. Έτσι λέει «αιτρίαν» αντί αιθρίαν, «πωνή» αντί φωνή, «καιρήσεις» αντί χαιρήσεις, «κεπαλή» αντί κεφαλή, «αποτανουμένη» αντί αποθανουμένη, «παρτένα» αντί παρθένα, «παίνεται» αντί φαίνεται, «επτόνησα» αντί εφθόνησα, «ελαπρός» αντί ελαφρός, «ξιπομάκαιρα» αντί ξιφομάχαιρα, «τυγάτριον» αντί θυγάτριον, «ορτώς» αντί ορθώς.
Τη δασεία που ως πνεύμα ακουγόταν τότε πολύ καθαρά στην εκφορά του λόγου, ο Σκύθης την αντικαθιστά με ψιλή. Αυτό το βλέπουμε εμείς σήμερα στην ορθογραφία. Έτσι παρατηρούμε ότι παίρνουν ψιλή οι εξής δασυνόμενες λέξεις: ικετεύω, ίνα, η (το άρθρο), οίον, ώσπερ, ως, οδός. Μπορούμε επομένως να φανταστούμε ότι ο Σκύθης έλεγε τις λέξεις αυτές με λάθος προφορά προκαλώντας το γέλιο του κοινού.
Εννοείται ότι μπερδεύει τα γένη, συγχέει τα αρσενικά με τα θηλυκά και τα ουδέτερα. Έτσι λέει: «κατάρατο» αντί κατάρατε, «αμαρτωλή γέρων» αντί αμαρτωλός γέρων, «το πρωκτό» αντί ο πρωκτός, «τη γέροντο» αντί τον γέροντα, «τη σανίδο» αντί την σανίδα, «το κεπαλή» αντί την κεφαλήν, «το ξιπομάκαιραν» αντί την ξιφομάχαιραν, «μιαρός αλώπηξ» αντί μιαρά αλώπηξ, «το βόμβο» αντί ο βόμβος, «καλό γε το πυγή» αντί καλή γε η πυγή, «αττικός μέλις» αντί αττικόν μέλι, «γλυκερό το γλώσσα» αντί γλυκερά η γλώσσα.
Την κατάληξη -ν την αποφεύγει (όπως κι εμείς σήμερα):
Μιαρό, τη μιαρά, λάλο και κατάρατο, το κώδιο, γράδιο, την οδό.
Τα σύμφωνα πάντως β-γ-δ τα προφέρει σωστά, αλλά πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι οι αρχαίοι Έλληνες τα πρόφεραν ως b-g-d.
Φυσικά κάνει και συντακτικά λάθη, αλλά αυτά θα τα παραλείψουμε εδώ.
Περισσότερο ενδιαφέρον έχει να δούμε πόσο μακριά από την ελληνική κουλτούρα βρίσκεται αυτός ο αλλοδαπός που η μοίρα του τον προόριζε να βρεθεί στην Αθήνα ως δημόσιος δούλος.
Ο Αριστοφάνης θέλοντας να σατιρίσει τον Ευριπίδη τον παρουσιάζει μεταμφιεσμένο σε Περσέα, καθώς προσπαθεί να σώσει τον πεθερό του. Τον βάζει μάλιστα να απαγγέλλει τους στίχους που έχει γράψει ο ίδιος ο Ευριπίδης στην ομώνυμη τραγωδία του «Περσεύς» (πρέπει να φανταστούμε ότι τους απαγγέλλει με στόμφο, ώστε να προκαλεί το γέλιο στο κοινό):
«Ω, θεοί, σε ποια βαρβαρική χώρα έχουμε έλθει
Με το βήμα γοργό; Απ’ τους αιθέρες μέσα
Κόβοντας δρόμο με φτερά πετώ
Εγώ ο Περσέας προς το Άργος φέρνοντας
Το κεφάλι της Γοργόνας».
Ο καημένος ο αλλοδαπός, άνθρωπος αμόρφωτος και άσχετος, δεν έχει ιδέα ποια είναι η Γοργόνα και νομίζει ότι ο Ευριπίδης μιλά για τον Γόργονα, ένα Αθηναίο γραφέα της εποχής. Η αντίδρασή του προκαλεί πολύ γέλιο στον κόσμο. Μεταφέρω το διάλογο στα νέα ελληνικά:
Σκύθης: Τι λέει; Συ φέρνεις το κεπάλι Γόργονα το γραμματέο;
Ευριπίδης: Της Γοργόνας λέω, βρε.
Σκύθης: Ναι, κι εγώ Γόργο λέει.
Ευριπίδης (απαγγέλλει ως Περσεύς κοιτάζοντας τον πεθερό του): Ω! Ποιος είναι ο βράχος εδώ που βλέπω και ποια η παρθένα ίδια με θεά σαν το καΐκι πάνω του αραγμένη;
Ο πεθερός του Ευριπίδη (που είναι μεταμφιεσμένος σε γυναίκα) μπαίνει στο παιχνίδι και κάνει πως είναι η Ανδρομέδα:
-Ξένε, λυπήσου με τη δύστυχη και λύσε με απ’ τα δεσμά μου!
