30/8/24

Επίλογος ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 


                       Οδός Ελευθερίου Βενιζέλου, Χαλέπα, Χανιά

 

Η μαμά βρήκε να νοικιάσουμε ένα καινούργιο σπίτι πολύ ωραίο που είναι έξω από τα Ταμπακαριά και τον χωματόδρομο, στην οδό Ελευθερίου Βενιζέλου που  ξεκινά λίγο πιο πάνω, από την πλατεία Ελευθερίου Βενιζέλου και φτάνει ως κάτω, στο κέντρο της πόλης μας.

 

 Είναι μεγάλο αυτό το σπίτι με πέντε δωμάτια, δύο κάτω και τρία επάνω. Μου αρέσει πολύ εδώ. Πρώτα-πρώτα φύγαμε από τα Ταμπακαριά και ησυχάσαμε από τη βρόμα. Εδώ ο αέρας είναι καθαρός. Έπειτα έχω το δικό μου δωμάτιο τώρα, με το κρεβάτι μου και το τραπέζι με τα βιβλία μου. Έχουμε κι ένα μπαλκόνι κι αποκεί βλέπουμε πάλι τη θάλασσα που είναι από κάτω.

 

Τώρα μένουμε στην κανονική Χαλέπα. Πέντε λεπτά πιο πάνω είναι η πλατεία με το άγαλμα του Βενιζέλου και το αρχοντικό του. Δεξιά και αριστερά ανεβαίνοντας προς στην πλατεία έχει ωραία σπίτια, αρχοντικά κι αυτά, που τώρα μένουν κανονικοί άνθρωποι, αλλά που παλιά, όπως μου είπε ο μπαμπάς, έμεναν εδώ αριστοκράτες από όλη την Ευρώπη, όταν η Κρήτη βρισκόταν υπό Αρμοστεία και μου εξήγησε τι ήταν αυτό, αλλά δεν το κατάλαβα και πολύ καλά. Εδώ είναι και η Γαλλική Σχολή που πήγαινε η κόρη της κυρίας Σοφίας και πάνε κι άλλα κορίτσια και μαθαίνουν εκτός από τα κανονικά μαθήματα και γαλλικά από τις καθολικές καλόγριες.

 

Στο καινούργιο μας σπίτι μετακομίσαμε, όταν τέλειωσα το δημοτικό και μπήκα στο γυμνάσιο.

 

Η μαμά με πήγε μια μέρα σε ένα μαγαζί στην πόλη και μου αγόρασε ένα σουτιέν. Και μετά από λίγο μου ήρθε η περίοδος και ήμουν πολύ χαρούμενη, επειδή τώρα πια είμαι γυναίκα και όχι παιδί.

 

Και αγαπώ τον Χάρη που οδηγεί μια μοτοσυκλέτα. Όποτε τον βλέπω στο δρόμο, χτυπά η καρδιά μου σαν ταμπούρλο και μου κόβεται η αναπνοή. Και ο Χάρης με κοιτάζει και μου χαμογελά και τότε γυρίζω σπίτι και είμαι πολύ ευτυχισμένη.

 

Τα Ταμπακαριά τα ξεχάσαμε.

Δεν ξαναπήγαμε ποτέ εκεί.

 


ΤΕΛΟΣ

 

 

Σας ευχαριστώ όλους όσοι παρακολουθήσατε κάποιες πλευρές της ζωής ενός κοριτσιού μέχρι τα έντεκα χρόνια του. Τώρα μπαίνει στην εφηβεία, αλλά τα καμώματά του θα μείνουν στην αφάνεια. 😊



29/8/24

"Πώς ξέπεσαν έτσι οι έρωτες"




Πώς ξέπεσαν έτσι οι έρωτες


σαν ζωγραφιές στους τοίχους.




25/8/24

Δανειστής και δανεισθείς

 

 

Την πρώτη φορά τού έδωσε χρήματα, γιατί καταλάβαινε ότι τα είχε ανάγκη.


Τη δεύτερη φορά τού έδωσε χρήματα, γιατί είπε ότι τον έκλεψαν.


Την τρίτη φορά δεν του έδωσε χρήματα. Τού τα ζήτησε ο άλλος δανεικά με την υπόσχεση να του τα επιστρέψει σε πέντε μήνες, καθώς σκόπευε να πουλήσει ένα χωράφι στο χωριό του.


«Θα σου τα δώσω», του είπε, «αλλά αυτά είναι δανεικά. Θα πρέπει να μου τα επιστέψεις σε πέντε μήνες».


Οι πέντε μήνες πέρασαν, τα δανεικά δεν επιστράφηκαν. Πέρασε ένας χρόνος, πέρασαν δυο, τα δανεικά δεν επιστράφηκαν.


Ούτε και θα επιστραφούν ποτέ.


Οι δυο φίλοι χάθηκαν. Ο δανειστής δεν στενοχωρήθηκε, αντίθετα ένιωσε ότι απαλλάχτηκε από έναν ύπουλο άνθρωπο.


