5/10/20

 

«Do the right thing», μια ταινία του Σπάικ Λι για το φυλετικό πρόβλημα στις ΗΠΑ




Είδα τις προάλλες αυτή την ταινία του 1989, ευτυχώς χωρίς να έχω ενημερωθεί από τις σχετικές κριτικές. Οι οποίες στη συγκεκριμένη περίπτωση απέφυγαν να εστιασθούν στο πρόβλημα που ο Αφροαμερικανός σκηνοθέτης με απροσδόκητο θάρρος και παρρησία εκθέτει, χωρίς να κρύβει και χωρίς να δικαιολογεί τίποτα.

 

Αν την ταινία την γύριζε ένας λευκός Αμερικανός, είμαι σίγουρη ότι θα προκαλούσε τις οργισμένες αντιδράσεις λευκών και μαύρων παντού στον κόσμο. Όμως ο ταλαντούχος Σπάικ Λι είναι μαύρος Αμερικανός, επομένως κανείς δεν μπορεί να του προσάψει ρατσισμό εις βάρος των μαύρων. Ούτε όμως και ρατσισμό εις βάρος των λευκών.

Ο Σπάικ Λι δεν διστάζει να μας δείξει πώς ζουν οι ομόφυλοί του σε μια γειτονιά του Μπρούκλιν και το κάνει αυτό ψύχραιμα – και με πόνο ψυχής θα έλεγα – απευθυνόμενος πρωτίστως στους ομοφύλους του και μετά και σε μας τους υπόλοιπους.

 

Δεν εξιδανικεύει τίποτα. Η γειτονιά αυτή του Μπρούκλιν κατοικείται από Αφροαμερικανούς που περνούν τον καιρό τους καθισμένοι στις καρέκλες τους στο δρόμο χαζεύοντας τους περαστικούς και φλυαρώντας χωρίς νόημα, από νεαρούς που πάνε κι έρχονται χωρίς σκοπό, από καλοκάγαθους τύπους που γερνούν και γυροφέρνουν στη γειτονιά κουβεντιάζοντας με τον έναν και τον άλλον. Οι ηλικίες τους διαφέρουν, όμως όλοι μοιάζουν με παιδιά που έχουν αφεθεί χωρίς κηδεμόνα και περνούν τον καιρό τους, χωρίς να κάνουν τίποτα.

 

Αυτή είναι η πρώτη έμμεση καταγγελία του Σπάικ Λι: οι ομόφυλοί του δεν δείχνουν κανένα ενδιαφέρον για δουλειά. Είναι ευχαριστημένοι να ζουν έτσι μέσα στην καθημερινή και ήσυχη ρουτίνα τους.

 

Ο μόνος από τους χαρακτήρες της ταινίας που δουλεύει είναι ο Μούκι, ένας νεαρός μαύρος ντελιβεράς που κι αυτός όμως αλλάζει συνέχεια δουλειές, βαριέται, ξεχνιέται, καθυστερεί, διακόπτει τα δρομολόγιά του για να ασχοληθεί με κάτι άλλο που του τραβά την προσοχή.

 

Ένας άλλος χαρακτήρας που θα παίξει σημαντικό ρόλο προς το τέλος της ταινίας είναι ένας νεαρός Αφροαμερικανός που γυρίζει στη γειτονιά κουβαλώντας ένα τεράστιο φορητό ραδιόφωνο που παίζει δυνατά μουσική. Αυτός και το ραδιόφωνό του έχουν γίνει ένα πράγμα. Δεν υπάρχει ο ένας χωρίς το άλλο.

 

Μέσα σ’ αυτή τη γραφική αποχαύνωση ο Σπάικ Λι τοποθετεί μια πιτσαρία Ιταλοαμερικανών και ένα μίνι μάρκετ Κορεατών που έχει μόλις ανοίξει. Και τα δυο μαγαζιά δουλεύουν με πελατεία τους Αφροαμερικανούς της γειτονιάς.

 

Δεύτερη έμμεση καταγγελία του σκηνοθέτη και σεναριογράφου: Ιταλοί και Κορεάτες μετανάστες προσπαθούν να προκόψουν στον τόπο που βρέθηκαν, σε αντίθεση με τους ομοφύλους του που δεν νοιάζονται για κάτι τέτοιο.

