15/9/24

Σε ένα τουρκικό σχολείο

 

 




Είδα προ ημερών στην τηλεόραση την ταινία «Ξερά Χόρτα» του  Νουρί Μπιλγκέ Τσεϊλάν, μια ωραία ταινία, για την οποία δεν σκοπεύω να κάνω κριτική, αλλά να γράψω όσα πρόσεξα ότι συμβαίνουν στα σχολεία της γείτονος χώρας Τουρκίας, μιας χώρας που πολιτιστικά θεωρούμε κατώτερη από μας.

Και προφανώς είναι κατώτερη από μας σε πολλά, αλλά στο θέμα της εκπαίδευσης παρατήρησα μια πρόοδο που με εξέπληξε.

Η ιστορία εξελίσσεται σε μια απομονωμένη πολίχνη της Ανατολίας, πνιγμένη στο χιόνι τον μισό χρόνο, όπου διδάσκουν δάσκαλοι από άλλα μέρη της χώρας διορισμένοι ( πεταμένοι) εκεί. Θα περίμενε κανείς να δει σχολεία ερείπια, παγωμένα παιδιά και γενικά μια καθυστέρηση σε όλα τα επίπεδα.

Αντιθέτως είδα ένα σχολείο σύγχρονο που θερμαίνεται με καλοριφέρ και νεαρούς δασκάλους με προχωρημένες ιδέες. Υπήρχε ακόμα και δάσκαλος καλλιτεχνικών. 

Είδα και κάτι που δεν έχουμε εμείς εδώ: ζεστά ρούχα σε ένα κιβώτιο, από όπου τα άπορα παιδιά μπορούσαν να πάρουν ένα παλτό, μια ζεστή μπλούζα ή παπούτσια και αυτό να γίνεται διακριτικά σε ένα δωμάτιο, όπου έμπαινε κάθε φορά ένα παιδί, χωρίς να το βλέπουν τα άλλα. Μόνο ο δάσκαλος ήταν παρών.

Είδα και κάτι που εμείς εδώ οι μοντέρνοι το έχουμε εγκαταλείψει: τα παιδιά, όταν ο δάσκαλος έμπαινε στην τάξη, σηκώνονταν όρθια και αυτός τους έλεγε να καθίσουν. Παρωχημένο, θα πείτε. Κι όμως, αλλιώς βλέπει τον δάσκαλό του ένας μαθητής, όταν πρέπει να σηκώνεται από το θρανίο του, όταν αυτός μπαίνει στην τάξη.

Είδα και κάτι άλλο εξίσου παρωχημένο: όταν ο δάσκαλός έχει λόγο να θυμώσει για κάτι που συνέβη στην τάξη, φωνάζει. Ναι, φωνάζει, δεν προσπαθεί να χαϊδέψει τα άταχτα κεφαλάκια και να τα συμβουλέψει γλυκά. Φωνάζει! Και η τάξη κάθεται μαρμαρωμένη. Παρωχημένο αλλά πολύ αποτελεσματικό. Κανένα παιδί δεν διανοείται να επιτεθεί στον δάσκαλό του ή να αυθαδιάσει.

Τέλος είδα και κάτι που μου φάνηκε τραβηγμένο: ο δάσκαλος βγάζει από την τάξη μια μαθήτρια που έκανε ένα σοβαρό λάθος, αλλά δεν τη στέλνει στον διευθυντή. Την υποχρεώνει να σταθεί όρθια στον διάδρομο με την πλάτη κολλημένη στον τοίχο.

Η ταινία, άσχετα από το θέμα της, μας φανερώνει πώς λειτουργεί ένα σχολείο σε μια απομακρυσμένη και καθυστερημένη περιοχή της Τουρκίας. Το σύγχρονο συλλειτουργεί με το παλιό. Ο Ερντογάν προσπαθεί να εκσυγχρονίσει τη χώρα του και φαίνεται ότι τα καταφέρνει. Μπορεί για μας να είναι εχθρός, στους Τούρκους όμως, το καταλαβαίνω πολύ καλά, είναι αγαπητός.

Ένα κοινό σημείο βρήκα με τους δικούς μας εκπαιδευτικούς: κι εκείνοι, όπως και οι δικοί μας, έχουν χαμηλούς μισθούς.



11/9/24

Τα ρολόγια

 




 

Έχω ρολόγια σε όλα τα δωμάτια


που τα κοιτάζω κάθε τόσο


και κάτι σαν διάλογος


ανοίγει μεταξύ μας.


 

Είναι νωρίς ακόμα.


Όντως είναι νωρίς.


Μεσημέριασε,


πείνασα λίγο, ας φάω κάτι.


Και δεν τρως; Κοντεύει τέσσερις.


Εφτά η ώρα κι έξω ο ήλιος καίει την πέτρα,


να βάλω τον κλιματισμό και να χωθώ στον καναπέ,


να δω και λίγη τηλεόραση.


Δέκα η ώρα.


Είδες πότε πέρασε η ώρα;


Θα μείνω ως τις έντεκα,


μετά θα πάω στον υπολογιστή.


Έντεκα και μισή,


σήκω, πάρε τα φάρμακά σου.


Α, ναι, κόντεψα να το ξεχάσω.