Ο δανεισθείς δεν γνωρίζουμε τι σκέφτηκε. Σίγουρα όμως θα στενοχωρήθηκε που δεν θα μπορούσε να εκμεταλλευτεί άλλο τον δανειστή. 



21/8/24

Κάποιος διάβολος γελούσε

 





 

Η φωτογραφία την έδειχνε να χαμογελά καθισμένη αναπαυτικά στο σαλόνι του πλοίου, με ένα κόκκινο μαντίλι στον λαιμό και με τα λαμπερά αγαπημένα της σκουλαρίκια να αιωρούνται στα αφτιά της.

 

Έδειχνε ευτυχισμένη, αλλά δεν ήταν, ποτέ δεν ήταν. Μάλλον ικανοποιημένη θα έλεγα.

 

-Ήμουν ερωτευμένη με κάποιον τότε, μου είπε. Τι τρελή σχέση ήταν αυτή! Γεμάτη έρωτα και πάθος!

-Πόσων χρονών είσαι σ’ αυτή τη φωτογραφία;

 

Σκέφτηκε λίγο, μετά είπε:

-Τριάντα οχτώ. Ακριβώς είκοσι χρόνια πριν.

-Είσαι πολύ όμορφη εδώ.

-Ναι, αλλά δεν σου τη δείχνω για να δεις πόσο όμορφη ήμουν τότε.

 

Άφησε ένα γελάκι που ακούστηκε διαβολικό.


-Ξέρεις, σ’ αυτήν εδώ τη φωτογραφία συναντιούνται το παρόν με το παρελθόν και το μέλλον. Το παρόν είναι ο φίλος μου που κάθεται λίγο πιο πέρα, δεν φαίνεται στη φωτογραφία.

-Και το παρελθόν;

-Το παρελθόν είναι ο καπετάνιος του πλοίου. Είχαμε μια σύντομη σχέση, όταν ήμουν είκοσι πέντε χρονών.

-Συμβαίνουν αυτά, είπα. Αλλά το μέλλον; Πού βρίσκεται αυτό;

-Στην κουπαστή. Είναι ένας νεαρός είκοσι τριών χρονών. Γνωριζόμασταν, έμενε στη γειτονιά μου. Ποτέ δεν είχαμε δώσει σημασία ο ένας στο άλλον. Και στο πλοίο ανταλλάξαμε απλώς ένα «γεια».

-Και;

-Τι και;  Δυο χρόνια αργότερα χώρισα από τον φίλο μου και βρέθηκα να έχω σχέση με αυτόν τον νεαρό που σου λέω. Κατάλαβες τώρα; Σε κείνο το πλοίο ταξίδευαν τρεις άντρες, ένας από το παρόν μου, ένας από το παρελθόν μου και ένας από το μέλλον μου. Δεν είναι διαβολική η σύμπτωση;

 

Και έβαλε τα γέλια.


(Μικρές ιστορίες)




20/8/24

40. Πώς κατουρήθηκα μέσα στην τάξη ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")

 

 

 




 

Κι εγώ θυμάμαι πως την πρώτη μέρα μου στο σχολείο ήμουν  φοβισμένη, αλλά δεν έκλαιγα.

 

Τα γράμματα της πρώτης δημοτικού τα είχα μάθει πιο πριν, γιατί οι γονείς μου με είχαν στείλει στην κυρία Παγώνα που είναι μια γριά χήρα και παλιά δασκάλα που βοηθά τα παιδιά του δημοτικού και την πληρώνουν οι γονείς τους.

 

Αυτή μένει μακριά, κοντά στον φούρνο που με στέλνει η μαμά μου με τις λαμαρίνες. Αλλά είχα μάθει τον δρόμο και πήγαινα μόνη μου. Ήταν κι άλλα παιδιά εκεί και μαθαίναμε τα γράμματα και μετά μάθαμε να διαβάζουμε από το βιβλίο της πρώτης δημοτικού και να κάνουμε και αριθμητικές πράξεις.

 

Και όταν ήρθε η ώρα να πάω κανονικά στο δημοτικό, με πήρε η μαμά μου και πήγαμε στον διευθυντή που ήταν τότε ένας άλλος, όχι αυτός που έχουμε τώρα, και του είπε ότι εγώ ξέρω τα γράμματα της πρώτης τάξης και μπορώ να πάω κατευθείαν στη δευτέρα. Και αυτός τότε με ρώτησε πόσα πόδια έχει μια κότα. «Δύο» του είπα. «Και οι δυο κότες πόσα πόδια έχουν;» Το σκέφτηκα λίγο και μετά του είπα «τέσσερα». Μου έκανε και μερικές άλλες ερωτήσεις και μετά είπε στη μαμά μου πως μπορώ να πάω στη δευτέρα τάξη.