 

Το κύριο μέρος της ταινίας εκτυλίσσεται στην πιτσαρία των Ιταλοαμερικανών που την έχουν ο πατέρας και οι δυο του γιοι εδώ και πολλά χρόνια. Ο πατέρας ξέρει ότι βρίσκεται σε ένα μέρος, όπου οι λευκοί δεν είναι καλοδεχούμενοι. Με τη διπλωματία του και την υποχωρητικότητά του καταφέρνει να τα έχει καλά με τους μαύρους πελάτες του, σε αντίθεση με τον μεγάλο του γιο που νιώθει αντιπάθεια γι’ αυτούς. Ο μικρότερος γιος μένει ουδέτερος. Ο μεγάλος του γιος θέλει να φύγουν από κει, να ανοίξουν πιτσαρία στη δική τους γειτονιά. «Είναι γεμάτη πιτσαρίες εκεί», του λέει ο πατέρας του, «εδώ είναι το ψωμί μας».

 

Οι Κορεάτες μετανάστες αντίθετα νιώθουν φόβο. Η μαύρη πελατεία τους είναι ζόρικη κι αυτοί είναι νιόφερτοι και δεν μιλούν καλά αγγλικά. Νιώθουν ότι είναι ανεπιθύμητοι στη γειτονιά, το παλεύουν ωστόσο όσο μπορούν.

 

Γενικά οι μη μαύροι είναι εκεί ανεπιθύμητοι. Ένα μικρό ενσταντανέ  μάς το αποδεικνύει: ένας νεαρός λευκός ήρθε να μείνει εκεί και, όταν τον εντοπίζουν οι Αφροαμερικανοί νεαροί που πάνε κι έρχονται στους δρόμους, του φωνάζουν να φύγει. «Δεν φεύγω», τους λέει αυτός, «εδώ είναι η γειτονιά μου, εδώ γεννήθηκα».

 

Τρίτη έμμεση καταγγελία του Σπάικ Λι: Δεν είναι μόνο οι μαύροι ανεπιθύμητοι στις γειτονιές των λευκών. Και οι μη μαύροι είναι ανεπιθύμητοι στις γειτονιές των μαύρων. Ο ρατσισμός καλά κρατεί και από τις δυο πλευρές.

 

Ρατσισμό βλέπουμε και στις κουβέντες εκείνων που κάθονται όλη μέρα στις καρέκλες ανταλλάσσοντας χαζά σχόλια. Το κορεάτικο μίνι μάρκετ τούς κάθεται στον λαιμό. Πολύ θα ήθελαν να το δουν να κλείνει και τους Κορεάτες να φεύγουν.

 

Άλλο ένα ενσταντανέ εδώ: ένας από αυτούς σηκώνεται επιτέλους από την καρέκλα, πάει στον τοίχο και ουρεί συνεχίζοντας την κουβέντα. Έπειτα ξαναγυρίζει στην παρέα.

 

Η μέρα είναι πολύ ζεστή και κάποιοι νεαροί ανοίγουν ένα πυροσβεστικό κρουνό. Ο κόσμος παίζει με τα νερά, γίνεται χαβαλές, καταβρέχονται όλοι και χαίρονται σαν παιδιά.

 

Έρχεται ένα περιπολικό και κλείνει τον κρουνό. Οι δυο λευκοί  αστυνομικοί που ξέρουν ότι βρίσκονται σε μια μάλλον εχθρική ζώνη ξέρουν πώς να παίξουν το παιχνίδι. Δεν πειράζουν κανέναν, μόνο τους λένε να μην το ξανακάνουν.

 

Όλοι αυτοί οι κάτοικοι της γειτονιάς δείχνουν να είναι αφημένοι σε μια ζωή χωρίς νόημα, πότε πότε πετούν κάποιο σχόλιο εναντίον των λευκών, όμως δεν είναι φανατισμένοι, η ζωή κυλά έτσι μονότονα, αλλά αυτό τους αρέσει, ζουν φτωχά, αλλά αυτό το έχουν αποδεχτεί και δεν κάνουν τίποτε για να το αλλάξουν.