Μεσάνυχτα,


μήπως να φας κάτι;


Μπα, δεν πεινώ. Θα φάω μόνο φρούτα.


Μία τη νύχτα.


Σήκω από την καρέκλα, ετοιμάσου.


Ασφαλώς, ώρα για ύπνο τώρα.


Μιάμιση. Ακόμα δεν κοιμήθηκες;


Θα κοιμηθώ, πώς κάνεις έτσι;


 

Σε όλα τα δωμάτια


υπάρχει ένα ρολόι, ένα μάτι


που καθορίζει τις κινήσεις μου.


Όλα με παρακολουθούν, όπου κι αν πάω,


σύντροφοι πιστοί.


 

Πιο αργά, τους λέω καμιά φορά,


δεν γίνεται να πάτε λίγο πιο αργά;


Γλιστρά ο χρόνος γρήγορα,


φεύγει μέσα απ’ τα δάχτυλά μου.


Πότε ξημέρωσε και πότε νύχτωσε,


ούτε που το κατάλαβα.


Λίγο πιο αργά, αν γίνεται, παρακαλώ.


 

Αυτό δεν γίνεται με τίποτα.


Πέσε κοιμήσου τώρα,


μου λένε.




*


Στη φωτογραφία:


Salvador Dali  "Melting Watch".




 

10/9/24

Είμαι ένα λάθος

 




 

Κάθισε κάτω με χαρτί και με μολύβι. Με ένα χάρακα χώρισε το χαρτί στη μέση. Από δω τα συν, από κει τα πλην.

 

Ήξερε βέβαια το αποτέλεσμα, αλλά ήθελε να το δει γραμμένο, να το δουν τα μάτια  του, όχι να κάθεται αόρατο στο μυαλό του.

 

Γέμισε το χαρτί με πλην. Τα συν ελάχιστα.

 

Άφησε κάτω το μολύβι, άναψε τσιγάρο, ήπιε μια γουλιά καφέ.

 

Ξανακοίταξε το χαρτί.

 

«Είμαι ένα τεράστιο λάθος», σκέφτηκε.

 

Πήρε ένα άλλο κομμάτι χαρτί και  κατέγραψε τις αιτίες του λάθους. Ήταν πολλές. Ήταν πολλές…

 

Δεν ένιωσε λύπη, μόνο κούραση.

 

«Φυσικά δεν έχει νόημα. Είμαι γέρος, σε λίγα χρόνια θα πεθάνω».

 

Πέταξε τα χαρτιά στα σκουπίδια.

 

«Εξάλλου έχω συνηθίσει, δεν με πειράζει πια αυτή η ζωή».



(Μικρές ιστορίες)



8/9/24

Καλοκαίρι

 

Περνά το καλοκαίρι,


φεύγουν μαζί του οι δαίμονες,


ζαρώνουν οι φωτιές τους.


 

*

 

Στις παραλίες καίγονται


όλοι χαρούμενοι.


Απορώ.


 

*

 

Μέσα στο σπίτι όλα ήσυχα.


Τα πράγματά μου, τα έπιπλα,


οι γραφές μου.


Τίποτα εδώ μέσα


δεν ξέρει τι είναι ο ήλιος.


 

*

 

Πάλι διέγραψα


από το σημειωματάριό μου


κάποιους γνωστούς.


Πεθαίνουμε λίγοι λίγοι.




6/9/24

Ραβασάκι

 

«Αχ, ναι, σε ξαναείδα προχθές,


κάπως γλυκάθηκε η ζωή μου.


Σ’ ευχαριστώ.


 

Η γυναίκα που δεν θα γνωρίσεις ποτέ.»



4/9/24

Η ζωή συνεχίζεται

 



 

Δεν πάει άλλο, σκέφτηκε.

 

Ήταν αργά, περασμένες δύο, οι άλλοι κοιμούνταν.


Γέμισε ένα ποτήρι με νερό, άνοιξε το μπουκάλι και κοίταξε τα μικρά κίτρινα χάπια.

 

Πήρε ένα,  το κατάπιε με το νερό, μετά άλλο ένα, μετά άλλο ένα. Μετά άλλο ένα.  Τέσσερα. Σταμάτησε λίγο, δίστασε, έπειτα πήρε άλλο ένα κι άλλο ένα. Έξι. Σταμάτησε πάλι, έμεινε για λίγο μετέωρος, μετά πήρε άλλο ένα. Εφτά.

 

Δεν πεθαίνεις με εφτά χάπια. Αλλά μπορεί και να πεθαίνεις. Πρέπει να πάρω κι άλλα, σκέφτηκε.

 

Κράτησε στο χέρι του το όγδοο χάπι, το έπαιξε στα δάχτυλά του.

 

Δεν μπορώ, όχι, δεν μπορώ.

 

Έριξε το χάπι πίσω στο μπουκάλι. Ύστερα πήγε στο μπάνιο και προσπάθησε να ξεράσει. Δεν τα κατάφερε.

 

Ας γίνει ό,τι θέλει.

 

Πήγε στο δωμάτιό του και ξάπλωσε στο κρεβάτι.

 

Ξύπνησε την άλλη μέρα κατά το απόγευμα.

 

Η ζωή συνεχίζεται, σκέφτηκε. 


Δεν ένιωσε ούτε χαρά ούτε λύπη. 



(Μικρές ιστορίες)