Ο Σκύθης, αρκετά αφελής, δεν παίρνει μυρωδιά ότι τον κοροϊδεύουν και λέει στον Μνησίλοχο:
-Να το βουλώνει εσύ. Κατάρατο, τολμά μιλά που πετάνει;
Ευριπίδης: Ω, παρθένα, λυπάμαι που σε βλέπω κρεμασμένη.
Σκύθης: Ντεν είναι παρτένα, είναι κολασμένη γέρο και κλέπτο και πανούργο.
Ευριπίδης: Βλακείες λες, Σκύθη. Αυτή βρε είναι η Ανδρομέδα, η κόρη του Κηφέα.
Σκύθης: Κοίτα εργκαλείο του. Ε; Μικρό σού παίνεται;
Αργότερα ο Ευριπίδης επιστρέφει μαζί με τη χορεύτρια, την οποία συστήνει στο Σκύθη με το όνομα της γνωστής βασίλισσας της Καρίας Αρτεμισίας. Αλλά το πασίγνωστο αυτό όνομα δεν λέει τίποτα στο Σκύθη που το επαναλαμβάνει αλλοιωμένο ως Αρταμουξία.
Ο Σκύθης λοιπόν εκτός από τα κακά ελληνικά του είναι φανερό ότι δεν μετέχει της ελληνικής παιδείας. Δεν διαφέρει καθόλου δηλαδή από ένα σημερινό αλλοδαπό, ένα μετανάστη που ξεριζωμένος από τον τόπο του ζει σε ένα πολιτισμικό περιβάλλον που δεν καταλαβαίνει.
« Ουδέν καινόν...», όπως έλεγαν οι σοφοί πρόγονοι.
5 σχόλια:
Μου θυμίζει η προφορά του Αρμένη. Πάντως στον Αισχύλο στους επτά επί Θήβας, που δεν έχει γραφτεί τυχαία την εποχή που έχει γραφτεί, γίνεται μια αναφορά στους Σκύθες, που μπορεί να καταλάβει κανείς τη δράση τους και το ρόλο τους στο πως χειρίζονται τις τύχες των λαών. Λέει ""Ένας κυβερνά τους κλήρους ξένος,
που ήρθε από τα μέρη της Σκυθίας
-ο Χάλυβας- τα μέρη,
που κλερονομιές και χτήματα μοιράζει,
ο σκληρόκαρδος, με σίδερο στο χέρι
και τα ζάρια του μ΄απόφαση τινάζει,
ΤΟΣΗ ΝΑ ΚΡΑΤΟΥΝ ΣΤΗΝ ΚΑΤΟΧΗ ΤΟΥΣ ΧΩΡΑ
ΟΣΟ ΤΟΠΟ ΓΗΣ ΘΑ ΠΙΑΝΟΥΝ ΠΕΘΑΜΕΝΟΙ,
τους μεγάλους των τους κάμπους στερημένοι.
Κι όταν θα πέσουν νεκροί
ο ένας απ΄τάλλου ΣΦΑΓΜΕΝΟΣ το χέρι
και το μαυρόπηχτο το αίμα τους πιη
το ξερό χώμα της γη,
ποιός καθαρμούς θα προσφέρη;" Έψαξα στη βικιπαίδεια για τους Σκύθες όπου καταλήγει "Κανείς δεν μπορεί να πει με σιγουριά ότι όλοι αυτοί οι διαφορετικοί λαοί οι οποίοι αναφέρονται ως "Σκύθες" ή "Σάκα" μιλούσαν Ιρανικές γλώσσες ή ότι συνδέονταν γενετικά στο σύνολο αυτών που εξ αρχής μιλούσαν Ιρανικά. Ίσως να είχαν μόνο μια ελίτ που μιλούσε Ιρανικά και οι μητρικές γλώσσες των λαών που κυβερνούσαν μπορεί να ήταν τα Πρωτογερμανικά, τα Πρωτοσλαβικά, οι Ινδοαριανικές γλώσσες και/ή ακόμα και τα Tocharian (αυτό μπορεί να εξηγήσει την παρουσία των Tocharian στα ανατολικά)." Aς μην μπερδεύουμε λοιπόν τους σκλάβους λαούς τους, με τους πραγματικούς Σκύθες....που τις εφαρμογές των σχεδίων τους, βιώνουμε και σήμερα.
Ανώνυμε, σε ευχαριστώ για το εκτενές σχόλιο και τις πληροφορίες που μας δίνεις.
Κυρία Βασιλάκου καλημέρα σας. Χαίρω ιδιαίτερα για την εκτενή αναφορά στην "ξενολαλία" του Σκύθη, διότι κρύβει αρκετά μυστικά για την προσέγγιση της κλασσικής αττικής φωνολογίας. Όχι όμως με τον τρόπο που την αντιμετώπιζε παλαιά η φιλολογική επιστήμη μέσω της φθογγολογίας, αλλά με ριζικά νέους γλωσσοδομικούς τρόπους προσέγγισης που αναπτύσσονται αυτή τη στιγμή στην κόψη. Εάν σας ενδιαφέρει, επικοινωνούμε. Στο fb γράφομαι Demetrios E. Lekkas.
Καλησπέρα, κ. Λέκκα. Σας έστειλα αίτημα φιλίας στο φβ.
Δημοσίευση σχολίου