 

Αρκεί όμως μια σπίθα για να ανατραπεί η ισορροπία.

 

Ένας νεαρός μαύρος που ψάχνεται για καβγά θυμώνει, επειδή στην πιτσαρία των Ιταλών ο ιδιοκτήτης έχει κρεμάσει φωτογραφίες διάσημων Αμερικανών ιταλικής καταγωγής. Απαιτεί να βάλει φωτογραφίες διάσημων μαύρων Αμερικανών, αφού εδώ κατοικούν μόνο μαύροι. Ο ιδιοκτήτης αρνείται λέγοντας ότι αυτό είναι το μαγαζί του και θα κάνει ό,τι θέλει.

 

Ο νεαρός εξοργίζεται και αρχίζει να ψάχνει συμμάχους στη γειτονιά για να στραφούν εναντίον του Ιταλού. Δεν είναι εύκολο. Ο Ιταλός είναι ανεκτός και συμπαθής στον κόσμο εκεί, γιατί ποτέ δεν κοντράρεται με κανέναν και ξέρει πώς να φερθεί σε ένα περιβάλλον που δεν συμπαθεί τους λευκούς.

 

Τελικά βρίσκει τον νεαρό με το τεράστιο ραδιόφωνο και άλλον έναν που είναι όμως διανοητικά καθυστερημένος. Οι τρεις τους πάνε στην πιτσαρία και απαιτούν να αναρτηθούν στον τοίχο φωτογραφίες μαύρων διάσημων Αμερικανών.

 

Ο νεαρός με το ραδιόφωνο το ακουμπά πάνω στον πάγκο και κοιτάζει προκλητικά τον Ιταλό. Η μουσική είναι τόσο δυνατή που δεν ακούει ο ένας τον άλλον. Ο ιδιοκτήτης ζητά από τον νεαρό να το κλείσει. Ο νεαρός δεν το κλείνει. Δίπλα του ο εριστικός τύπος συνεχίζει να φωνάζει για τις φωτογραφίες.

 

Ο Σπάικ Λι εδώ φροντίζει να μας μεταγγίσει την ένταση της σκηνής με τέτοιο τρόπο, ώστε να πάρουμε τη θέση του Ιταλού. Ο οποίος κάποια στιγμή χάνει την ψυχραιμία του, αρπάζει ένα πλάστη και κάνει κομμάτια το ραδιόφωνο.

 

Και η βία ξεσπά. Ο νεαρός που είχε το ραδιόφωνο αρπάζει τον Ιταλό, οι γιοι του Ιταλού προσπαθούν να τον σώσουν, καθώς ο μεν πατέρας τους είναι μεσόκοπος, ο δε νεαρός πολύ γεροδεμένος. Στον καβγά μπαίνουν και οι άλλοι Αφροαμερικανοί του μαγαζιού, βγαίνουν έξω και κυλιούνται στο πεζοδρόμιο, έρχονται κι άλλοι από εκεί γύρω, γίνεται ο κακός χαμός και τέλος καταφθάνει και το περιπολικό με τους δυο λευκούς και έναν ακόμα μαύρο αστυνομικό.

 

Με δυσκολία αποσπούν τον Ιταλό από τα χέρια του γεροδεμένου Αφροαμερικανού. Όμως αυτός είναι σε αμόκ. Και οι τρεις αστυνομικοί μαζί προσπαθούν να του περάσουν χειροπέδες, αλλά δεν τα καταφέρνουν. Αναγκάζονται να τον ακινητοποιήσουν πιέζοντάς τον στον λαιμό με ένα κλομπ. Αυτός συνεχίζει να αντιστέκεται, το κλομπ τον πιέζει με δύναμη στον λαιμό και τελικά, πριν καλοκαταλάβουν τι συμβαίνει, ο νεαρός πεθαίνει από ασφυξία.

 

Το περιπολικό φεύγει με τον νεκρό και με τον άλλον εριστικό νεαρό που ξεσήκωσε τη γειτονιά και ο κόσμος στέκεται σαν χαμένος.

