26/3/10

Όταν διαβάζω Ιστορία

Όταν διαβάζω Ιστορία, περιπλανιέμαι εδώ κι εκεί, συναναστρέφομαι περίεργους ανθρώπους, ανοίγω έντρομη τα μάτια, ανατριχιάζω, αηδιάζω, οργίζομαι. Σπανίως χαίρομαι, γιατί σπανίως η Ιστορία του Ανθρώπου έχει χαρά. Κατά κανόνα έχει τρόμο.



Όταν διαβάζω Ιστορία στην ησυχία του σπιτιού μου, ζω εκ του ασφαλούς – έτσι νομίζω δηλαδή - όλες τις τραγωδίες και τις συμφορές: πολέμους και σφαγές, αλώσεις πόλεων και λεηλασίες, επιορκίες και μπαγαποντιές, πρόστυχες συμμαχίες, κοντόφθαλμα συμφέροντα - ή άλλα που τα λένε ιδανικά – διπροσωπία και βρώμικη διπλωματία, καμιά αξία για τίποτα εκτός από την απληστία και την κτηνώδη επιθυμία για περισσότερη εξουσία, περισσότερη εξουσία, περισσότερη εξουσία. Και αίμα, άφθονο αίμα και θάνατο, βιασμούς, βασανιστήρια, απανθρωπιά, σκληρότητα, απίστευτη αδικία, απίστευτη θηριωδία. Όλοι εκείνοι οι παλαιοί επομένως που απογυμνώθηκαν, ταπεινώθηκαν, ξεψύχησαν μαρτυρικά, καθόλου δεν μεταμορφώθηκαν σε ακίνδυνο παρελθόν.
Όταν διαβάζω Ιστορία, ανησυχώ.



Όταν διαβάζω Ιστορία, διαμαρτύρομαι.
Πώς πήραν τέτοιες αποφάσεις για λογαριασμό μου χωρίς να με ρωτήσουν; Γιατί αυτό που είμαι τώρα, η μορφή δηλαδή με την οποία φανερώθηκα στον κόσμο, θα μπορούσε να ήταν χίλιες δυο άλλες αποκλίσεις. Στους αμέτρητους προηγούμενους άλλους που δεν με υποπτεύθηκαν, που δεν απασχολήθηκαν ποτέ με τον αιώνα μου, που γι αυτούς η εποχή μου ήταν μηδέν και ανύπαρκτη, χρωστώ εγώ σήμερα την ταυτότητά μου.



Όταν διαβάζω Ιστορία, βλέπω το αόρατο μικρό μου σπέρμα να πλανιέται στον αέρα και να προετοιμάζεται. Όλες αυτές οι σφαγές, οι βαρύγδουποι λόγοι, οι νεκροί που έκαναν τα μεγάλα και τα φοβερά, δούλευαν δηλαδή για μένα. «Για σκέψου», λέω, «τι έπρεπε να προηγηθεί για να λάβω εγώ την υπόστασή μου. Για σκέψου: αν έλειπε αυτή η λεξούλα από εκείνη τη Συνθήκη, εγώ τώρα δεν θα ήμουν πουθενά».


Όταν διαβάζω Ιστορία, καταλαβαίνω τι σημαίνει σούρσιμο τυφλοπόντικα στα σκοτεινά, αβέβαιη πορεία και ασυνείδητη μέσα από στοιχειωμένα δάση, δυστυχία τόσο επίμονη που πια δεν φέρνει πόνο, μάζες ανθρώπων αναλώσιμες, εμμονές και δεισιδαιμονίες που βαφτίζονται ιδεολογίες, αποτέλεσμα αναγκαίο που το λένε νίκη και άγρια ανησυχία για το νέο, βαθύς φόβος για το νέο, τυφλό μίσος για το νέο που προβάλλει δειλά στη γωνία. Αλλά το νέο, σαν μικρό παιδί, χαμογελά, πέφτει, σηκώνεται και προχωρεί παραπατώντας.
Αυτό το νέο είναι η μόνη μας ελπίδα μήπως και καταφέρουμε να βγούμε κάποτε από τούτο το Λαβύρινθο.


Όταν διαβάζω Ιστορία, γίνεται το παρόν μου διάφανο, μετά εξαερώνεται.
Όσο κι αν προσπαθώ να το κρατήσω, γλιστρά αυτό και φεύγει προς τα πίσω, μεταμορφώνεται σε παρελθόν μέσα σε δευτερόλεπτα. Θα γίνει κάποτε βιβλίο, μετά σελίδες, έπειτα θα συρρικνωθεί σε παραγράφους, έπειτα σε γραμμές.

Όταν διαβάζω Ιστορία, βλέπω το βράχο που σκαλίζεται αργά, πολύ αργά, αόρατα για μένα που είμαι μια στιγμή. Και στους μελλοντικούς της τόμους, μια στιγμή θα είμαι εγώ, η εποχή μου, ο αιώνας μου, οι Μεγάλοι, τα Μεγάλα, τα Σπουδαία και τα Φοβερά.

Μια μόνο στιγμή.

2 σχόλια:

Nansia είπε...

Όσο σκοτεινό κι αν είναι τόσο κούναγα συναινετικά το κεφάλι μου καθώς το διάβαζα.
Τόσο όμορφο κείμενο, τόσο "όμορφος" κόσμος, τόσα χαμόγελα σκάμε στο τέλος!

Καίτη Βασιλάκου είπε...

Το περίεργο είναι ότι εξακολουθούμε να χαμογελάμε. Ή πρόκειται για ανακλαστική σύσπαση του μυός ή είμαστε ηλίθιοι ή κάτι καλό ξέρουμε πως θα έρθει στο τέλος.