 

Έτσι βρέθηκα στη δευτέρα τάξη, χωρίς να έχω πάει στην πρώτη. Αλλά δεν ήξερα κανένα παιδί εκεί κι ένιωθα άσχημα και η δασκάλα που ήταν μια άλλη, όχι η κυρία Άννα, αυτήν την είχαμε την επόμενη χρονιά,  είπε στα παιδιά «δεν θέλω κανείς να μου ξαναζητήσει να βγει έξω, θα μείνετε μέσα και θα πάτε στο αποχωρητήριο, όταν γίνει διάλειμμα, γιατί το έχετε παρακάνει».

 

Εγώ κάθισα σε ένα θρανίο μόνη μου και κατουριόμουν, αλλά αφού είχε πει έτσι η δασκάλα, έκανα υπομονή. Κατουριόμουν όμως πολύ και σφιγγόμουν, ώσπου στο τέλος δεν άντεξα άλλο και κατουρήθηκα πάνω μου. Και στο διάλειμμα είδαν τα άλλα παιδιά το θρανίο μου λερωμένο και φώναξαν τη δασκάλα κι εγώ ντράπηκα πολύ.

 

Μετά όμως έκανα φίλη τη Βαρβάρα και τα άλλα κορίτσια και τώρα περνώ ωραία στο σχολείο και μου έφυγε ο φόβος. Μόνο το φετινό μας δάσκαλο φοβάμαι, αλλά αυτόν τον φοβούνται όλα τα παιδιά.




***

Στη φωτογραφία ακριβώς απέναντι από το σχολείο μας:


Ο ναός της Αγίας Μαρίας Μαγδαληνής. Βρίσκεται στη συνοικία της Χαλέπας Χανίων. Άρχισε να κτίζεται το 1901 με την οικονομική ενίσχυση του Μεγάλου Δούκα της Ρωσίας Γεωργίου σε ανάμνηση της διαμονής της συζύγου του Μαρίας στα Χανιά. Πρόκειται για έναν ρωσικής αρχιτεκτονικής και τεχνοτροπίας ναό με διακοσμητικό τρούλο, το τέμπλο του οποίου φέρει εικόνες του γνωστού ζωγράφου Φώτη Κόντογλου. Τα θυρανοίξια του ναού τελέστηκαν το 1903, ενώ τον Μάιο του 1909 παραχωρήθηκε στο Δήμο Χανίων.

(Από τη Βικιπαίδεια).



(Συνεχίζεται)



4/8/24

39. Καλλιτεχνίες και σχολείο ("Ένα παιδί μεγαλώνει στα Ταμπακαριά")


 



Εκτός από ποιήματα γράφω και αισθηματικά διηγήματα σαν κι εκείνα που διαβάζω στο Ρομάντσο. Ένα διήγημα άρεσε στον μπαμπά που το δαχτυλογράφησε  και μου το έδωσε. Μιλά για τη Ρουθ και τον Ντο που αγαπήθηκαν και παντρεύτηκαν. Όταν μεγαλώσω, θα γράφω διηγήματα, μου αρέσει αυτή η δουλειά. Αλλά μπορεί να γίνω και ηθοποιός, δεν ξέρω. Δικηγόρος πάντως δεν θα γίνω. Κι ας με ειρωνεύονται οι γονείς μου πως θα με κάνουν δικηγόρο, επειδή τους αντιμιλώ.

 

Μπορεί να γίνω τραγουδίστρια. Ξέρω απέξω όλα τα τραγούδια που ακούω στο ραδιόφωνο και τα τραγουδώ ωραία. Και η Κική της κυρίας Σοφίας από δίπλα τραγουδά πολύ ωραία. Και η Βαρβάρα στο σχολείο τραγουδά ωραία. Στα διαλείμματα καμιά φορά τραγουδάμε μαζί.

 

Στην αρχή της φετινής χρονιάς είχαν έρθει και τα μικρά που θα πήγαιναν στην πρώτη τάξη κι εμείς που ήμασταν μεγάλες τα χαζεύαμε. Ένα μικρό κοριτσάκι όμως που το είχε φέρει ο μπαμπάς του  έκλαιγε συνέχεια και δεν ήθελε να μείνει μόνο του, ήθελε να το πάρει ο μπαμπάς του και να φύγουν. Αυτός το χάιδευε και του έλεγε να μην κλαίει και ότι θα συνηθίσει, αλλά αυτό έκλαιγε δυνατά και όποτε έκανε ο μπαμπάς του να φύγει, ούρλιαζε σπαραχτικά. Είχαμε μαζευτεί και το κοιτάζαμε, το λυπόμασταν λιγάκι έτσι όπως σπάραζε στο κλάμα και ο μπαμπάς του έκανε ό,τι μπορούσε για να το ηρεμήσει, αυτό όμως δεν ηρεμούσε. Τότε κι αυτός έχασε την υπομονή του και το άρχισε στο ξύλο. Αυτό συνέχισε να ουρλιάζει και στο τέλος ο μπαμπάς του το παράτησε κι έφυγε.

 

(Συνεχίζεται)