 

Κάποιοι στρέφονται απειλητικά προς το κορεάτικο μαγαζί, ενώ ο Κορεάτης έντρομος φωνάζει σε σπαστά αγγλικά : «εγώ… μαύρος, εγώ… μαύρος!».

 

Ο Ιταλός και οι γιοι του στέκονται στην άκρη του δικού τους μαγαζιού σαστισμένοι και φοβισμένοι.

 

Και τότε ο Μούκι, ο νεαρός ντελιβεράς της πιτσαρίας, ο τελευταίος που θα περίμενε κανείς να επιτεθεί στον εργοδότη του, αρπάζει ένα κάδο σκουπιδιών και σπάει τη τζαμαρία του μαγαζιού.

 

Αυτό ήταν. Οι Αφροαμερικανοί που έχουν μαζευτεί εκεί μπαίνουν στο μαγαζί και τα κάνουν όλα γυαλιά καρφιά. Ύστερα βάζουν φωτιά. Τα πάντα καταστρέφονται.

 

Την άλλη μέρα ο Μούκι ζητά τα δεδουλευμένα του από τον Ιταλό σαν να μη συμβαίνει τίποτα. Του λέει μάλιστα ότι έτσι κι αλλιώς θα αποζημιωθεί από την ασφαλιστική εταιρία. Ο Ιταλός τού τα πετάει στα μούτρα. 

 

Μια νέα μέρα έχει ξημερώσει στη γειτονιά αυτή του Μπρούκλιν και η ζωή συνεχίζεται σαν να μην τρέχει τίποτα.

 

«Do the right thing», είναι ο τίτλος της ταινίας του Σπάικ Λι που ήταν υποψήφιο για δύο Όσκαρ. «Κάνε (ή μάλλον κάνετε) το σωστό».

 

Ποιο είναι αυτό; Τι προτρέπει ο Σπάικ Λι να κάνουν οι ομόφυλοί του;

 

Να διώξουν κάθε μη Αφροαμερικανό από τη γειτονιά τους;

Να επιτεθούν σε κάθε λευκό που κυκλοφορεί ανάμεσά τους;

 

Κάποιοι θέλησαν να το ερμηνεύσουν έτσι και φοβήθηκαν ότι η ταινία θα προκαλούσε εξεγέρσεις στις κοινότητες των μαύρων.

Δεν συνέβη.

 

Ο σκηνοθέτης με δεξιοτεχνία και με προσοχή στη λεπτομέρεια προσπάθησε να αφυπνίσει τους ομοφύλους του από τη γλυκιά νάρκη της αδράνειας.

 

Ξυπνήστε, αυτό τους λέει, βγείτε από τα γκέτο σας, μπείτε στην αληθινή ζωή, αποδείξτε ότι αξίζετε. Πάψτε να αναμασάτε τα γνωστά κλισέ ότι οι λευκοί φταίνε για όλα, βρείτε μια δουλειά, γίνετε παραγωγικοί. Μη σπαταλάτε τη ζωή σας στο τίποτα. Δείτε τους Ασιάτες πώς το παλεύουν. Δείτε τους Ιταλούς. Μη χαραμίζετε τη ζωή σας, μη δίνετε το δικαίωμα στους λευκούς να σας περιφρονούν.

 

Όλα αυτά τα λέει με τακτ και με υπονοούμενα, ώστε να μη θίξει καμιά πλευρά.

 

Η ταινία «Do the Right Thing», πραγματοποίησε την παγκόσμια πρεμιέρα της, τον Μάιο του 1989 στο επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ των Καννών. Στη συνέχεια, απέσπασε τέσσερις υποψηφιότητες για Χρυσή Σφαίρα και δύο υποψηφιότητες για Όσκαρ, χωρίς όμως να καταφέρει να κερδίσει κάποιο βραβείο.

 

Όμως, τριάντα ένα χρόνια μετά, η ταινία του Σπάικ Λι δικαίως θεωρείται πλέον κλασική και συγκαταλέγεται στις 100 Καλύτερες Ταινίες στην Ιστορία του Αμερικανικού Κινηματογράφου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια: